Γιατροί και νοσοκόμες είχαν άλλη μια ευκαιρία να εκδηλώσουν τα αμοιβαία τους αισθήματα σε μια επίσημη διαδήλωση. Οι συνελεύσεις, οι μαζικές εκδηλώσεις κι ακόμα καλύτερα οι διαδηλώσεις, αποτελούν ως γνωστόν το βήμα της αναγνώρισης. Μπορεί να μην έχουν το κύρος του άμβωνα, αλλά χρόνια τώρα στην μικροκοινωνία του Δαφνιού ήταν ο επίσημος και αδιαμφισβήτητος χώρος όπου οι παράνομοι δεσμοί και οι σχέσεις τρυφερότητας ελάμβαναν το χρίσμα της νομιμότητας. Τα ζευγαράκια κοινωνούσαν το πάθος τους και απολάμβαναν της κοινής αποδοχής μέσα από τις σιωπηλές ευχές του παρευρισκόμενου πλήθους.
Το πλήθος ήταν αληθινά “πολυπληθές” εκείνο το φθινόπωρο του 1986, σε μια από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις που γνώρισε το συνδικαλιστικό κίνημα του ευαγούς ιδρύματος. Το πλήθος, με την απόλυτη ισχύ του και την ακράδαντη πεποίθηση περί δικαίου, είναι ικανό να δημιουργήσει από μόνο του τα νέα ζευγαράκια. Ακόμη και οι πιο εσωστρεφείς βρίσκουν το κουράγιο να εξομολογηθούν τον έρωτά τους. Συνεπαρμένοι από τον ούριο άνεμο του δικαίου (που έτσι κι αλλιώς μάθαμε πως διακρίνει την πλειοψηφία), δεν διστάζουν ούτε προς στιγμήν να ονομάσουν με απόλυτη βεβαιότητα ως πάθος τα πιο ταπεινά τους γενετήσια ένστικτα.
Τα γενετήσια ένστικτά μας, γιατροί και νοσοκόμες, γιατροί και γιατρίνες, νοσοκόμοι και νοσοκόμες, τα διεκπεραιώναμε εντελώς φυσιολογικά, χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης. Η καπότα είχε περιέλθει στον χώρο των αναγνωστικών του δημοτικού. Όποιος τολμούσε να την απαιτήσει ελάμβανε ως απάντηση τα αυθόρμητα γέλια λίγο πριν την απροσχημάτιστη επίθεση. Ήταν το τελευταίο οχυρό πριν από την απόλυτη κατάκτηση, ένας εύσχημος τρόπος να δηλώσεις την επιθυμία σου, το “ναι μεν αλλά”, το διάφανο “ναι” που δεν επιδέχεται διαφορετικής ερμηνείας, από την στιγμή που κανένας μας και καμιά μας δεν έκανε χρήση ενός παρόμοιου χρηστικού αντικειμένου. Για πολλά χρόνια μάλιστα λειτούργησε σαν το καλύτερο αφροδισιακό: Τη μαγική στιγμή που η ποθητή της καρδιάς σου, έθετε ως όρο της “συνεύρεσης” την πολυθρύλητη καπότα, τίποτα δεν σε συγκρατούσε. Ήταν το κόκκινο πανί και ως μαινόμενο ταυρί επιτίθεσο αρκεί να την κρατούσες απλά στο χέρι σαν τους μοτοσικλετιστές που κραδαίνουν το κράνος τους στον… αγκώνα!
Γκόμενες και χρόνια της αθωότητας. Καπότες που αγόραζες χωρίς να τις χρησιμοποιείς γιατί εκείνη το ήθελε, έσχατο οχυρό πριν από την άλωση χωρίς άλλη ουσιαστική χρησιμότητα ή μη του αφροδισιακού. Ένα κουτί καπότες που έκλεψες κάποτε, μοναδική(;) πράξη παρανομίας σε χρόνια μέθης και επανάστασης, διαμαρτυρίας και περιφρόνησης της ιδιοκτησίας, που πίστευες πως ήταν η απόλυτη και καταδικαστέα κλοπή, και κάθε άλλη κλοπή ήταν ευλογημένη και δίκαιη. Ένα κουτί καπότες σε έκανε κλέφτη στον αιώνα τον άπαντα και ούτε καν το χρησιμοποίησες… μια φορά κι έναν καιρό το μακρινό 1976…
Γιατροί και νοσοκόμες συνέχιζαν να κάνουν έρωτα χωρίς προφυλακτικά, το σωτήριο έτος 1986, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να διαδηλώνουν τον αποτροπιασμό τους προς μια νέα σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια, που αν και ήταν γνωστή από πενταετίας τουλάχιστον ως φανταστική απειλή στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, έσκασε σαν μπόμπα εκείνο το ερωτικότατο φθινόπωρο με τη μορφή ενός αλλοδαπού ασθενή που έπασχε από ΑIDS…
Γιατροί και νοσοκόμες αναγκάστηκαν ξαφνικά να περιθάλψουν τον πρώτο ασθενή με AIDS, που είχε την τύχη να διαβεί τις πύλες του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Δαφνί), και αντέδρασαν αναλόγως… Του παρεχώρησαν μια ολόκληρη πτέρυγα, μια από τις πιο άθλιες, το “όγδοο περίπτερο” των κρατουμένων, που μόλις είχε καταργηθεί. Του έσπρωχναν το δίσκο με το φαγητό από απόσταση χρησιμοποιώντας την κοινή σκούπα καθαρισμού ως προωθητικό μέσο. Του απηύθυναν τον λόγο από τα έντεκα μέτρα, σαν να εκτελούσαν την εσχάτη των ποινών στο ποδόσφαιρο. Μάζεψαν υπογραφές διαμαρτυρίας (ποιός κατέχει άραγε αυτές τις λίστες;) από το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό του νοσοκομείου που ηρνείτο την περίθαλψη ενός ασθενούς με AIDS (ύψιστη επικύρωση του όρκου του Ιπποκράτη!) Κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας. Συσπείρωσαν όλες τις προοδευτικές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις σε μια ενθουσιώδη και μαζικότατη κινητοποίηση. Απασχόλησαν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τραυμάτισαν την όντως μικρή κοινωνία των σκεπτόμενων ανθρώπων. Προκάλεσαν με την αγωνιστική τους διάθεση το “σοκ” που δεν είχε καταφέρει να προκαλέσει η νόσος από μόνη της σε απίστευτα μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας.
Τα “σοκ”, τα κάθε είδους “συφιλιδικά σοκ”, δεν προέρχονται από την εκάστοτε νοσολογική οντότητα, δεν προπορεύονται καν από τα θύματα που δημιουργεί η νόσος, τους μακάριους ασθενείς, αλλά έχουν αποκλειστικώς ιατρογενή προέλευση. Είναι οι υπηρέτες του Ιπποκράτη που τα δημιουργούν και τα διαφημίζουν. Η κοινωνία βρίσκει από μόνη της κάθε φορά την πιο συμφέρουσα λύση, έστω με κάποια καθυστέρηση. Γιατροί και νοσοκόμες μόλις λίγα χρόνια αργότερα, έστω μετά από δέκα χρόνια, το 1996 ας πούμε, έμαθαν να χρησιμοποιούν την καπότα όχι μόνον ως αφροδισιακό αλλά και ως ουσιαστικό μέτρο προφύλαξης… Γιατροί και νοσοκόμες, υποβάλλουν πλέον σε εξετάσεις ρουτίνας για το AIDS όχι μόνον τον εαυτό τους αλλά και τους εκάστοτε ερωμένους τους…
Γιατροί και νοσοκόμες περιθάλπουμε πλέον τους ασθενείς του AIDS χωρίς φόβο και πάθος… αν και δεν γνωρίζω πως θα αντιδράσουμε στο επόμενο “σοκ” που παραμονεύει κάπου στην επόμενη γωνία. Τα επαναλαμβανόμενα “σοκ” τα κουβαλάμε μέσα μας, απλώς κάθε φορά μας χρειάζεται κάποιος χρόνος μέχρι να τα οικειοποιηθούμε… Κάθε καινούργιο “σοκ” μας βρίσκει απροετοίμαστους και ίσως μας κάνει καλύτερους. Η ιστορία της ιατρικής, όπως εξ άλλου και της επιστήμης ολόκληρης, είναι μια ιστορία λαθών και επαληθεύσεων. Ανατρέχοντας τον τύπο της εποχής και μάλιστα τα “Τετράδια Ψυχιατρικής”, το επίσημο έντυπο της επιστημονικής ένωσης του ΨΝΑ, και συγκεκριμένα στα τεύχη 11 και 12, παραμένω με την εντύπωση μιας ιατρικής τερατογενέσεως. Η άρνηση περίθαλψης ενός ασθενούς όχι μόνον επιδέχεται ποινικής δίωξης, αλλά είναι και ηθικώς κολάσιμη. Διαβάζω πως ο συγκεκριμένος ασθενής δεν ήταν “ψυχικώς πάσχων” (πώς γίνεται ένας ασθενής με πρωτοφανέρωτη και άγνωστη νόσο να μην είναι και ψυχικά παθών, παραμένει προσωπική μου απορία) και πως η μαζικότατη απεργία που διατηρώ στη μνήμη μου ήταν ενάντια στην απόφαση της πολιτείας να μετατρέψει το Δαφνί σε σύγχρονη Σπιναλόγκα. Η διαμαρτυρία δεν στρέφονταν κατά του ασθενούς, αλλά κατά της περιθωριοποίησης του χώρου του πολύπαθου ιδρύματος. Τα διαβάζω και δεν με πείθουν. Ειλικρινά, θα επιθυμούσα κάποια απάντηση, έστω και με καθυστέρηση κάποιων ετών, από την επιστημονική ένωση του ΨΝΑ.
Εν τω μεταξύ, έχουν εκλείψει σίγουρα πάρα πολλοί ασθενείς και γιατροί και νοσοκόμες εκείνης της ερωτικής εποχής… Ο αείμνηστος διευθυντής μου στο Τέταρτο Περίπτερο, Σωκράτης Αραπογιάννης, παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα, αηδιασμένος από τη στάση της επιστημονικής επιτροπής του ιδρύματος συνεπεία του προαναφερθέντος περιστατικού, προτιμώντας την ταπεινή θέση του ιδιωτικού ιατρείου. Είχε απλώς την παρρησία να ζητήσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για τον συγκεκριμένο ασθενή και στράφηκαν όλοι εναντίον του… Να πώς έχασε το ΕΣΥ, ένα-ένα και με διαφορετικό τρόπο, τα καλύτερα στελέχη του…
Γιατροί και νοσοκόμες κάποιες δεκαετίες πρωτύτερα, το 1966 φερειπείν, ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι στην ευρύτερη ημιαγροτική περιοχή του Νομού Λαρίσης. Το κρυφό σχολειό της σεξουαλικής μας διαπαιδαγώγησης, η μύησή μας στη σεξουαλικότητα. Την ίδια χρονιά, αν δεν με απατά η μνήμη μου, κρυμμένος κάτω από την καριόλα, στη συζυγική κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, άκουγα τους αστυφύλακες του Τμήματος Ασφαλείας Λαρίσης να επιδίδουν στην έκπληκτη μητέρα μου τη μήνυση εναντίον μου για σεξουαλική προσβολή ανηλίκου, ανήλικος όντας και ο ίδιος. Παίζοντας τους “γιατρούς και τις νοσοκόμες” στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών, αποπλάνησα κάποιο μικρότερο αγόρι… θα του έκανα, φαίνεται, κάποια παραπανίσια ένεση…
Γιατροί και νοσοκόμες το 1996, το 1986, το 1976, το 1966. Αλλεπάλληλα συφιλιδικά σοκ και μόνη πιθανή λύτρωση εκείνο το ζεστό κατρουλιό που με μούσκεψε, μεσημέρι στη Λάρισα, κάτω από το συζυγικό κρεβάτι των γονέων μου υπό τη σαφέστατη και δίκαιη μηνυτήρια αναφορά προσαγωγής μου σε δίκη και κατόπιν στο αναμορφωτήριο ανηλίκων…
Τη γλίτωσα τότε. Δεν την γλίτωσα όμως ακόμη, γιατί με σύφιλη και δίχως σύφιλη, με AIDS και δίχως AIDS, το 1966, το 1976, το 1986 ή το 1996, το σεξ από μόνο του είναι σοκ και δεν επιδέχεται ερμηνείες.