Παρέλαβε συγκινημένος το βραβείο του Γαστρονόμου, μαζί με τον τρίχρονο εγγονό του, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στους δικούς του παππούδες, που του κληροδότησαν την αγάπη τους για την κτηνοτροφία. «Για να σωθεί η βιοποικιλότητα του πλανήτη, πρέπει όλοι να βάλουμε το λιθαράκι μας», τόνισε.
O Δημήτρης Δήμου είναι σπάνια περίπτωση κτηνοτρόφου. Μας θυμίζει ότι το ευ τρώγειν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ποιοτική παραγωγή ντόπιων προϊόντων –και μάλιστα ελληνικού DNA–, τα οποία είναι πολλαπλώς ωφέλιμα: για την υγεία μας, για την ισορροπία του περιβάλλοντος, για τη γεύση μας.
Την ιστορία του έχει περιγράψει η Ιφιγένεια Βιρβιδάκη για Το ΒΗΜΑ, πολύ πριν ο οραματιστής κτηνοτρόφος βρεθεί στα βραβεία του Γαστρονόμου.
Η αρχή της φάρμας, της «Κιβωτού του Δήμου», έγινε τη δεκαετία του ’80. Ο Δημήτρης Δήμος, ανήσυχος, επίμονος και υπομονετικός άνθρωπος, αφού σπούδασε Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, δούλεψε ως αναπληρωτής ωρομίσθιος καθηγητής σε σχολή λογιστών, έφυγε για 6 μήνες στην Καραϊβική («έτσι, για να ταξιδέψω») και επιστρέφοντας έγινε, έως το 1982, αντιπρόσωπος εταιρείας αυτοκινήτων στα Τρίκαλα.
Όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, άρχισε να ασχολείται με τα ζώα. Στην αρχή συνεργάστηκε με μια ένωση συνεταιρισμών της Κεντρικής και Νότιας Γαλλίας και πουλούσε γαλλικά ζώα στη χώρα μας.
«Βλέποντας όμως τις φαρμακευτικές παρεμβάσεις, τα αντιβιοτικά, τα ηρεμιστικά που έδιναν στα ζώα για να ξεπεράσουν το στρες, μου σηκωνόταν η τρίχα. Ταυτόχρονα, διαβάζοντας γεωτεχνικά συγγράμματα και συζητώντας με καθηγητές συνειδητοποίησα ότι στη χώρα μας έχουμε ζώα που υπάρχουν εδώ και 10.000 χρόνια. Πίστεψα, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι αυτά έχουν κάποιες μοναδικές ιδιότητες. Ετσι έκανα το πρώτο μου κοπάδι με 71 στεπικές αγελάδες τύπου Κατερίνης».
Στη συνέχεια, επειδή δεν ήθελε οι κόρες του, που τότε ήταν μικρές, να τρώνε χοιρινό του εμπορίου, πήρε δύο μαύρους χοίρους και τους εγκατέστησε στο κτήμα το οποίο είχε κληρονομήσει (εκεί που σήμερα βρίσκεται η φάρμα). Αυτό ήταν το ξεκίνημα και σήμερα η φάρμα του κ. Δήμου (με έκταση 600 στρέμματα αλλά και ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα κτήματα του χωριού) διαθέτει 200 στεπικές αγελάδες τύπου Κατερίνης, 150 μαύρους χοίρους, 65 άλογα Θεσσαλίας και Σκυριανά και περίπου 100 αιγοπρόβατα από διάφορες φυλές (Σκοπελίτικη γίδα, Καλαρρύτικο και Καρυστινό πρόβατο, Ουλοκερατική κατσίκα – με εντυπωσιακότατα κέρατα). Oλα αυτά αναφέρονται στις μάνες – όπως έμαθα, έτσι υπολογίζουν οι κτηνοτρόφοι τα ζώα τους.
Όλες αυτές οι φυλές κινδυνεύουν να χαθούν για καθαρά… εμπορικούς λόγους. Γιατί πώς να πείσεις έναν κτηνοτρόφο να προτιμήσει τη στεπική αγελάδα, που είναι μικρόσωμη και παράγει λιγότερο γάλα από μια πιο παραγωγική φυλή; Ή τον μαύρο χοίρο, που δεν γίνεται 120 κιλά, όπως άλλες εισαγόμενες φυλές, αλλά 40;
Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί είναι σημαντικό να διασωθούν οι αυτόχθονες φυλές; Ο κ. Δήμος μού έδωσε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. «Πρώτον, σήμερα αποδεικνύεται πως είμαστε εντός των τειχών της κλιματικής αλλαγής και όχι προ των πυλών αυτής. Τα ζώα αυτά μπορούν, χωρίς σόγια από την Αμερική και καλαμπόκι από την Ουκρανία και χωρίς φαρμακευτική αγωγή, να επιβιώσουν, γιατί είναι προσαρμοσμένα σε αυτό το περιβάλλον. Πέρυσι, από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, είχαμε ξηρασία, αδυνάτισαν περισσότερο, αλλά μόλις έβρεξε και βγήκε χορτάρι ανέκαμψαν. Ποιο άλλο ζώο θα μπορούσε να το κάνει; Δεύτερον, η επιστήμη για να μελετήσει κάποιο ζώο χρειάζεται τα γονίδια του αρχέγονου, του πρωτοτύπου από ζώα που ζουν σε φυσική κατάσταση, σε κοπάδια».
Η Ελλάδα της αγροτικής οικονομίας στην ορθή της βάση είναι εδώ και είναι δίπλα μας. Μεράκι, αγώνας και γνώση. Όραμα και πίστη. Ίσως αυτά τα χαρακτηριστικά της επιτυχίας να προσδιορίζουν και το μέλλον της χώρας.