Είναι ο άνθρωπος που την ζωή του και την δουλειά του την έχει ταυτίσει με την λαϊκή παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό. Απόφοιτος των ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, με ειδίκευση στους παραδοσιακούς χορούς και με μεταπτυχιακές σπουδές στην αθλητική κοινωνιολογία στην Αγγλία, ο Νίκος Σαμαρίνας έχει μεταξύ άλλων ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο. Με καταγωγή από την Κρανιά Ολύμπου, ζει και εργάζεται στη Λάρισα ως χοροδιδάσκαλος παραδοσιακών χορών μέσα από τις δραστηριότητες του Πολιτιστικού Συλλόγου «Χορίαμβος», όμως δεν μένει μόνο εκεί.
Με έντονη κοινωνικοπολιτική ματιά και στάση ζωής, ο Νίκος Σαμαρίνας μελετά τον λαϊκό πολιτισμό, την λαογραφία του τόπου μας και παράλληλα σκηνοθετεί μουσικοχορευτικές παραστάσεις όπου διακρίνονται για την θεατρικότητα τους και για τον παρεμβατικό τους χαρακτήρα. Πειραματίζεται χρησιμοποιώντας όλες τις παραστατικές τέχνες, ενώ πάντα επιχειρεί να αναδεικνύει τα διαχρονικά ζητήματα της ιστορίας και τις κοινωνικές προεκτάσεις που προκύπτουν.
Συναντηθήκαμε για να συζητήσουμε ορισμένες πλευρές που συνδέονται με την δική του ματιά, γύρω από τον χαρακτήρα και την λειτουργία των πολιτιστικών συλλόγων σήμερα αλλά και γιατί οι σύλλογοι έχουν μια σημαντική διεισδυτικότητα στην ελληνική κοινωνία.
Παράλληλα μας περιέγραψε πως αντιλαμβάνεται τον ρόλο του λαϊκού πολιτισμού την ιστορικότητα που περιέχει αλλά και τις καλλιτεχνικές θύρες που ανοίγονται μέσα από την ενασχόληση με την λαϊκή παράδοση. Επίσης μας έδωσε τις δικές του απαντήσεις για την προσπάθεια οικειοποίησης της λαϊκής παράδοσης και της έννοιας του πατριωτισμού, από ακραίους εθνικιστικούς κύκλους που «επενδύουν» στην πατριδοκαπηλία.
Η «λαϊκή παράδοση» είναι εκείνο το κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού που έχει άμεση συσχέτιση με αυτό που σήμερα ονομάζουμε παράδοση. Υπό μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί κλάδο του λαϊκού πολιτισμού. Γι’ αυτό αντιμετωπίζω την λαϊκή παράδοση όχι ως ένα αντικείμενο που πρέπει να μπει στο μουσείο, αλλά ως ένα πολύ δυναμικό κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού, ως πηγή έμπνευσης για καλλιτεχνική δημιουργία.
Οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι έχουν μια διεισδυτικότητα στη τοπική κοινωνία, καθώς φαίνεται πως αποτελούν τους πιο μαζικούς πολιτιστικούς φορείς. Πως αντιλαμβάνεσαι τον ρόλο τους σήμερα;
Οι πολιτιστικοί σύλλογοι των πόλεων δεν είναι σήμερα αυτοί που ήταν στο παρελθόν. Όσο περνάει ο καιρός συνδέονται περισσότερο με την σύγχρονη τοπική κοινωνία και τον αστικό χώρο και λιγότερο ή καθόλου με τον τόπο καταγωγής των μελών τους. Την ίδια ώρα επεκτείνουν την δραστηριότητά τους, ανεξαρτητοποιούνται οικονομικά από τις κρατικές επιχορηγήσεις, λειτουργούν ως «πολιτιστικά σχολεία» προσλαμβάνοντας εξειδικευμένους και επιστημονικά καταρτισμένους καθηγητές που διδάσκουν χορούς, μουσική, θέατρο κτλ, δημιουργούν πολιτιστικές εκδηλώσεις και προάγουν την ερασιτεχνική καλλιτεχνική δημιουργία, δημιουργούν τόπους συνάθροισης δεκάδων ή και εκατοντάδων ανθρώπων, μαζικοποιούνται στο ανώτερο μέχρι στιγμής επίπεδο.
Οι πολιτιστικοί σύλλογοι σήμερα είναι το κύτταρο του λαϊκού πολιτισμού, τόσο στις πόλεις, όσο και στα χωριά. Ταυτόχρονα προβάλουν προς τα έξω την αντίληψή τους για τον λαϊκό πολιτισμό και είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι παίρνουν σημαντικό μέρος στην παραγωγή και αναπαραγωγή ιδεολογίας. Τη ίδια ώρα υπάρχει μια συνειδητή πολιτικοποίηση, στην οποία, τουλάχιστον ως προς τους συλλόγους που συνδέονται περισσότερο με την παράδοση, η συντηρητική στροφή είναι ολοφάνερη. Όλο και περισσότεροι σύλλογοι «φλερτάρουν» με την Εκκλησία και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της, αλλά και με τις εθνικιστικές και αντιεπιστημονικές απόψεις. Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό στηρίχτηκαν κατά βάση στη συμμετοχή τέτοιων συλλόγων.
Από την άλλη μεριά υπάρχουν πολλοί προοδευτικοί σύλλογοι που προσπαθούν να εντάξουν την επιστημονική ανάλυση για τον πολιτισμό στην δραστηριότητά τους και στις εκδηλώσεις τους και στοιχίζονται φανερά με την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, με τον ουμανισμό, με την εξύψωση του πνευματικού επιπέδου του λαού μας και την παραγωγή πολιτισμού και τέχνης. Σ’ αυτή την προσπάθεια έχω στρατεύσει τον εαυτό μου μέσα κυρίως από τη δραστηριότητα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Χορίαμβος» στη Λάρισα.
Παράδοση, πατριωτισμός, εθνικισμός. Τρεις έννοιες που επιχειρείται να ταυτιστούν από κάποιους. Πως βλέπεις την προσπάθεια οικειοποίησης της λαϊκής παράδοσης από ακραίους κύκλους που «επενδύουν» στην πατριδοκαπηλία;
Η ελληνική παράδοση θεωρώ ότι σήμερα αποτελείται από τη μια μεριά από ένα σύνολο τοπικών διαφορετικών μεταξύ τους παραδόσεων και από την άλλη από μια υπερτοπική πανελλήνια παράδοση που περιλαμβάνει όλες τις γενικεύσεις και μυθολογίες που δημιούργησε η προσπάθεια ενοποίησης του πολιτισμού στα πλαίσια του εθνικού κράτους.
Σ’ αυτό το σχίσμα της παράδοσης ο εθνικισμός από την πρώτη ώρα τάχθηκε καθοριστικά υπέρ της δεύτερης πλευράς που αποκόπηκε από το λαό και απέκτησε αστικό περιεχόμενο και πίεσε τις τοπικές παραδόσεις ως την εξαφάνιση. Συνδέθηκε στενά με τα συμφέροντα της αστικής τάξης θυσιάζοντας πολλές φορές τα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών, καταπίεσε τις τοπικές λαότητες και εθνοτικές ομάδες, τις γλώσσες και διαλέκτους, τις λαϊκές εκδηλώσεις, τους χορούς και τα τραγούδια. Αυτό ήταν πάντα το περιεχόμενο του ‘’πατριωτισμού’’ των εθνικιστών απέναντι στον λαϊκό πολιτισμό.
Σήμερα που οι τοπικές παραδόσεις έχουν αναδυθεί στην επιφάνεια και ορίζεται διαφορετικά η έννοια της παράδοσης, ο νέος κύκλος του εθνικισμού που αναπτύσσεται στις μέρες μας προσπαθεί να τις κόψει και να τις ράψει στα μέτρα του ρίχνοντάς τες στο κρεβάτι του Προκρούστη, όπου ότι δε συμφέρει κόβεται και ότι δε φτάνει τραβιέται να μακρύνει προκειμένου να ταιριάξει στη γραμμή των αντιεπιστημονικών και παράλογων ιδεών του εθνικισμού. Γι ’αυτό και ο εθνικισμός είναι αντίθετος και εχθρικός απέναντι στην παράδοση, στις λαϊκές εκδηλώσεις και στον πολιτισμό.
Η μεγαλύτερη κατεργαριά, όμως των εθνικιστών είναι ο τρόπος που διαχειρίζονται τον όρο πατριωτισμός. Πάντα ο εθνικισμός προσπαθεί να συνδέσει ψευδώς τα λαϊκά συμφέροντα με τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και αυτό το ονοματίζει «πατριωτισμό».
Ο πατριωτισμός, όμως, είναι ένα βαθύ συναίσθημα αγάπης για την πατρίδα που συνδέεται με τα λαϊκά συμφέροντα, με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και όχι με τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών και με την υπαγωγή στα ξένα συμφέροντα. Συνδέεται με την αγάπη για την τοπική ιδιαιτερότητα, το σεβασμό των εθνοτικών ομάδων που συγκροτούν το εθνικό κράτος, την αποδοχή του πολιτισμού τους και των παραδόσεων. Συνδέεται τέλος με το σεβασμό των λαϊκών συμφερόντων, του πολιτισμού, της ιστορίας και της εθνικής ανεξαρτησίας όλων των λαών της γης και όχι με το μίσος και το ρατσισμό. Μ’ αυτόν, τον πραγματικό πατριωτισμό ο εθνικισμός είναι ξένος και εχθρικός.
Λαϊκή παράδοση ως ανάμνηση και νοσταλγία ή κάτι άλλο;
Η κυρίαρχη αντίληψη για το λαϊκό πολιτισμό αντιμετωπίζει την λαϊκή παράδοση ως μια νοσταλγική ανάμνηση και αυτό πάει πολύ μακριά στο χρόνο, ήδη από το κίνημα ακόμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα και τη δημιουργία της Λαογραφικής επιστήμης για τη μελέτη του πολιτισμού της υπαίθρου. Ο ρομαντισμός λοιπόν εξέφρασε μια νοσταλγία για το παρελθόν και τον τρόπο ζωής που χάνεται και επί της ουσίας συνδέθηκε με το πέρασμα από τον φεουδαρχισμό και την εξουσία των γαιοκτημόνων στον καπιταλισμό και τον εξαστισμό. Στη συνέχεια οι εθνικές μας περιπέτειες, ο ξεριζωμός ελληνικών πληθυσμών από τις πατρίδες τους και η μετανάστευσή τους στο νεοελληνικό κράτος δημιούργησε αναμνήσεις απ’ τις χαμένες πατρίδες και πρόσθεσε στο περιεχόμενο της νοσταλγικής αντίληψης της παράδοσης.
Φυσικά όλες αυτές οι αντιλήψεις μπορεί να πατούν πάνω σε πραγματικά συναισθήματα, αλλά δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό περιεχόμενο και την ουσία του λαϊκού πολιτισμού και της λαϊκή παράδοσης που αποτελεί κομμάτι του.
Για μένα ο λαϊκός πολιτισμός είναι ένας, έχει ιστορικότητα και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως γίγνεσθαι που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές. Η «λαϊκή παράδοση» είναι εκείνο το κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού που έχει άμεση συσχέτιση με αυτό που σήμερα ονομάζουμε παράδοση. Υπό μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί κλάδο του λαϊκού πολιτισμού. Γι’ αυτό αντιμετωπίζω την λαϊκή παράδοση όχι ως ένα αντικείμενο που πρέπει να μπει στο μουσείο, αλλά ως ένα πολύ δυναμικό κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού, ως πηγή έμπνευσης για καλλιτεχνική δημιουργία.
Όποιος παρακολουθεί την δουλειά σου με τις μουσικοχορευτικές παραστάσεις που ανεβάζεις, γνωρίζει πως δεν κινούνται στα κλασσικά πατήματα των χορευτικών επιδείξεων που έχουν κυρίως φολκλορικό χαρακτήρα. Είναι αλήθεια πως αντιμετωπίζεις τις χορευτικές παραστάσεις με θεατρική ματιά. Μίλησε μας λίγο για την αντίληψη που έχεις γύρω από αυτό το θέμα και τι επιδιώκεις με αυτές τις παραστάσεις;
Στο χώρο των χορευτικών συγκροτημάτων επικρατούν οι παραστάσεις που περιέχουν μια νοσταλγία για τον τρόπο ζωής στο παρελθόν ή που είναι «θεματικές», όπου επί της ουσίας ψάχνουν τη συγκολλητική ουσία που θα ενώσει διαφορετικούς χορούς, ρυθμούς και ήχους από διάφορες περιοχές έτσι ώστε να μη φαντάζουν μεταξύ τους άσχετοι. Ο φολκλορισμός υπάρχει ακόμα, αλλά ξεπερνιέται από μια «λαογραφικοποίηση» των χορευτικών παραστάσεων, όπου οι δάσκαλοι προσπαθούν να επιδείξουν στους θεατές από τη μια τις γνώσεις τους στη λαογραφία και στο χορό και από την άλλη πόσο καλοί δάσκαλοι είναι, άρα οι παραστάσεις αυτές δεν ξεπερνούν τη λογική των μαθητικών χορευτικών επιδείξεων ακόμα και όταν οι μουσικοί, οι ηθοποιοί (συνήθως σε ρόλο αφηγητή) και οι χορευτές που παίρνουν μέρος είναι αντίστοιχα σε πολύ υψηλό μουσικό, υποκριτικό και χορευτικό επίπεδο.
Εγώ έχω πειραματιστεί χρόνια ώστε να μετακινήσω το περιεχόμενο των παραστάσεών μου από όλα αυτά, να κάνω παραστάσεις που θα απαντούν σε διαχρονικά προβλήματα και ζητήματα της ιστορίας και των αγωνιών του λαού και που με κάποιον τρόπο «κουμπώνουν» με τη σύγχρονη επικαιρότητα. Έτσι, έχω κάνει παραστάσεις με κεντρικά ζητήματα την ταξική πάλη (Η Αρπαγή της Βασιλαρχόντισσας), τη μάχη της επιβίωσης (Της Γερακίνας Γιοι), την ανάγκη για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία (Η Ρεμπέτική Παρέα στην Κατοχή). Τώρα ετοιμάζω για τον Απρίλιο μια νέα παραγωγή με κεντρικό ζήτημα τον πόλεμο.
Στις παραστάσεις μου αντλώ «δομικά υλικά» από τον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση, με βάση το χορό, τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών και δεν διστάζω να χρησιμοποιώ στοιχεία από όλες τις παραστατικές τέχνες, αρκεί να εξυπηρετούν το περιεχόμενο των παραστάσεων.