Λένε πώς συνήθως όταν φεύγεις από την Αθήνα και επιστρέφεις στον τόπο σου –προφανώς σε τόπο μικρότερο, αλλά όχι πάντα ομορφότερο- θα νιώσεις ίσως ξανά ασφαλής, θα είναι το μέρος οικείο, θα ξαναβρείς μυρωδιές και ανθρώπους που αγαπούσες με τους οποίους θα αισθανθείς ζεστά και αγαπημένα.
Γυρνώντας τέσσερα χρόνια μετά πίσω όμως με τη συνήθεια του πολύ πρωινού καφέ –που ναι, μόνο σε τέτοια μέρη τη βρίσκεις- βλέπεις τοπικά πρωτοσέλιδα με πηχυαίους τίτλους για το ότι η «στην Καρίτσα διώξαν το λεωφορείο με τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα», «οι ξενοδόχοι του νομού θα κάνουν μηνύσεις αν στείλουν πρόσφυγες στα ξενοδοχεία», «η Εκκλησία στη Λάρισα αγαπά τους ανθρώπους, αλλά με μέτρο», «έξω το στρατόπεδο από το χωριό μας» και τους θαμώνες από τα διπλανά τραπέζια να σκούζουν για το ότι δεν χωράνε όλοι αυτοί και να πάνε πίσω –να σκοτωθούν; αναρωτιέμαι- στην πατρίδα τους και ότι δεν θέλουμε βρωμιάρηδες εδώ.
Πόσοι χωράνε τελικά σε ένα τόπο; 50; 500; 2000; Ποιος είναι ο μαγικός αριθμός ρε αδερφέ που θα ησύχαζε αυτούς που βλέπουν τον χώρο στενό; Για να τους δεχτούν τελικά και να κλείσουν τα στόματα. Πόσοι από αυτούς που μας ταΐζουν μίσος και ρατσισμό –κυβερνώντες, βουλευτάδες, τοπικοί πολιτευτές, θεσμικοί παράγοντες, εκκλησιαστικοί ταγοί, «αγανακτισμένοι» πολίτες, κανάλια για τα σκουπίδια- χωράνε δίπλα μας; Για να σηκώσουμε ανάστημα τελικά και να τους κλείσουμε τα στόματα διαπαντός.
Οι πρόσφυγες μένουν εδώ, εγκλωβισμένοι. Με τα σύνορα κλειστά. Οι νομικές τους διαδικασίες καθυστερούν, και όσοι και όσες δεν έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας ή δεν ανήκουν σε «ευάλωτες» ομάδες μπορεί να μείνουν σε στρατόπεδα σε άθλιες συνθήκες για χρόνια. Από το 2015 και μετά με τις προσφυγικές ροές να μη σταματούν δεν υπήρξε ένα στοιχειώδες κρατικό σχέδιο για να στεγαστούν, όταν το στεγαστικό απόθεμα στη χώρα –με σπίτια ξενοίκιαστα ή δημόσια κτήρια αναξιοποίητα- είναι υψηλό. Δεν υπήρξε ένα στοιχειώδες κρατικό σχέδιο ένταξης για να μαθαίνουν τη γλώσσα ή να αξιοποιούν τις υψηλές τους δεξιότητες και την εμπειρία που φέρνουν από τον τόπο καταγωγής τους. Το κράτος το υποκατέστησαν οι διεθνείς οργανισμοί. Το ζεστό χρήμα που φτάνει σε τοπικές οικονομίες, επιχειρηματίες, μικρούς και μεγαλύτερους, ιδιοκτήτες κατοικιών είναι ο τρόπος για να κρατήσει η Ευρώπη τους φράχτες της υψωμένους και να σφυρίξει αδιάφορα για το συμβαίνει. Αυτή είναι η πραγματικότητα και ό,τι διαφορετικό λέγεται αντιστοιχίζεται με τις εικόνες των μικρασιατών του ’22 ή των εκτοπίσεων και των ολοκαυτωμάτων του ’40.
Οι πρόσφυγες φεύγουν από τον τόπο τους για να ξεφύγουν. Από τον πόλεμο, την φτώχεια, την καταπίεση, την πείνα. Όπως θα έκανε ο καθένας και η καθεμιά από μας ή έκαναν οι δικοί μας λίγα χρόνια πριν, όταν τους κυνηγούσε ο φόβος του θανάτου. Οι πρόσφυγες είναι ο καθρέφτης μας. Και τους χρωστάμε ανοιχτές καρδιές και αγκαλιές για να βαδίσουν όρθιοι στον δρόμο που επιθυμούν, δίχως ναι μεν, αλλά… Οι πρόσφυγες είμαστε εμείς. Και προς πείσμα κάθε απεχθούς ανθρωπάριου, θα τους φροντίσουμε σαν τον εαυτό μας.