Παρακολούθησα το αυτοκίνητο να παίρνει τη στροφή του δρόμου και τη Μαρία στο τιμόνι να σηκώνει πίσω της ένα σύννεφο από σκόνη. Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα μια δαγκωματιά: ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Ξέρεις γιατρέ μου, ήταν από εκείνες τις στιγμές που άθελά του κανείς βλέπει σαν αστραπή, τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ανοίγει μια χαραμάδα στο μυαλό και σου επιτρέπει να ρίξεις μια ματιά στα μελλούμενα.
Δεν ξέρω αν σας έχει συμβεί και σε εσάς, ή αν ακούγεται τρελό αυτό που σας λέω, αλλά προσωπικά μου έχει συμβεί κάνα δυο φορές· ούτε θέλω να μου ξανασυμβεί, είναι αλήθεια. Όταν η επιχείρησή μου ήταν πρώτη στον τομέα της, σ’ ένα ανοιγοσφάλισμα των βλεφάρων, με είδα πένηnτα κι επαίτη. Οφείλω να ομολογήσω πως εκείνη τη χρονική στιγμή ήμουνα σε τραπέζι, στη Μεγάλη Βρετανία πίνοντας σαμπάνια και το Monte Christo no 4 έκαιγε σταθερά και όμορφα μεταξύ δείκτη και παράμεσου, στο αριστερό μου χέρι· συνομιλητές μου οι κολοσσοί του κλάδου μου. Εκείνη όμως τη στιγμή, σαν μαχαιριά σε βελούδινο ύφασμα άνοιξε μπροστά μου μια θλιβερή εικόνα. Ήμουν λέει καθισμένος· τι καθισμένος αφού μετά βίας κρατιόμουν να μην πέσω στα γόνατα, στην άκρη της καρέκλας μπροστά στον διευθυντή της τράπεζας και τον εκλιπαρούσα να αναβάλει τις κατασχέσεις των περιουσιακών μου στοιχείων.
Σκηνή που επαληθεύτηκε μόλις δυο χρόνια αργότερα με την ολική καταστροφή της εταιρείας. Η τράπεζα κατέσχεσε και το ιδιόκτητο κτήριο των 3.000 τετραγωνικών που μόλις είχα αποπερατώσει. Όπως σας έχω πει· και γνωρίζετε ήδη, στο ορφανοτροφείο που μεγάλωσα κι ενώ έκανα ντουζ είχα μια μεγαλειώδη στύση· αυθόρμητη, γενναία όπως συμβαίνει στους πιτσιρικάδες. Τη στιγμή που εκσπερμάτωνα και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί καν να χρησιμοποιήσω τη χούφτα μου, είδα με κλειστά τα μάτια αυτή τη φορά να κάνω μια θριαμβευτική είσοδο σε ένα νυχτερινό κλαμπ. Ο παρκαδόρος να παίρνει με υποκλίσεις την αστραφτερή μου μαύρη μερσεντές, ο πορτιέρης να κάνει επίσης υποκλίσεις, και να δημιουργεί χώρο για να περάσω, τα γκαρσόνια να με οδηγούν πρώτο τραπέζι πίστα.
Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα το παιδί από το ορφανοτροφείο έμπαινε πράγματι σε ένα κλαμπ που το έλεγαν “Χίλια Χείλια” ακριβώς με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο που το είχε δει στην κοινόχρηστη ντουζιέρα, γιατρέ μου. Με τη Μαρία τώρα· δεν ήταν η πρώτη φορά που χωρίζαμε. Μέσα στον ενάμισι χρόνο της σχέσης μας, είχαμε χωρίσει και βριστεί και τσακωθεί τουλάχιστον 6-7 φορές… με περιοδική συχνότητα ένα σκυλοβρισίδι πάνω στο δίμηνο… Αλληλοσκοτωνόμασταν· κι άλλο τόσο αγαπιόμασταν με πάθος και ορμή… είχαμε καταφέρει να σπάσουμε κάνα δυο κρεβάτια ξενοδοχείων μάλιστα! Χα χα! Αχ, βρε Μαράκι, φοβάμαι πως θα με αφήσεις κι εσύ. Τρέμω γιατρέ μου στην ιδέα πως θα μου συμβει κι αυτό, από τη στιγμή που το είδα.
Ο Χαράλαμπος έκανε επιτέλους μια στάση. Όλη αυτή την ώρα κουνούσα το κεφάλι μου συγκαταβατικά σε όσα μου έλεγε. Ένας Ψυχίατρος πρέπει να δίνει την εντύπωση πως έχει ακούσει όλες τις ιστορίες του κόσμου και τίποτα να μην θεωρεί παράξενο και πρωτόγνωρο. Σιγά μην με τρόμαζαν οι κλεφτές ματιές του Χαράλαμπου στο μέλλον. Πολύ περισσότερο που τον έβλεπα δωρεάν στη δομή του Κοινωνικού Ιατρείου.