«Σαγαπώ» είναι μια λέξη που λέμε όταν κλείνουμε το τηλέφωνο. Τη λέμε χωρίς στόμφο, με ουδέτερο μάλλον ύφος και χωρίς καμία δέσμευση. Υπονοούμε όμως κάτι πολύ απλό: περιμένουμε να ακούσουμε από την άλλη πλευρά ακριβώς την ίδια λέξη «σαγαπώ», σαν αντίλαλο, σαν ηχώ από ένα άλλο στόμα. Μια ψευδαίσθηση του ακουστικού στην τηλεφωνική μας συσκευή. Μια λέξη δίχως δέσμευση, που δεν σε υποχρεώνει σε τίποτα. Απλά χαϊδεύει το αυτί σου. Κάτι σαν ξόρκι για να πάει καλά η μέρα σου, να κυλήσει όμορφα το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Να πάει καλά το υπερατλαντικό σου ταξίδι.
Η Αγορίτσα παρευρίσκονταν με τον άντρα της στο χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης. Όπως συμβαίνει πάντα μόλις μαθευτεί η ειδικότητά μου, όλοι θέλουν να με ρωτήσουν και κάτι. Μια απορία την έχουν όλοι, από το απλό «είμαι καλά, γιατρέ μου;» ως τα πιο δύσκολα και βαριά. Ο λόγος είναι πλάγιος και παραπλανητικός. Συνήθως σε παρόμοιες κοινωνικές συναθροίσεις αυτός που ρωτάει για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο: μια φίλη, έναν γείτονα για τους οποίους ενδιαφέρεται και θέλει να βοηθήσει. Ποτέ δεν ρωτάει για τον ίδιο. Η Αγορίτσα όμως, μπήκε κατευθείαν στο θέμα μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο: «δεν μ’ αρέσει ν’ ακούω το σαγαπώ, γιατρέ μου. Δεν θέλω ούτε να το λέω, κι όταν το ακούω να το λένε τα ζευγάρια μεταξύ τους εκνευρίζομαι και θυμώνω».
Ήμασταν τέσσερα ζευγάρια χρονίων παντρεμένων στο ρεβεγιόν κι όλοι πάνω κάτω δεν θέλαμε να ακούσουμε το σαγαπώ, ούτε να το λέμε μεταξύ μας. Αναγκάστηκα λοιπόν να σηκωθώ από την αναπαυτική μου πολυθρόνα και να απευθύνω το λογίδριό μου δυνατά και καθαρά. «Πρόσφατα στην πτήση Ράιαν-ερ από Θεσσαλονίκη για Ρώμη Τσιαμπίνο, έτυχε να κάθομαι ακριβώς πίσω από μια τεράστια ξύλινη φουρκέτα. Η φουρκέτα προεξείχε από την μπροστινή μου θέση και είχε αιχμαλωτίσει το βλέμμα μου καθ΄όλη τη διάρκεια της πτήσης. Καθώς η κεφαλή της κυρίας μπροστά μου κουνιόταν συνέχεια, παρακολουθούσα με αυξανόμενη ανησυχία τον κύριο που τη συνόδευε, κι απέφευγε με μαεστρία τις συνεχείς επιθετικές κινήσεις της φουρκέτας στο πρόσωπό του. Από αυτή την ξιφομαχία συμπέρανα πως ήταν παντρεμένοι επί σειρά ετών. Ο σύζυγος λοιπόν, έσκυβε προς το μέρος της, διάβαζαν μαζί τον τουριστικό οδηγό της αιώνιας πόλης και σημείωναν τα αξιοθέατα που τους κέντριζαν το ενδιαφέρον, αποφεύγοντας ταυτοχρόνως να τον κτυπήσει η φουρκέτα στα μάτια και το πρόσωπο, με μοναδική επιτυχία, παραμένοντας αλώβητος».
Κάθισα πάλι στην πολυθρόνα μου, βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Δεν πρόλαβα να πιώ μια γουλιά ουίσκι από το ποτήρι μου και όλοι μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά χωρίς να δίνουν σημασία ο ένας στον άλλον. Επτά μονόλογοι σε πλήρη εξέλιξη ήρθαν να σχηματίσουν την εορταστική βαβούρα του ρεβεγιόν. Ήμουν σίγουρος πως όποιος μας άκουγε από έξω, ο μοναχικός διαβάτης της Άγιας Νύχτας, θα έμενε με την εντύπωση της χαράς και της ευωχίας και θα μακάριζε τους τυχερούς που αγαπιούνται και γιορτάζουν με φωνές και τραγούδια εν πλήρη ευθυμία.