Ο Τίμος όταν τον γνώρισα, μου θύμισε κάποιον ήρωα του Μίλαν Κούντερα. Είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική του ΑΠΘ και είχε επιστρέψει στο πατρικό του στη Νέα Σμύρνη. Κλείστηκε στο σπίτι του κι αρνιόταν πεισματικά να δει τους παιδικούς του φίλους, να βγει έστω και μια βόλτα στο Άλσος που τόσο αγαπούσε. Δεν έβγαζε καν βόλτα τον σκύλο του που τον περίμενε στωικά να γυρίσει πέντε ολόκληρα χρόνια. Όταν με κάλεσε η μάνα του να τον επισκεφτώ κατ’ οίκον, τον βρήκα να κρατάει μια γομολάστιχα στο χέρι και να σβήνει κάθε τι που ενοχλούσε την αισθητική του. Εδώ έναν κάδο απορριμμάτων, εκεί μια αγενή φάτσα, παραπέρα ένα αυτοκίνητο που έχει διπλοπαρκάρει, κι ακόμα ένα ολόκληρο κτήριο που με την ασχήμια του αποτελεί γροθιά στο στομάχι για κάθε περαστικό. Αναλογιστείτε πόσες φορές δεν κάνατε κι εσείς την ίδια σκέψη: πόσες φορές δεν μπήκατε στον πειρασμό να αποκτήσετε κι εσείς αυτή τη μαγική γομολάστιχα, για να σβήσετε μια και καλή ότι σας ενοχλεί στον καθημερινό σας περίπατο: πρόσωπα, μέρη, διαδρομές κι ολόκληρες πόλεις.
Ο Τίμος με τη γομολάστιχα στο χέρι έσβησε και την πολυκατοικία όπου έμενε και το διαμέρισμα των γονιών του και κράτησε μόνο το προσωπικό του δωμάτιο. Εκεί τον συνάντησα μέσα στο παιδικό του δωμάτιο γεμάτο από αφίσες ράπερ και κόμιξ και πόκεμον να ξεμυτούν από κάθε άκρη. Πριν προλάβω να του μιλήσω ο Τίμος με υποδέχτηκε με τα εξής λόγια: «Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα λίγο πολύ γιατρέ μου, μεταθέτοντας, δανειζόμενοι, κλέβοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Αν όμως κάποιος με πατήσει στον κάλο, είμαι εγώ μόνο που νιώθω τον πόνο. Το θεμέλιο του εγώ δεν είναι η σκέψη, αλλά ο πόνος, το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων…»
Συμφώνησα μαζί του πως ο πόνος αποτελεί το φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας, από τη στιγμή που η γνώση είναι ζήτημα ενός κλικ, πλέον. Δεν υπάρχουν αμόρφωτοι στην εποχή μας: αρκεί να μπεις στο γκουγκλ και να ρωτήσεις. Τέρμα πια, οι ατέρμονες συζητήσεις και οι καυγάδες για την πρωτεύουσα Κουάλα Λουμπούρ, το έργο του δείνα ή του τάδε συγγραφέα, το κινηματογραφικό καστ μιας ευρωπαϊκής ταινίας, και για το πώς γίνονται τα κολοκυθάκια. Αν έχεις όμως πονόδοντο, δεν μπορείς ούτε το πισί σου ν’ ανοίξεις. Ο πόνος σε κρατάει έξω από την πληροφόρηση και με πονοκέφαλο ούτε τις ειδήσεις της ημέρας δεν μπορείς ν’ ακούσεις, καθώς κάθε ήχος σε τρυπάει τα μηνίγγια κι ακόμα και το φως της ημέρας θέλεις να το αποφύγεις κατεβάζοντας ρολά και κουρτίνες. Του συστήθηκα λοιπόν πως τον δικό του πόνο ήρθα να ακούσω και ει δυνατόν να γιάνω.
«…Πώς να ζήσει κανείς σ’ έναν κόσμο με τον οποίο δεν συμφωνεί; Πώς να ζήσει με τους ανθρώπους, όταν δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ούτε τα βάσανα ούτε τις χαρές τους; Όταν δεν ξέρεις να είσαι ένας απ’ αυτούς;…» Μπορεί να τους σβήνει με την τερατώδη γομολάστιχα του φέισμπουκ, καθώς η δυσανεξία μας είναι ζήτημα ενός κλικ μονάχα: όλοι μας είμαστε σε απόσταση ενός κλικ από την ανυπαρξία. Σβήνουμε το πρόσωπο του άλλου. Μαζί σβήνουμε τις απόψεις του και το έργο του (αν βέβαια, διαθέτει έργο) απλώς επειδή η παρουσία του είναι ενοχλητική».
“Μετά το θάνατό μας, ποιον τρόπο ύπαρξης έχει προγραμματίσει ο υπολογιστής για τους εαυτούς μας;” Ήταν η τελευταία απορία του Τίμου κι εγώ φεύγοντας παραδέχτηκα πως για όλους εμάς τους σβήνοντες και τους σβησμένους παραμένει ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ακόμη. Πως θα ενυπάρχουμε εν αθανασία ανύπαρκτοι;