Η συγγραφή ενός λεξικού Ρομά από μια εκπαιδευτικό που δουλεύει με μαθητές της συγκεκριμένης κοινότητας, πέρα από την συγγραφική και επιστημονική διάσταση έχει και μια ακόμη, την παιδαγωγική διάστασή του, ιδιαίτερα στο σημερινό πολυγλωσσικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στα σχολεία και στην κοινωνία.
Βασική προϋπόθεση οποιασδήποτε παιδαγωγικής προσπάθειας είναι ο σεβασμός προς το παιδί, την οικογενειακή ιστορία, την προσωπική διαδρομή και το «μορφωτικό κεφάλαιο» που φέρνει μαζί του. Αυτό επιτρέπει στην συνέχεια, την ανεύρεση των κατάλληλων τεχνικών διδασκαλίας και την προσαρμογή τους στα συγκεκριμένα παιδιά.
Παιδαγωγικές εμπειρίες δείχνουν ότι προσπάθειες που λαμβάνουν υπόψη τους τη μητρική γλώσσα των παιδιών ως κάτι το αξιοσέβαστο και, συγχρόνως, τη γλωσσική διαφορά και ποικιλία ως αξία για όλους τους μαθητές, μπορούν να αποδώσουν εκπαιδευτικά για τα αλλόγλωσσα παιδιά και στο επίπεδο κατάκτησης της επίσημης γλώσσας. Συγχρόνως μπορούμε να φανταστούμε ότι μια τέτοια στάση διευρύνει τον ορίζοντα γλωσσομάθειας και για το σύνολο των μαθητών, σε έναν κόσμο πολυπολιτισμού και πολυγλωσσίας. Όταν λέμε μητρική γλώσσα, αφορά κάθε ξένη γλώσσα αλλά ακόμη και την ανεπεξέργαστη ιδιωματική ή διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιούν διάφορες ομάδες, κυρίως στην επαρχία.
Ο σεβασμός της γλωσσικής πολυμορφίας αποτελεί θεμελιώδη αξία της ΕΕ, όπως ακριβώς και ο σεβασμός της προσωπικότητας και η ανοικτή στάση προς άλλους πολιτισμούς. Το στοιχείο αυτό ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο κάνει αναφορά στην έμπνευση «από την πολιτιστική, τη θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης» και στην επιβεβαίωση της προσήλωσης «στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η μητρική γλώσσα είναι η πρώτη ομιλούσα αγκαλιά που υποδέχεται το παιδί στον κόσμο. Είναι αυτή που το νανουρίζει και το λικνίζει αμέσως μετά τη γέννησή του, αλλά και πριν από αυτή -το παιδί ακούει και διακρίνει τη φωνή της μητέρας του ήδη από τον έκτο μήνα της κύησης. Είναι σαν ένα βάπτισμα σε μια θάλασσα λέξεων και συναισθημάτων μέσα στην οποία το παιδί όχι μόνο εμβαπτίζεται αλλά και συμμετέχει ενεργά πολύ πριν το ίδιο κατακτήσει τη γλώσσα. Το παιδί δια της γλώσσας αλληλεπιδρά σωματικά και ψυχολογικά με την ιστορία του και την καταγωγή του και οικοδομεί την προσωπική του ταυτότητα. Η μητρική γλώσσα είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η κατάκτηση της γνώσης καθώς το τρίπτυχο «γλώσσα – νόηση – κόσμος» εδράζεται σε αυτή και η ποιότητα της γλώσσας οδηγεί σε ποιότητα σκέψης και σε ποιότητα αντίληψης τού κόσμου.
Οι μαθητές που εισέρχονται σ’ ένα γλωσσικό περιβάλλον διαφορετικό από το μητρικό τους στην ουσία βιώνουν μια γλωσσική μετανάστευση, μια γλωσσική ξενιτιά. Όταν τα λόγια της μητέρας και του πατέρα κάνουν το ξένο δικό, μετατρέπουν το ανοίκειο σε οικείο, μεταμορφώνουν το ανησυχητικό εξωτερικό περιβάλλον, αλλά και τον εσωτερικό συναισθηματικό κόσμο του μικρού παιδιού σε κάτι το καθησυχαστικό και ασφαλές.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές ας αναλογιστούμε την αναστάτωση του κόσμου των παιδιών όταν αυτά εισέρχονται σ’ ένα διαφορετικό γλωσσικό περιβάλλον όπως το σχολικό στο οποίο μιλιέται η επίσημη επεξεργασμένη γλώσσα. Πώς νιώθει όταν σε αυτές τις συνθήκες η γλώσσα του (και φυσικά η προέλευσή του, ο τόπος καταγωγής του, η ταυτότητα του) είναι λίγο έως πολύ υποτιμημένες; Με άλλα λόγια, τι συμβαίνει σε καταστάσεις όπου η μητρική γλώσσα έρχεται σε σύγκρουση με την επίσημη γλώσσα.
Το παιδί αισθάνεται ακύρωση του κόσμου του κι αν ακυρωθεί ο κόσμος του, η οικογενειακή ασφάλεια που συνιστά τα θεμέλιά του, τότε πώς να θα οικοδομήσει κανείς πάνω σε αυτό;
Σεβασμός στην μητρική γλώσσα, σημαίνει σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού, την βασικότερη παιδαγωγική αρχή. Υπ αυτή την έννοια κάθε προσπάθεια συγγραφής ενός αλλόγλωσσου λεξικού από εκπαιδευτικούς, είναι ένας έμπρακτος σεβασμό στους μαθητές και στην ιδιότητα του/της παιδαγωγού.
Υ.Γ Από την παρουσίαση του βιβλίου της κ. Χρύσας Καραμανέ, «Γλωσσάρι, της καθομιλουμένης γλώσσας των Ρομά (Ρουντάρηδων)»