Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου, ο Λάμπρος Γ. βρισκόταν στα Εξάρχεια. Όπως καταγγέλλει ο ίδιος και επιβεβαιώνει σειρά μαρτύρων (η υπόθεση έχει ήδη οδηγηθεί στη δικαιοσύνη), η διμοιρία των ΜΑΤ που επιχειρούσε στην περιοχή -για αδιευκρίνιστους ακόμα λόγους, καθώς δεν αντιμετωπίστηκε εκείνη τη μέρα οποιαδήποτε περίπτωση παραβατικότητας στη γειτονιά- τον σταμάτησε, του ζήτησε τα στοιχεία του και στη συνέχεια τον έβαλε σε μία άκρη. Εκεί τον έγδυσε και στη συνέχεια ένας άνδρας των ΜΑΤ τον παρενόχλησε σεξουαλικά λέγοντάς του: «Έτσι γαμ… οι χακί. Έχουμε χούντα. Από εδώ και μπρος έχει π… και ξύλο».
Ας ξεκινήσουμε από το βασικό: Σε οποιαδήποτε «κανονική χώρα της Ευρώπης» (μια που η «κανονικότητα» και ο «ευρωπαϊσμός» αποτελούν βασικά συνθήματα της κυβέρνησης των τελευταίων μηνών), ένα τέτοιο γεγονός θα είχε προκαλέσει αναστάτωση και ενδελεχή έρευνα στα σώματα ασφαλείας και εφόσον επιβεβαιωνόταν -όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση- θα οδηγούσε στην συμβολική έστω παραίτηση του αρμόδιου για την αστυνομία υπουργού. Κι αυτό ανεξάρτητα από την τύχη της υπόθεσης στις δικαστικές αίθουσες, δεδομένου ότι το αν θα προκύψει ή όχι ποινική ευθύνη από την αποδεικτική διαδικασία, καθόλου δεν αναιρεί την απώλεια ελέγχου της δράσης των αστυνομικών σε πολιτικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα αντίθετα, όχι απλά έχουμε τη συνήθη απόπειρα να επικρατήσει μαφιόζικη σιωπή για το ζήτημα, αλλά επιπλέον οι αστυνομικοί έμειναν τόσο ευχαριστημένοι από τη δράση τους ώστε αποφάσισαν να τη συνεχίσουν και να την εμπλουτίσουν 10 μέρες αργότερα, ανήμερα της επετείου της 17ης Νοέμβρη, τη μέρα ακριβώς που η κοινωνία τιμά την αντίσταση στον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία της εξουσίας και την εκτροπή από τη δημοκρατία στο όνομα της «τάξης».
Συλλήψεις στο σωρό, ξυλοδαρμοί περαστικών, ακόμα και δημοσιογράφων, βασανισμοί και εξευτελισμός των βιαίως προσαχθέντων και των συλληφθέντων, συμπεριλαμβάνονται στη δράση της αστυνομίας στην περιοχή των Εξαρχείων πριν και μετά τη διαδήλωση του Πολυτεχνείου, η οποία ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων 35 χρόνων και κατά τη διάρκειά της δεν άνοιξε ούτε μύτη. Τα γεγονότα αυτά δεν τα βεβαιώνουν μόνο οι ίδιοι οι συλληφθέντες, αλλά και δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στην περιοχή για το ρεπορτάζ, δικηγόροι που έσπευσαν στην περιοχή για να διαπιστώσουν την κατάσταση, ακόμα και η Διεθνής Αμνηστία.
Στη χώρα το τελευταίο διάστημα κυκλοφορεί μια επικίνδυνη ιδέα: Η ιδέα ότι υπέρτατο αγαθό της κοινωνίας είναι η τάξη. Αυτή είναι μια ιδέα την οποία υποστήριξαν με θέρμη φασιστικά καθεστώτα, από τον ναζισμό της Γερμανίας του μεσοπολέμου μέχρι την ελληνική χούντα, της οποίας νοσταλγούς συναντάμε τελευταία όχι μόνο στη Βουλή αλλά και μέσα στην κυβέρνηση. Ακόμα περισσότερο στα σώματα ασφαλείας, όπου φαίνεται ότι η τελευταία σοδειά παληκαράδων έχει θεριστεί από το χωράφι της Χρυσής Αυγής, που μόλυνε με την παρουσία της την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 10 χρόνια.
Στις δημοκρατίες αντίθετα, το πρώτιστο αγαθό είναι η ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών. Φαινόμενα βασανισμών και ξυλοδαρμού δεν είναι ανεκτά ούτε σε περιπτώσεις αντιμετώπισης της υψηλότερης παραβατικότητας, πόσο μάλλον που σε αυτή την περίπτωση παραμένει άγνωστο τι ακριβώς «κατέστειλε» η αστυνομία, δεδομένου ότι στα Εξάρχεια δεν συνέβαινε τίποτα.
Η παραπειστική συζήτηση που έχει ξεκινήσει σε σχέση με την «ανομία» (και όπως αποδεικνύεται δεν αφορά ούτε τη διαφθορά ούτε το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά μόνο την κοινωνική κίνηση), έχει τροφοδοτήσει την αστυνομία με την αίσθηση ότι μπορεί να δρα ως συμμορία του Αλ Καπόνε που αντιμετωπίζει τους αντιπάλους της.
Επικίνδυνη δεν είναι μόνο η ανορίωτη στάση της ΕΛΑΣ. Επικίνδυνοι είναι και όλοι αυτοί που με τη στάση τους και τα λόγια τους σχετικοποιούν αυτή τη δράση και επιχειρηματολογούν υπέρ ενός «καθεστώτος εξαίρεσης», το οποίο οι δημοκρατικές κοινωνίες έχουν αποβάλει. Ο πρωθυπουργός που θέλει να δηλώνει δημοκράτης και ευρωπαϊστής, ας το σκεφτεί αυτό, πριν βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιολογημένη αντίδραση ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών της κοινωνίας. Που στις δημοκρατίες, ευτυχώς, έχουν τελικά μεγαλύτερη δύναμη από την αστυνομία.