Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Πριν από μερικές μέρες, όταν μου ζητήθηκε από τον αγαπητό φίλο Νίκο Βατόπουλο, να πω δυο λόγια, μαζί με τον κ. Παπαθεοδώρου, για το νέο του βιβλίο ένιωσα αμήχανα. Αμήχανα γιατί μου ζητήθηκε από έναν καταξιωμένο δημοσιογράφο να παρουσιάσω τη Λάρισα. Τη δική μου Λάρισα. Άραγε, τι επιπλέον θα είχα να προσθέσω σε όσα έχει περιγράψει στα κείμενα του ο κ. Παπαθεοδώρου ή έχουν αναφερθεί στο παρελθόν, τόσοι και τόσοι δημοσιογράφοι;
Έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια καταγραφής, όλων όσων έχουν ειπωθεί για την πόλη μας.
Γιατί εκτός από τη Λάρισα του πολιτισμού, τη Λάρισα του Ιπποκράτη, του Αργυροδίνη Πηνειού, τη Λάρισα των Μουσείων, του «Θεσσαλικού Θεάτρου», την πόλη του καφέ, της βασίλισσας ΑΕΛ, με το θρυλικό «ΑΛΚΑΖΑΡ» και το γειτονικό πάρκο, που φιλοξενούσε για δεκαετίες την Ετήσια Εμποροπανήγυρη, την πόλη του θεσσαλικού κάμπου, με την ατελείωτη καλοκαιρινή ζέστη και την έντονη υγρασία όπως την περιέγραψε ο Καραγάτσης στο Συνταγματάρχη Λιάπκιν και στο Μπουρίνι, υπάρχει και η άλλη Λάρισα. Η Λάρισα που απαθανάτισαν με τον φωτογραφικό τους φακό τόσοι φωτογράφοι από τα τέλη του 19ουαιώνα. Υπάρχει η Λάρισα, που σκιαγράφησαν με τα κείμενα τους ο Κώστας Περραιβός, ο Δαμιανός Βουλγαράκης, ο Γιώργος Ζιαζιάς, ο Βάσος Καλογιάννης και συστηματικά τα τελευταία χρόνια ο κ. Παπαθεοδώρου. Είναι η Λάρισα του χθες που ξεκινά από την τουρκόπολη, που προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881 και φτάνει έως το σήμερα, το μεγάλο αστικό κέντρο που όλοι γνωρίζουμε.

Η δική μου Λάρισα, είναι όλα αυτά και κάτι ακόμη. Είναι μια αναζήτηση του παρελθόντος στο σήμερα, μέσα από περιηγήσεις στην πόλη, συγχρόνως κι ένα ταξίδι με οδηγό τις παιδικές μου αναμνήσεις. Με βοηθηθούν να εντοπίσω όλα εκείνα τα σημεία, τα κτίρια και τους ανθρώπους που έχουν κάτι να μου αφηγηθούν. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτεις μια άλλη πλευρά της πόλης.
Για να μπορέσεις να το πετύχεις, θα πρέπει να γίνεις περιπατητής και συγχρόνως παρατηρητής. Τις περισσότερες φορές να απομακρυνθείς από τους κεντρικούς δρόμους, που συνήθως σου δίνουν επαναλαμβανόμενες εικόνες καθημερινότητας, και να περιηγηθείς στα στενά σοκάκια του κέντρου ή των συνοικιών. Κι αυτό κάνει ο Νίκος Βατόπουλος χρόνια τώρα. Αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια σε οποιαδήποτε πόλη βρεθεί, μικρή ή μεγάλη.
Αυτό έκανε και στη Λάρισα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του, όσο περισσότερο εξερευνούσε την πόλη, είτε περπατώντας, είτε μιλώντας με Λαρισαίους που κατά διαστήματα γνώριζε, τόσο περισσότερο ήθελε να μάθει, και να ακούσει για την ιστορία της.
Όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στη Λάρισα, δεν μπορεί να προσεγγίσει το σήμερα αν δεν κάνει μια σύντομη αναφορά στο παρελθόν της. Η Λάρισα είναι μια πόλη, που μετρά 138 χρόνια ελευθερίας από τον Τουρκικό ζυγό, μια πόλη που δεν υπήρξε ποτέ χωριό, αλλά σημαντικό διοικητικό, εμπορικό και αστικό κέντρο, ακόμη και στην περίοδο της μακρόχρονης Τουρκικής σκλαβιάς. Μια πόλη που τα τελευταία 200 χρόνια γνώρισε τόσους πολέμους, αναταραχές, διαφορετικούς πληθυσμούς και τόσες μεταβολές.

Ποιος θυμάται άραγε, ότι για 3 δεκαετίες μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα, στη Μελούνα, βρισκόταν τα βόρεια σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία. Ότι σημαδεύτηκε έντονα από βομβαρδισμούς, όπως του Δεκεμβρίου του 1940 και του Μαρτίου του 1941, την επόμενη ακριβώς ημέρα από τον καταστροφικό σεισμό των 6,3 ρίχτερ της 1ης Μαρτίου, αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς, ενώ ο σεισμός της 1ης Μαρτίου άφησε κι αυτός ανεξίτηλα τα σημάδια του στην πόλη. Μια κατεστραμμένη πόλη, βρήκαν οι πελαργοί, μόνιμοι επισκέπτες της Λάρισας την Άνοιξη του 1941. Ίδια εικόνα αντίκρισαν και αποτύπωσαν φωτογραφικά οι Γερμανοί κατακτητές, κατά την είσοδο τους στην άδεια πόλη την Μεγ. Παρασκευή. Χαλάσματα παντού, ερείπια, εκεί που μέχρι πριν λίγες βδομάδες έστεκαν σπίτια, ξενοδοχεία, καταστήματα, όπως και ελάχιστους κατοίκους, που αμήχανα παρατηρούσαν τον πολυάριθμο στρατό, με τα θηριώδη τανκς να κατακτούν μια έρημη πόλη.

Μεταβολές, άλλοτε βίαιες και άλλοτε ηθελημένες, μέσω της αντιπαροχής που ακολούθησε τη δεκαετία του ’60 και μετά, συνετέλεσαν στην αλλαγή της εικόνας της, και την μετεξέλιξή της στην μορφή που έχει η πόλη μας τα τελευταία χρόνια.
Όπως όλες οι πόλεις, η ζωντάνια της Λάρισας βρίσκεται στις μεγάλες πλατείες του κέντρου, την κεντρική πλατεία, την πλατεία Ταχυδρομείου και την πλατεία Λαού, με τους συνδετήριους δρόμους να κάνουν πιο εύκολη την μετάβαση σ΄αυτές. Πλατείες και δρόμους που δεν έχουν κρατήσει κανένα ίχνος του παρελθόντος, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Μεγάλα κτήρια, πολύβουα καφέ, πολλά εμπορικά καταστήματα. Και ενδιάμεσα από όλα αυτά, πρέπει να ψάξεις πίσω από φτιασιδωμένες προσόψεις και εντυπωσιακές ταμπέλες, τα ψήγματα εκείνα του παρελθόντος, που θα σου δώσουν την ευκαιρία να δεις, πως ήταν η παλιά Λάρισα. Να διακρίνεις τις πετρόκτιστες καμάρες στο παλιό σουβλατζίδικο CORTINA της Μεγ. Αλεξάνδρου ή τον περίτεχνα αρμολογημένο τούβλινο τοίχο σε μεζεδοπωλείο στον πεζόδρομο της Ανδρούτσου, στα «Παλιατζίδικα» ή για την ακρίβεια στα παλιά «Καζαντζίδικα» της πόλης.
Αρκεί να περιηγηθείς στην οδό Βενιζέλου, ή την Ολύμπου, απέναντι από την παλιά Δημοτική Αγορά, για να ανακαλύψεις, ότι διατηρούνται αρκετά από τα καταστήματα, που είχε απαθανατήσει στις αρχές του 20ου αιώνα με την φωτογραφική του μηχανή ο Στέφανος Στουρνάρας από τον μιναρέ του Γενί τζαμί. Αλήθεια πόσο διαφορετική θα ήταν η όψη της πλατείας Λαού ή Μπλάνα, όπως συνηθίζουμε να την αναφέρουμε σήμερα, αν την είχε διατηρήσει και αναπλάσει ο αείμνηστος δήμαρχος Αγαμέμνων Μπλάνας, αντί να την κατεδαφίσει;
Είναι η Λάρισα των παιδικών μας χρόνων, των εικόνων που ανακαλύπτουμε κάθε φορά που ξεφυλλίζουμε ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ. Γιατί όλοι μας έχουμε μία τουλάχιστον φωτογραφία από παρέλαση στην οδό Κύπρου, ή στην Χριστουγεννιάτικη φάντη, που είχε ως φόντο κάποιο κτίριο που ενδεχομένως σήμερα να μην υπάρχει ή να έχει αλλάξει χρήση και όψη.
Μπορεί να μας λείπει το παλιό ρολόι, αλλά αποκαλύφθηκε το Αρχαίο Θέατρο! Γλυκιά ανάμνηση των παιδικών χρόνων μου, η επίσκεψη με τον παππού μου στο εσωτερικό του παλιού ρολογιού, και το ανέβασμα από τη στενή σκάλα μέχρι επάνω, για να δούμε τη θέα. Απέναντι του σε λίγο καιρό, το Μπεζεστένι, θα αρχίσει σιγά-σιγά να ζωντανεύει, αποκτώντας τη δική του παρουσία, αλλά πάντα θα είναι αποτυπωμένη στο μυαλό μας η φωτογραφία του Τλούπα με τους μπαξεβάνηδες και τους αγγειοπλάστες να έχουν απλωμένη την πραμάτεια τους στο χώρο που εκτείνεται μπροστά του. Από έναν αγγειοπλάστη της «Τετάρτης», απέκτησα κι εγώ μικρός ένα πήλινο λαγήνι, που ο ήχος που έβγαζε, όταν το γέμιζες με νερό έμοιαζε με πουλιού. Μαγική εμπειρία για ένα 5χρονο τότε.

Ψήγματα του παρελθόντος μπορείς να βρεις ακόμη και στην πολύβουη οδό Ανθ. Γαζή, όπου διασώζεται ένας από τους ελάχιστους παλιούς μεταλλικούς στύλους ηλεκτροφωτισμού του ΟΥΗΛ, μπροστά από το 4οΔημοτικό σχολείο. Το παλιό κτίριο του Α’ Γυμνασίου Αρρένων της δεκαετίας του 1930, με την αντίστοιχης ηλικίας μεταλλική περίφραξη, ενώ ένα τετράγωνο πιο κάτω βρίσκεται ξεχασμένο το μαρμάρινο πρόπλασμα του Ρήγα Φεραίου, που άφησε πίσω του ο Μίμης Γεντέκος φεύγοντας από τον χώρο που του είχε παραχωρηθεί ως εργαστήριο στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, για να κτιστεί το Γυμνάσιο Θηλέων.

Αν βγεις λίγο πιο έξω από το κέντρο, στην περιοχή του ΟΣΕ, θα δεις το μακροβιότερο σε λειτουργία ξενοδοχείο της Λάρισας, το ΔΙΕΘΝΕΣ, που λειτουργεί ανελλιπώς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ενώ, νότια από το νέο σιδηροδρομικό σταθμό, βρίσκεται το ερειπωμένο κτίριο του Θεσσαλικού, και του παλιού Τελωνείου, με ότι έχει απομείνει από την παλιά σιδηροτροχιά.

Ένα σημείο του αστικού πολιτισμού είναι οι κατοικίες και τα κτίρια, που αναπτύχθηκαν στον ιστό της πόλης. Ανάλογα με την συνοικία και το κοινωνικό status του ιδιοκτήτη έχουν και διαφορετική μορφή. Όπως το διατηρητέο οθωμανικό κτίσμα της οδού Σεφέρη, γνωστό ως οικία Γερολυμάτου, το μέγαρο Αλεξάνδρου, την κατοικία του Τριπουλά, την κλινική Κατσίγρα, έως το επιβλητικό διώροφο Οικονόμου-Φαληρέα στην οδό Μανωλάκη. Προπολεμικές κατοικίες μπορείς να βρεις διάσπαρτες παντού μέσα στην πόλη, αρκεί να ψάξεις.

Στην περιοχή της 31η Αυγούστου θα εκπλαγούμε από τα κτίσματα που θα δούμε, με σημείο αναφοράς τα δίδυμα σπίτια που πάντα κάτι έχουν να μας αφηγηθούν από το παρελθόν τους, την οικία Ριζόπουλου ή το περίτεχνο τούβλινο σπίτι της οδού Σολωμού με Δροσίνη, με την ξύλινη κόκκινη εξώπορτα που εντόπισε και κατέγραψε στο βιβλίο του ο Νίκος Βατόπουλος.

«Το μέλλον της Λάρισας τρέχει ήδη… οι σκιές μακραίνουν» όπως αναφέρει και ο συγγραφέας.
Κι έμειναν μόνο οι αναμνήσεις, από νεοκλασικά με υπέρθυρα και περίτεχνες εξώπορτες, από παλιές αυλές με κληματαριές, να κοσμούν οικογενειακά άλμπουμ, λευκώματα, βιβλία, και υποσυνείδητα να προβάλουν μπροστά μου όταν βρεθώ στο αντίστοιχο σημείο. Αυτό είναι το δικό μου ταξίδι στη Λάρισα.