Μικρός έβλεπα εφιάλτες. Ξυπνούσα κατατρομαγμένος κι ο μόνος τρόπος να ηρεμήσω ήταν να με βάλουν σε ένα σεντόνι και να μου κάνουν κούνια-μπέλα. Έβλεπα πάντα το ίδιο επαναλαμβανόμενο όνειρο, από το πρώτο φιλμ του Μπερτολούτσι με μια σιδηροδρομική γραμμή που κόβεται απότομα. Μπορεί ο εφιάλτης μου να προηγείται σίγουρα του φιλμ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία η χρονική διαδοχή, πάντως ήταν προγραμματισμένο ήδη από τον πατέρα μου να σπουδάσω στην Ιταλία. Έφυγα χωρίς να έχω κλείσει ακόμη τα δέκα οκτώ κι εκεί στη Νάπολη άκουγα να με φωνάζουν με το όνομά μου στα Ελληνικά «Σωτήρη, Σωτήρη». Γύριζα να δω ποιος με φωνάζει, κι αντιλαμβανόμουν πως δεν με φώναζε κανένας. Αργότερα θα καταλάβαινα πως αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στις «παραισθήσεις» (να ακούς το όνομά σου, κάτω από συνθήκες έντονου στρες αλλά να αναγνωρίζεις πως δεν συνέβη) και τις «ψευδαισθήσεις» (να ακούς το όνομά σου και να το πιστεύεις σαν αδιαμφισβήτητο γεγονός).
Κάποια Χριστούγεννα στην Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο, είκοσι χρονών παλικαράκι, στήλωσα τα πόδια στο τελεφερίκ σε πλήρη αδυναμία κινήσεως, παράλυτος με το συναίσθημα επικείμενου θανάτου. Είδε κι έπαθε η σύντροφός μου εκείνης της εποχής να με βγάλει από την καμπίνα. Το καλοκαίρι του 1974, εν μέσω γενικής επιστράτευσης πήγαμε στη Μύκονο με τον παιδικό φίλο και μετέπειτα γνωστό φωτογράφο Θανάση Ευθυμιόπουλο. Μετά από μια βδομάδα κάμπινγκ στο Παραντάιζ και το Σούπερ Παραντάιζ (σώθηκαν ευτυχώς σε ασπρόμαυρο φιλμ που ήρθε στην κατοχή μου 40 χρόνια αργότερα…), γυρίσαμε μέσω Σκιάθου. Στο καράβι από τον Άγιο Κωνσταντίνο κουνηθήκαμε τόσο πολύ που βγήκαμε στο κατάστρωμα και ξερνούσαμε σαν γατιά, πάλι με το φόβο πως ζούσαμε τις τελευταίες μας στιγμές.
Στα εικοσιένα μου φοιτητής Ιατρικής εκ μεταγραφής στη Ρώμη πλέον διαγνώστηκα με έλκος βολβού δωδεκαδακτύλου. Πλήρη αποχή από αλκοόλ και κάπνισμα για ένα χρόνο. Ταυτόχρονα αυστηρότατη δίαιτα. Επιτρεπόταν μόνο κοτόπουλο στη σχάρα και ρύζι. Κάπου εκεί άρχισα να σκέφτομαι έντονα το θάνατο και να φλερτάρω με την ιδέα της αυτοκτονίας. Διάβαζα Παβέζε, Μαγιακόφσκι, Καρυωτάκη…συγγραφείς που είχαν αποχωρήσει οικειοθελώς από τη ζωή εν πάση περιπτώσει, αλλά και ποιος εικοσάχρονος δεν έχει σκεφτεί την αυτοκτονία, θα μου πείτε. Διαβάζοντας έναν άλλον αυτοκτόνο τον Χέμινγουεϊ, έπεσα πάνω σε μια φράση: «οι δειλοί πεθαίνουν κάθε μέρα, οι γενναίοι μόνο μια φορά».
Με αυτή τη φράση, το πιστεύετε δεν το πιστεύετε, πέτυχα την αυτοίασή μου. Δεν υπέφερα ποτέ ξανά από έλκος στομάχου, υψοφοβίες και ναυτίες. Στεκόμουν όρθιος στους κλυδωνισμούς της θάλασσας και πρόσφερα χάρτινες σακούλες στους επιβάτες, βοήθεια στους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ούτω καθεξής… Δεν φοβήθηκα τίποτα στη ζωή μου. Στις 27 Φεβρουαρίου 2020 αντιλήφθηκα πως η ζωή μου δεν είχε τελειώσει. Ο παλιός φόβος άρχισε να με τυλίγει και πάλι από τα πόδια, καθιστώντας με ακίνητο. Τελευταία στιγμή ανέβαλα ένα ταξίδι στην Αθήνα, όπου θα βρισκόμουνα με φίλους να τιμήσουμε τη μνήμη του Φώτη Παπαδόπουλου. Να μπω μέσα σε ένα βαγόνι τρένου γεμάτο κόσμο από τη Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε πραγματικά ακατόρθωτο. Από εκείνη τη μέρα φοβάμαι. Φοβάμαι πραγματικά. Η διαφορά από τις παλιές μου κρίσεις πανικού, είναι πως το αίσθημα επικείμενου θανάτου σήμερα δεν είναι φανταστικό, αλλά συγκεκριμένο και πραγματικό. Κατανοώ τους φίλους μου που ξορκίζουν το θάνατο αναρτώντας τις παιδικές τους φωτογραφίες. Μου θυμίζουν το παλιό ανέκδοτο με το γέρο που πήγε να ξεγελάσει το Χάροντα, κρυμμένος σε μια τάξη δημοτικού σχολείου.
Φοβάμαι παίδες, είναι αλήθεια. Αλλά όπως μας έχουν διδάξει οι χολιγουντιανές ταινίες «Ήρωας δεν είναι αυτός που δεν φοβάται αλλά εκείνος που επιλέγει να πράξει το καθήκον του».