Κάπνιζε χωρίς να με κοιτάζει. Ένα από εκείνα τα σιγαρίλος· 10 στην τιμή των 1,60 ευρώ. «Τα προτιμώ από τα λαθραία, ξέρεις». Ήξερα πολλά, είναι αλήθεια: τη γεύση των λαθραίων τσιγάρων, των σιγαρίλων, των πούρων Αβάνας· του ζαχαροκάλαμου και του Καρντού· του αιδοίου σε διαδοχικές ηλικίες και διαφορετικών αποχρώσεων· τη γεύση που έχει ο θρίαμβος και το αντίθετό του. Συναγωνίζονταν να βρει την αντίθετη λέξη του θριάμβου· κι όσο δεν την έβρισκε κάπνιζε χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Γάμοι και συνεργασίες φτιάχνονται και διαλύονται συνεχώς γύρω μας. Μας απομένει ένα τσιγαράκι από κοινού κι ας μην είναι σοκολάτα. Ένα ποτήρι κρασί. Μισή κουβέντα.
Πέρασαν τα χρόνια και βρεθήκαμε με γκρίζους κροτάφους. Απορούσα πώς δεν είχαμε να πούμε τίποτα απολύτως· ενώ θα μπορούσαμε, κι είχαμε σίγουρα να πούμε τόσα πολλά. Τον άκουγα κοιτάζοντάς τον στα μάτια, κι ας έριχνε το βλέμμα του πάνω και μακριά από τον αριστερό μου ώμο να πλάθει τη δική του μυθιστορία: Ο άνθρωπος είναι το παραμύθι του· η τακτοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος· η υπεράσπιση της ματαιοδοξίας του ως το τέλος. Γι’ αυτό οι νεκροί φεύγουν στην πλειοψηφία τους με μια έκφραση αηδίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Η ματαιότης ενός προσωπείου που δεν έγινε αποδεκτό, τους κυνηγάει μέχρι την τελευταία τους πνοή. Έργα και ημέρες δεν μπορούν να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, όσο κι αν πάσχιζε να μου τα παρουσιάσει διαφορετικά τα τεκταινόμενα του βίου του: κάπνιζε χωρίς να με κοιτάζει.
Συνέχιζε να υπερασπίζεται τον εαυτό του, χωρίς να του το έχω ζητήσει. Συνέχιζε τον προσωπικό του μονόλογο, λες και δεν ήμουνα αυτήκοος μάρτυς των ανομιών και των φαιδρών περιστατικών της ζωής του. Λες κι εγώ έλειπα πάντα· όχι μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια. Η απουσία τελικά μετράει πιο πολύ και γίνεται βαριά για τους ανθρώπους που αφήσαμε πίσω μας. Η υποκειμενική μας απουσία φαίνεται είναι λιγότερο επώδυνη για μας τους ίδιους, αφόρητη για όσους αφήσαμε να την παλεύουν μόνοι τους.
Κάπνιζε χωρίς να με κοιτάζει: είχε την εντύπωση πως μου την είπε. Χα χα ναι, τον άφησα με την εντύπωση πως μου την είπε. Ένας Ψυχίατρος έχει το πρωταρχικό καθήκον να ακούει τους ασθενείς του. Αυτό με τα χρόνια εξελίσσεται άθελά του με τον τρόπο που ακούει τους φίλους του και τους συγγενείς του και τα οικεία του πρόσωπα. Ακούει μεν αλλά θεωρεί μεγαλύτερο στοιχείο την κλίση του βλέμματος για να βάλει διάγνωση: Η εστίαση του βλέμματος στη διάρκεια της κουβέντας πολλές φορές είναι πιο σημαντική και λέει περισσότερα από τις λέξεις τις ίδιες.
Τα φύλλα των δέντρων σάπιζαν στη Πλατεία Εξαρχείων. Ένα ελαφρύ αεράκι τα έκανε να θροΐζουν στις δέκα το πρωί. Δακτυλίδια καπνού τύλιξαν τον συνομιλητή μου -κι εμένα ευτυχώς- μες στους παράλληλους προσωπικούς μας μύθους.