«Η Παιδεία πρέπει να ξαναγίνει αυτό που ήταν πάντα» άκουσα τον Πρωθυπουργό να λέει στο συνέδριο της παράταξής του και μου θύμισε τον παππού μου που έλεγε «έτσι ήταν πάντα, γιατί να το αλλάξουμε;». Ο πρωθυπουργός συνέχισε με τη φράση «η δημόσια Παιδεία ήταν το βασικό μονοπάτι κοινωνικής ανόδου» και τότε έγινε κατανοητό ότι αναφερόταν στο δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης, όπως εξάλλου διαφάνηκε κι από την έκθεση των σχεδίων του για τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: πρέπει η παιδεία/εκπαίδευση να ξαναγίνει αυτό που ήταν πάντα;
Ας δούμε λοιπόν τι «ήταν πάντα» η εκπαίδευση. Οι πρώτοι θεωρητικοί της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, Durkheim (1858 –1917) Marx, (1818-1883) Weber (1864 –1920) παρά τις επιμέρους διαφορές τους, επισημαίνουν ότι το σχολείο αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες και συμφωνούν στην επιτυχία των κοινωνικοποιητικών και νομιμοποιητικών λειτουργιών της εκπαίδευσης.
Ο Pierre Bourdieu συνθέτοντας τις παραπάνω θεωρίες προχωρά πέρα από την απλή διαπίστωση της ανισότητας ή την καταγγελία της και την ερμηνεία που λέει ότι η ανισότητα οφείλεται στον καπιταλισμό (Φραγκουδάκη,1985,σ.163) και εστιάζει στις «πολιτιστικές» διαδικασίες για την διατήρηση των υπαρχουσών κοινωνικο-οικονομικών δομών. Είναι γνωστό εξάλλου πως η εκπαίδευση δεν είναι ανεξάρτητη από την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική δομή.
Το νέο που εισάγει ο Bourdieu αφορά την αξιολόγηση των μαθητών και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρισθούν ορισμένοι ως «άριστοι» και άλλοι ως «αδύνατοι». Το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα εφαρμόζοντας πολιτικές ίσων ευκαιριών σε άνισους μαθητές. Θεωρεί ότι όλοι οι μαθητές κατέχουν το ίδιο «μορφωτικό κεφάλαιο» κάτι που δεν είναι αλήθεια. Τυπικό παράδειγμα η γλώσσα ως βασικό στοιχείο του «μορφωτικού κεφαλαίου». Το σχολείο νομιμοποιεί και αξιολογεί μια συγκεκριμένη μορφή της την οποία o Bernstein αποκαλεί «επεξεργασμένο κώδικα». Η άνεση όχι μόνο στην σύνταξη αλλά και στην άρθρωση της γλώσσας στοιχειοθετεί έναν ασφαλή δείκτη κοινωνικής αναγνώρισης. Αυτό δημιουργεί ταξικό πλεονέκτημα σε ένα διαφοροποιημένο και διαστρωματοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα και είναι σαφέστατα οι μαθητές των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων δεν διαθέτουν αυτόν τον «κώδικα».
Τελευταία μάλιστα γίναμε μάρτυρες της υποτιμητικής κριτικής από μερίδα των ΜΜΕ απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, εξαιτίας της μη καλής σύνταξης και προφοράς- όχι της μητρικής- αλλά της Αγγλικής γλώσσας! Με λίγα λόγια, το «μορφωτικό κεφάλαιο» της εποχής μας απαιτεί εκτός από την χρήση της επεξεργασμένης μητρικής γλώσσας και την επεξεργασμένη Αγγλική, την οποία για ν’ αποκτήσει κανείς θα πρέπει να φοιτήσει στο εξωτερικό ή σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εφόσον βέβαια διαθέτει την απαραίτητη οικονομική ευχέρεια ή κοινωνική ευμάρεια που θα του επιτρέψουν την πρόσβαση…
Είναι γεγονός ότι η διαιώνιση των ανισοτήτων και των προνομίων μέσα από την εκπαίδευση είναι ένα ζήτημα που απασχολεί την κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, έρευνες αποκαλύπτουν διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στα προνομιούχα και μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (Duru-Bellat, 2002).
Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς. Εκπαίδευση σημαίνει αλλαγή. Είναι οξύμωρο να θέλουμε την εκπαίδευση «να ξαναγίνει αυτό που ήταν». Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε τόσο τοπικά όσο και παγκόσμια απαιτούν εκτός από γνώσεις και δεξιότητες , ανθρώπους με ανεπτυγμένη κριτική σκέψη τέτοια που, όπως λέει ο Φρέιρε, δεν θα αναπαράγει απλά το σήμερα, αλλά θα έρχεται σε ρήξη με την φαινομενική ουδετερότητα των γεγονότων και το αναπόφευκτο της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων. Μια κριτική στάση που θα υπερβαίνει τα περιοριστικά όρια της άμεσης εμπειρίας, που θα βλέπει πίσω από λέξεις και γεγονότα και θα επιδιώκει ένα διάλογο με την ιστορία.
Η εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη. Δεν μπορεί όμως ν’ αναπαράγει και να επαναλαμβάνεται σε μια κοινωνία που αλλάζει άρδην. Οφείλει να πρωτοπορεί. Οφείλει να καθοδηγεί τους νέους και όχι μόνο, να καταλάβουν τον ευρύτερο κόσμο και τον ρόλο τους μέσα σ’ αυτόν.
Για τον Φρέιρε η εκπαίδευση και η ελπίδα είναι οι όροι της πολιτικής πράξης και κοινωνικής αλλαγής. Υποστήριζε ότι οι παιδαγωγοί πρέπει να αναπτύξουν αυτές τις παιδαγωγικές πρακτικές που προωθούν «την προσπάθεια να κρατηθούν ανοικτές οι ανεξάντλητες και πάντα ανεκπλήρωτες δυνατότητες του ανθρώπου, να καμφθούν όλες οι προσπάθειες απώθησης κι αποκλεισμού της περαιτέρω ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνατοτήτων, ωθώντας την κοινωνία να συνεχίσει να αμφισβητεί τον εαυτό της, παρεμποδίζοντας τον τερματισμό ή το τέλος αυτής της αμφισβήτησης».
Κι αν κάποιος θεωρεί τον Φρέιρε ιδιαίτερα αντικομφορμιστή υπάρχει το κείμενο της «Διακήρυξης του Παρισιού» (ec.europa.eu) το οποίο έχει ως επίκεντρο την προώθηση της πολιτότητας και των κοινών αξιών της ελευθερίας, της ανεκτικότητας και της μη διάκρισης μέσω της εκπαίδευσης. Σε αυτό αποτυπώνεται η συμφωνία των κρατών μελών ότι η εκπαίδευση διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση του αμοιβαίου σεβασμού, της κατανόησης και ανεκτικότητας, καθώς και στη μείωση του αισθήματος της αδικίας στην κοινωνία.
Και θαρρώ ότι θα συμφωνήσουμε πως είναι αδικία η αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας με ντετερμινιστικούς όρους.
Κλείνω ένα θέμα που δεν τελειώνει ποτέ με τα λόγια του Dewey που δήλωνε ότι κάθε γενιά θα πρέπει να επαναπροσδιορίζει τη δημοκρατία, και η εκπαίδευση θα πρέπει να παραμένει στο επίκεντρο των δημοκρατιών μας, με τους εκπαιδευτικούς να διασφαλίζουν ότι το «νεογνό» θα επιζήσει.
ΥΓ. Οφείλουμε να ομολογήσουμε, ωστόσο, ότι η νυχτερινή άσκηση των συνέδρων ήταν κατά κάποιο τρόπο εφαρμογή των περί αγωγής θεωριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για ψυχοσωματική, πολιτική και ανθρωπιστική καλλιέργεια… αν και αμφισβητείται η συμβολή των νυχτερινών διαδρομών στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.