Είχαμε ξεμείνει από γερούς πότες στην παρέα. Οι μισοί είχαν πεθάνει κι οι άλλοι μισοί έπαιρναν μια σακούλα φάρμακα και την έβγαζαν με επαναλαμβανόμενες τρίμηνες συνταγές. Έτσι η προσκόλληση του σαραντάχρονου Κούλη στην παρέα μας, έμοιαζε να δίνει παράταση στα μπεκρουλιάσματά μας, να συντηρεί μια ψευδαίσθηση απωλεσμένης νεότητας κι η πρόταση του να πάμε για πικ νικ στον Αγιόκαμπο μας βρήκε όλους σύμφωνους. Το βράδυ της Παρασκευής ο Κούλης ήπιε τα τελευταία ποτά στην μπάρα και βοήθησε το φίλο του καταστηματάρχη να κατεβάσει τα ρολά. Ο φίλος που έριξε την ιδέα στο τηλέφωνο μας έπεισε πως ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία να μετρηθούμε και να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. Θα συνεχίζαμε να βλεπόμαστε μέσω μέσεντζερ, αλλά δεν θα είχαμε πλέον τη δυνατότητα να πιάνουμε ο ένας τον άλλον ούτε να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.
Το Σάββατο το πρωί λες και το έκανε επίτηδες ξημέρωσε μια λαμπερή ανοιξιάτικη λιακάδα που βρήκε άδεια την πόλη από τραπεζοκαθίσματα κι ανθρώπους. Φτάσαμε στην άδεια παραλία της Βελίκας και στρώσαμε το τραπεζομάντηλο σε ένα εγκαταλειμμένο περίπτερο του καφέ Ηλιάτορα, πάνω στην παραλία με θέα το Αιγαίο. Ο Πάνος είχε φέρει μια νταμιτζάνα τσίπουρο από τον Αμπελώνα που το έφτιαχνε κάποιος μπάρμπας του. Ο Κωστής μαγείρεψε πικάντικα σουτζουκάκια. Ο Λάμπρος έφερε κατσικίσια φέτα και νιβατό από τη Βερδικούσα. Εγώ τραγανιστά μπουρεκάκια της γυναίκας μου κι ο Θέμης έτοιμες σαλάτες από το Βασιλόπουλο.
«Επιχειρηματίας είναι ένας πανέξυπνος ηλίθιος που επενδύει τα χρήματα των παππούδων του με την ελπίδα να τα πάρουν πίσω τα δισέγγονά του», έλεγε ο Κούλης «ένας ηλίθιος με περικεφαλαία». Είχαμε αρχίσει να κουτσοπίνουμε, κι απολαμβάναμε τον ήλιο και τις κουβέντες του. Ο Κούλης δεν είχε δικά του χρήματα να επενδύσει, αλλά είχε εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις και άρμεξε δανεικά από τις Τράπεζες. Ούτε δισέγγονα είχε μιας κι ένα γάμο που έκανε στα είκοσι δύο του κι έληξε πάνω στο χρόνο δεν του χάρισε απογόνους. Κατάφερε όμως να φτιάξει χρήματα πρώτα με ένα πάρκινγκ κι αργότερα με φορτηγά και βενζινάδικα, και να βρεθεί σε γεύματα με επιχειρηματίες κι ανθρώπους του χρήματος. Σ’ ένα από αυτά στο πολυτελές ξενοδοχείο «Γεώργιος Ε΄» της πολυεθνικής αλυσίδας «Φορ Σίζον», ένα από τα ακριβότερα του Παρισιού λοιπόν, συμμετείχε σε μια βραδιά γευσιγνωσίας. Ένας Αμερικάνος φίλος του παρουσίαζε τη μικρή του παραγωγή από μπέρμπον: μόνο χίλια μπουκάλια προς δέκα χιλιάδες ευρώ το ένα. Άρχισε λοιπόν ο σομελιέ να τους σερβίρει στα κρυστάλλινα ποτήρια Βοημίας από μια φιάλη Chivas Regal Royal Salute 32 Union Of The Crowns με τη σύσταση να μην το βάλουν στο στόμα τους, να περιμένουν, κι όταν σέρβιρε όλους γύρω από το τεράστιο τραπέζι κάτω από τους λαμπερούς πολυέλαιους, τους διέταξε να αδειάσουν τα ποτήρια τους στον κουβά που περιέφεραν οι σερβιτόροι. Μόνον αφού ξέπλυναν με το Σίβας τα ποτήρια τους τους σέρβιρε το Μπέρμπον του Αμερικανού φίλου. Ο Κούλης είχε φέρει στη Λάρισα δύο μπουκάλια των δέκα χιλιάδων ευρώ κι όλο μας υποσχόταν πως θα μας καλούσε να τα γιορτάσουμε, μόλις ξανά έπαιρνε πίσω από τις τράπεζες τα φορτηγά και τα βενζινάδικα. Του τα είχαν δεσμεύσει όλα. Ωστόσο έβγαλε ως ταχυδακτυλουργός πέντε πούρα κούβας Partagas νούμερο 2, και μας τα πρόσφερε ως τη δική του συμβολή στο πικ νικ.
Με την πρώτη ψύχρα νωρίς το απόγευμα επιβιβαστήκαμε στην αδήλωτη Audi Q7 του Κούλη με τα 5000 κυβικά, και ανταλλάξαμε την τελευταία αγκαλιά μεταξύ μας το Σάββατο 14 Μαρτίου, το σωτήριον έτος 2020.