Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Πηνειός, το δικό μας ποτάμι. Σήμα κατατεθέν της Λάρισας, με τις τόσες ομορφιές, που ανακαλύπτουμε και χαιρόμαστε κάθε φορά που διασχίζουμε, ως περιπατητές, τις κοίτες του.
Η Λάρισα από την αρχαιότητα ήταν κτισμένη δίπλα στον Πηνειό. Η φυσική, παλαιά κοίτη του ποταμού περνούσε από τις συνοικίες του Αγίου Αθανασίου, του Πέρα Μαχαλά, τα Ταμπάκικα για να βρει διέξοδο από την πόλη στα όρια της Νέας Σμύρνης.
Ο Πηνειός είχε διάφορες ονομασίες στο πέρασμα των αιώνων, τα καταγεγραμένα σε διάφορα κείμενα ονόματα ήταν: Αργυροδίνης (κατά τον Όμηρο), Σαλαμβριάς ή Σαλαμπριάς, Λυκόστομος, Κοστούμ, Κιουσέμ/Κιοστέμβλ. «Ο Paul Lucas δίνει δυο ονομασίες στον Πηνειό, Σαλαμπριά και Λυκόστομο (Licoustum) και μάλιστα χαρακτηρίζει τη δεύτερη τούρκικη. Όμως ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης μάς πληροφορεί ότι: «Ο ποταμός ούτος κοινώς καλείται Σαλαμπριά, προσωνυμία ην πρώτη η Άννα Κομνηνή απέδωκεν εις αυτόν κατά το έτος 1150 … εκ της λέξεως Σαλάμβη, σημαινούσης οπήν». Όσο για την ονομασία Λυκόστομο αυτή είναι παραφθορά του ονόματος Λυκοστόμιο που αποτελούσε τη Μεσαιωνική ονομασία της Κοιλάδας των Τεμπών απ’ όπου ο Οθωμανός Γεωγράφος Χατζή Κάλφας αποκαλεί τον Πηνειό Κοστούμ ή Κιοστέμ».
Συχνά το ποτάμι πλημμύριζε τις παρόχθιες συνοικίες, προκαλώντας ζημιές και θύματα. Για το λόγο αυτό τη δεκαετία του 1930 ανατέθηκε, αρχικά, στην εταιρεία ΒΟΟΤ η κατασκευή της νέας κοίτης, από την πλευρά του σημερινού Αισθητικού Άλσους , ενώ από το 1935 περίπου ανέλαβε την απ’ ευθείας εκτέλεση των έργων το Υπουργείο Δημοσίων Έργων και οδήγησε τα νερά του Πηνειού εκτός πόλης. Μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’50, κατόπιν απαίτησης και των κατοίκων, επανέφεραν μέρος του νερού στην παλιά κοίτη, με ελεγχόμενη ροή από το φράγμα που βρίσκεται στο χώρο της ΔΕΥΑΛ μετά τον Υδατόπυργο.
Ο Πηνειός καθόρισε και την οικονομική ζωή της πόλης αφού κοντά στις όχθες του οργανώθηκαν οι επαγγελματικές συνοικίες της Λάρισας. Στα Ταμπάκικα τα βυρσοδεψεία επεξεργάζονταν δέρματα, στα Μύλια λειτουργούσαν οι παραδοσιακοί νερόμυλοι, στα Σάλια γινόταν η μεταφορά και το εμπόριο ξυλείας και στον Πέρα Μαχαλά, στην αριστερή όχθη του Πηνειού, το νερό βοηθούσε στην επεξεργασία του μαλλιού και στην ανάπτυξη της υφαντικής. Αλλά και η εμπορική δραστηριότητα της πόλης, το μεγάλο εμπόριο των ζώων, οι ιππικοί αγώνες και οι εμποροπανηγύρεις, διεξάγονταν στο πάρκο Αλκαζάρ και κοντά στο ποτάμι [1].
Σας προσκαλώ σε μια περιήγηση στον Πηνειό. Σ΄ έναν περίπατο ξεκινώντας από τον Υδατόπυργο και τη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, περνώντας από την παλιά πετρόκτιστη γέφυρα, που τόσοι και τόσοι περιηγητές, ζωγράφοι, φωτογράφοι αλλά και κάτοικοι της πόλης αποθανάτισαν, έως τα Ταμπάκικα και τα παλιά Σφαγεία. Μια περιήγηση μέσα σε χωμάτινα δρομάκια, παρόχθιες διαδρομές, με λεύκες και καραγάτσια, σαν αυτά που γοήτευσαν τον Δ. Ροδόπουλο και πήρε το όνομα Καραγάτσης όταν στα 1930 έγραψε τον “Συνταγματάρχη Λιάπκιν”, ανάμεσα από βυρσοδεψεία και μύλους, μέχρι τα νταλιάνια που ψάρευαν για χρόνια οι Λαρισαίοι.
Υδατόπυργος του ΟΥΗΛ τότε, ΔΕΥΑΛ σήμερα. Χρονολογία: 1934.
Η φωτογραφία είναι των εκδόσεων Γκινακού-Μαργαρίτη (Πειραιάς).
Το 1927, στη Λάρισα την πόλη των 24.000 κατοίκων ξεκινούν τα πρώτα έργα ύδρευσης που ολοκληρώνονται το 1930. Κόστισαν 20.000.000 δρχ. ποσό τεράστιο για την εποχή. Το 1930 μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα εγκαινιάζονται συνολικά τα έργα της ύδρευσης. Στα εγκαίνια παρευρέθηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πατώντας ένα κουμπί, ο Βενιζέλος, ξεχύθηκε νερό σε σπίτια και καταστήματα. Οι Λαρισαίοι απόκτησαν νερό, αποστειρωμένο, υγιεινό από τα καλύτερα ποιοτικά και κυρίως άφθονο. Με ένα απλό στρίψιμο της κάνουλας, οι νοικοκυρές -που υπέφεραν τα πάνδεινα από τη λειψυδρία και τη βαναυσότητα των «σακάδων»- είχαν τώρα στη διάθεσή τους όσο νερό ήθελαν να πιουν και να καθαρίσουν. Αποτελούσαν πλέον εφιαλτική ανάμνηση το μαρτύριο της έλλειψης του νερού και του τύφου.
Όπως επεσήμανε στα εγκαίνια, ο Δήμαρχος Μιχ. Σάπκας, τη δαπάνη για το έργο της ύδρευσης το κάλυψαν εξ ολοκλήρου οι κάτοικοι, χωρίς να βάλει μια δραχμή το κράτος. Το άκουσε ο Βενιζέλος και το σημείωσε. Μετά τα εγκαίνια κάλεσε τους Αθηναίους δημοσιογράφους που τον συνόδεψαν στη Λάρισα και δήλωσε:
«Να γράψητε παρακαλώ στις εφημερίδας σας, ότι τα έργα ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού της Λαρίσης ετελέσθησαν δια μόνον των οικονομικών δυνάμεων του τόπου, επί τη βάσει ενός ιδιοτύπου νόμου την έκδοσιν του οποίου προκάλεσεν ο Δήμος Λαρίσης και να καλέσητε τους Δημάρχους όλων των πόλεων της Ελλάδος να λάβουν υπόδειγμα εις την εκτέλεσιν δημοτικών έργων, την Λάρισαν». Προς γενική κατάπληξη ολόκληρης της Ελλάδας και εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης, που γνώριζε η Ελλάδα και ο κόσμος, επιτυγχάνει να πραγματοποιήσει το 1930 το όνειρο δεκάδων γενεών της Λάρισας, με το να εξασφαλίσει την παροχή άφθονου νερού.
Το εξοχικό κέντρο του Δημ. Μπαρμπούτη “Υδραγωγείο” κοντά στον Υδατόπυργο. 1946. Αρχείο Δημ. Μπαρμπούτη
Η οικογένεια Δημητρίου Μπαρμπούτη είναι από τις πιο γνωστές στη Λάρισα εδώ και έναν αιώνα. Στα 60 χρόνια εργασίας του αναφέρεται ότι άνοιξε δεκατρία (13) καταστήματα, σε δεκατρία διαφορετικά σημεία της Λάρισας.
Ένα από αυτά ήταν και το εξοχικό κέντρο με το όνομα “Υδραγωγείο”, δίπλα στις εγκαταστάσεις του ΟΥΗΛ στον Υδατόπυργο, κοντά στο ποτάμι . Μάλιστα για τη μεταφορά των πελατών του είχε μισθώσει φορτηγό αυτοκίνητο, το οποίο ξεκινούσε από την Κεντρική πλατεία. Το κέντρο βρισκόταν σε ειδυλλιακή θέση, όμως έκλεισε πολύ γρήγορα, γιατί το καλοκαίρι του 1946 ο γιός του Μήτσου Περικλής, 18 ετών, πνίγηκε κάνοντας μπάνιο στο ποτάμι. Το πλήγμα για την οικογένεια ήταν τόσο μεγάλο ώστε ο Μπαρμπούτης σταμάτησε τη λειτουργία του.
Η συνοικία του Αγίου Αθανασίου φωτογραφημένη από τον Υδατόπυργο. Χρονολογία περίπου 1935~6. Φωτογράφος Παντελής Γκίνης (Λάρισα).
Η συνοικία του Αρναούτ μαχαλά (Αγίου Αθανασίου) ήταν επί τουρκοκρατίας συνοικία η οποία κατοικείτο από Αρβανίτες δηλ. από Αλβανούς ή κατά μία άλλη εκδοχή Ορεινός. Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Κων. Περραιβός: «Μετά την εξόντωση του Αλή πασά και των τέκνων του, οι Αρβανίτες που ήταν εγκατεστημένοι στον Αρναούτ Μαχαλά έγιναν στόχος των γενίτσαρων του Σουλτάνου, αναγκασθέντες έτσι να εγκαταλείψουν την Λάρισα. Τότε άρχισε να εποικίζεται από Έλληνες των Αγράφων, του Ολύμπου και αργότερα από τα Αμπελάκια, το Βλαχολίβαδο, το Ζάρκο και άλλες περιοχές. Οι νέοι έποικοι ίδρυσαν στην περιοχή καταστήματα τα οποία πωλούσαν προϊόντα από τις πατρίδες τους (όσπρια, τυριά κρασιά, αλλαντικά, κλπ). Επιπλέον, επειδή τον κεντρικό τομέα της Λάρισας τον κατοικούσαν τα τελευταία χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες (μπέηδες), η αστική τάξη της πόλεως, θέλησε να βρεθεί μακριά τους και εγκαταστάθηκε και αυτή στον Αρναούτ μαχαλά. Από τον πυρήνα αυτόν των εύπορων και μορφωμένων χριστιανών της συνοικίας προήλθαν τα άτομα εκείνα τα οποία έπαιξαν κατά την επανάσταση του 1878 πρωταγωνιστικό ρόλο. Μετά την απελευθέρωση έκτισαν στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου τα αρχοντικά τους διάφοροι εύποροι Λαρισαίοι όπως ο γιατρός Αναστ. Ζαρμάνης, ο χρυσοχόος Νικ. Αρσενίδη, ο δικηγόρος Δημητρίου Γαλανίδη, ο έμπορος Κωνστ. Σηλυβρίδης, ο γαιοκτήμονας και επιχειρηματίας Κωνστ. Σκαλιώρας και πολλοί άλλοι. Ήταν όλα κτισμένα με στοιχεία δανεισμένα από την παραδοσιακή, αλλά και την νεοκλασική αρχιτεκτονική. Αυτά ο Γιώργος Γουργιώτης τα χαρακτηρίζει σαν «λαϊκά νεοκλασικά» κτίσματα. [2]
Στην ίδια συνοικία του Αγίου Αθανασίου μπορούμε να εντάξουμε και την περιοχή Σάλια, η οποία καταλαμβάνει την παλιό τουρκικό μαχαλά Σαρατσλάρ. Η ονομασία Σάλια προήλθε από την παρουσία στην περιοχή ειδικών εργατών, που ονομάζονταν «Σαλτζίδες» και οι οποίοι είχαν την ικανότητα να αγκιστρώνουν στο σημείο αυτό πριν τη γέφυρα τις μεγάλες ντάνες υλοτομημένης ξυλείας που ταξίδευε από την Πίνδο μέσω του ρεύματος του Πηνειού. Την ανέβαζαν στις όχθες και εν συνεχεία την μετέφεραν στα καταστήματα του Ξυλοπάζαρου της πόλεως και στα διάφορα εργοστάσια ξυλείας.
Ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αθανασίου. Λεπτομέρεια φωτογραφίας από επιστολικό δελτάριο του Νικ. Κουρτίδη. Περίπου 1935.
Η λήψη της φωτογραφίας απεικονίζει ένα τμήμα της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου και έγινε από τον Υδατόπυργο. Στο κάτω τμήμα της φωτογραφίας διακρίνεται η δεξιά όχθη του Πηνειού και ο παρόχθιος δρόμος, ο οποίος αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Κραννώνος. Πίσω από τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού προβάλλει μεγαλοπρεπής ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Είχε αντικαταστήσει τον παλαιό ναό, που είχε αρχίσει να κτίζεται το 1855 επί τουρκοκρατίας και εγκαινιάσθηκε το 1869. Το 1925-26, προφανώς επειδή ο ναός ήταν μικρός μέγεθος δεν επαρκούσε για να εξυπηρετήσει τις αυξανόμενες ανάγκες της ενορίας, «ανακαινίσθηκε εκ βάθρων» στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν ο παλιός. Πολλές από τις εικόνες του ναού είχαν ζωγραφισθεί το 1926 από τον Αγιογραφικό Οίκο της Λάρισας των Χρυσόστομου Παπαμερκουρίου και Παντελή Γκίνη, οι οποίες σήμερα διασώζονται στο σκευοφυλάκιο του ναού. Η «ζωή» αυτού του ναού υπήρξε σύντομη, μόνον 15 χρόνια, αφού την 1η Μαρτίου 1941 καταστράφηκε σοβαρά από τον σεισμό και κρίθηκε κατεδαφιστέος, χωρίς όμως μέχρι το 1946 τουλάχιστον να έχει ακόμα κατεδαφισθεί. Αφού ακολούθησε μια μακροχρόνια προσωρινή στέγαση του ναού σε κατάλληλα διαμορφωμένο οίκημα, που βρίσκεται έως και σήμερα εγκαταλελειμμένος στον προαύλιο χώρο, στις 3 Μαρτίου 1987 έγιναν τα εγκαίνια του σημερινού ναού. [3]
Λάρισα η παλιά πετρόκτιστη γέφυρα και πίσω της το τζαμί του Χασάν Μπέη στο λόφο «Πευκάκια». Εκδόσεις Στεφ. Στουρνάρα (Βόλος), αρχές της δεκαετίας του 1900.
Το τζαμί αυτό ήταν το επισημότερο τη Λάρισας και από τα μεγαλύτερα στον Ελλαδικό χώρο. Κτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, λίγα χρόνια μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς πάνω σε χώρο Βυζαντινής εκκλησίας αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, η οποία με τη σειρά της είχε κτιστεί, κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων, στη θέση αρχαίου ιερού προς τιμήν της θεάς Δήμητρας που υπήρχε εκεί από τους κλασικούς χρόνους.
Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος, η μουσουλμανική κοινότητα σταμάτησε να χρησιμοποιεί και να φροντίζει το τζαμί του Χασάν μπέη, γιατί την εξυπηρετούσε καλύτερα το νεόκτιστο Γενί τζαμί που είχε κτισθεί απέναντι από την Πλατεία Ανακτόρων, εκεί που υπάρχει μέχρι σήμερα. Από την εγκατάλειψη του το τζαμί υπέστη σοβαρές φθορές και το 1908 κατεδαφίσθηκε. Άξια αναφοράς είναι η προσπάθεια που έγινε από τον εκδότη-δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΜΙΚΡΑ» της Λάρισας Θρασύβουλος Μακρής, συνεπικουρούμενος από τον Μιχαήλ Χρυσοχόου, αγωνιστή, χαρτογράφο και συγγραφέα με συνεχή διαβήματα προς τη Νομαρχία Λαρίσης, τη Βακουφική Επιτροπή των συμπολιτών μας Οθωμανών που είχαν τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της κοινότητας τους και προς τον αρχαιολόχο κ. Αρβανιτόπουλο, γνωστό για την πρώτη ανασκαφή και αποκάλυψη του Α΄Αρχαίου θεάτρου της πόλης. Όπως ανέφερε ο Θρασύβουλος Μακρής στις 21/1/1907: «…Συμμεριζόμεθα πάντες την γνώμην του κ. Χρυσοχόου ότι αι αρχαιότητες της Θεσσαλίας και ιδία αι της Λαρίσσης κατεστράφησαν βανδαλικώς σχεδόν υφ΄ ημών των ιδίων ως και το ότι εις τούτο συνετέλεσαν δυστυχώς εκείνοι οι οποίοι ακριβώς έπρεπε να πρωστατεύωσι τα αρχαία κειμήλια. Εις την περίπτωσιν όμως της κατεδαφίσεως του τζαμιού Ορχάν (Χασάν μπέη) δεν ηξεύρομεν ποιοι είναι οι υπεύθυνοι βεβαίως όλαι οι αρχαί από της Νομαρχίας μέχρι της Βακουφικής Επιτροπής φέρουσι μέρος της ευθύνης δια την γενομένην καταστροφήν, τούτο δε συνέβη, διότι έπρεπε προς πάσης ενέργειας η μεν Βακουφική Επιτροπή των συμπολιτών μας Οθωμανών να μη προβεί εις την πώλησιν του υλικού προτού ερωτήση τον κ. Δήμαρχον ή τον κ. Νομάρχην οι οποίοι προς πάσης εγκρίσεως ή μη της προτάσεως ταύτης θα εζήτουν βεβαίως την γνώμην του ειδικού δια την υπηρεσίαν ταύτην εφόρου των Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας κ. Αρβανιτόπουλου, και μετά την λήψιν της γνώμης να προβώσιν εις ταύτην ή εκείνην την ενέργεια…»
Δεξιότερα του τζαμιού παρατηρούμε έναν ορθογωνικό κτίριο με σκεπή και ένα λεπτό πύργο. Αυτός ο χώρος ήταν αποθήκες υλικού πολέμου μέχρι και τον πόλεμο του 1940 που βομβαρδίστηκε πριν την είσοδο των Γερμανών στην πόλη τον Απρίλιο του 1941. Σήμερα και οι δύο αυτοί χώροι (τζαμί του Χασάν μπέη και αποθήκες πολέμου) έχουν κατεδαφισθεί και σε κάποιο σημείο του χώρου αποκαλύφθηκε το Β΄ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας.
Η γιορτή των Θεοφανίων, πιθανόν πριν το 1880. Φωτογραφία από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες» του Δήμου Λαρισαίων.
Η μοναδική ίσως φωτογραφία της γέφυρας του Πηνειού με στηθαίο. Διακρίνονται πολλοί με φέσια και οι κολυμβητές με βράκες έτοιμοι να πέσουν στο νερό. Είναι από τις παλαιότερες που έχουν διασωθεί και τοποθετείται χρονολογικά στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1878-1880), , ο δε φωτογράφος είναι άγνωστος. Την περίοδο εκείνη (1866) γνωρίζουμε ότι υπήρχε στη Λάρισα φωτογραφείο του Γεωργίου Φεχτζή (George Fehtsi) και Σία, με φωτογραφεία του παράλληλα στον Βόλο και τα Τρίκαλα. Επίσης στην πόλη μας δραστηριοποιείτο και ο Γεώργιος Αποστολίδης από το 1870. Λογικά λοιπόν φωτογράφος θα πρέπει να είναι ένας εκ των δύο, με πιθανότερο τον Φεχτζή.
Επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του Στεφ. Στουρνάρα (Βόλος), του 1907. Η λήψη της έγινε από την πλευρά του Τσούγκαρι και απέναντι βλέπουμε τη συνοικία του Βλαχομαχαλά ή Πέρα Μαχαλά, τον τρούλο από την παλιά εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και δεξιά τις δενδροστοιχίες από το πάρκο του Αλκαζάρ.
Για τον κατασκευαστή της γέφυρας αυτής είχαν διατυπωθεί παλαιότερα πολλές απόψεις. Πίστευαν ότι ήταν έργο των ύστερων βυζαντινών χρόνων. Σήμερα όμως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι την είχε ανεγείρει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας [1423] Τουρχάν μπέη. Επομένως πρέπει να χρονολογηθεί σαν κτίσμα του τέλους του 15ου αιώνα. Θεωρείται ότι ήταν η πρώτη γνωστή πέτρινη αμαξιτή γέφυρα του θεσσαλικού χώρου. Μέχρι τότε οι γέφυρες της περιοχής αυτής είχαν στενό οδόστρωμα με μεγάλη καμπύλη, το οποίο επέτρεπε μόνον την διακίνηση πεζών και μεμονωμένων ζώων μεταφοράς. Η γέφυρα της Λάρισας, ήταν μία από τις μεγαλύτερες και στατικά στερεότερες της χώρας. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, το οποίο μόλις επέτρεπε με κάποια δυσκολία τη διασταύρωση δύο αμαξών. Εκτείνονταν επάνω σε εννέα τόξα. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος περιχαρακώνονταν σε χαμηλό ύψος με βαριά λίθινα στηθαία, κατασκευασμένα από μεγάλες πλάκες, τοποθετημένες κάθετα. Η επιμελημένη κατασκευή που είχε η γέφυρα την κράτησε στερεή σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Η Πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισσα και ο Πηνειός Ποταμός. Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Χρονολογία 1930. Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας
Το με τον τίτλο «Η Πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισσα και ο Πηνειός Ποταμός. Έργο του Θεοφίλου Γ. Χατζημιχαήλ 1930», το οποίο είναι αντιγραφή της καρτ ποστάλ αρ. 234 του Στέφανου Στουρνάρα, με ορισμένες διαφορές, ιδίως στην απόδοση των ατμόμυλων της περιοχής στην περιοχή των παλιών Σφαγείων. Επειδή ο Στουρνάρας ήταν από το Βόλο και πόλη διαμονής του Θεόφιλου, λογικό ήταν ότι κάποια στιγμή έφτασαν και στα χέρια του, ο οποίος και την αντέγραψε.
Ο Πηνειός πλημμυρισμένος και στο βάθος ο Άγιος Αχίλλειος, χρονολογία περίπου 1932~3. Φωτογράφος ο Λαρισαίος Ιωάννης Κουμουνδούρος.
Σύμφωνα με τον Θεοδ. Παλιούγκα οι πλημμύρες αποτελούσαν τη δεύτερη σοβαρότερη αιτία θανάτου στη Λάρισα, μετά τα λοιμώδη νοσήματα. Οι περισσότερες και καταστροφικότερες πλημμύρες σημειώνονταν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν, μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις στη δυτική Θεσσαλία ο Πηνειός υπερχείλιζε, και τα πλεονάζοντα νερά του κατέκλυζαν τις παρόχθιες συνοικίες όπως του Πέρα Μαχαλά και τα Ταμπάκικα. Όταν τα νερά αποτραβιόντουσαν, άφηναν πίσω τους περιοχές ερειπωμένες, πολλούς νεκρούς και εκατοντάδες αστέγους, αλλά και εκτεταμένες ζημιές στη γεωργική παραγωγή και στη κτηνοτροφία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄30 όταν αρχικά η ΒΟΟΤ και στη συνέχεια το Υπουργείο Δημοσίων Έργων και οδήγησαν τα νερά του Πηνειού εκτός πόλης, οι οδυνηρές συνέπειες των πλημμυρικών φαινομένων στην πόλη μειώθηκαν.
Από τη παληά Λάρισα – Δειλινό στη γέφυρα. Καρτ ποστάλ του Νικ. Στουρνάρα (Βόλος), του 1938~39.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από την κοίτη του Πηνειού από την πλευρά του Πέρα Μαχαλά, στο ύψος του σημερινού ΚΗΠΟΘΕΑΤΡΟΥ, απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Αχιλλείου. Παρατηρώντας προσεκτικά το τοίχο πίσω από τη γέφυρα (αριστερά) διακρίνεται ο τοίχος του Κέντρου ΚΑΛΛΙΘΕΑ.
Το Καφεζυθοποιείον ΚΑΛΛΙΘΕΑ, λειτουργούσε στο κάτω του Λόφου Ακροπόλεως, στην γωνία των σημερινών οδών Κενταύρων & Καλλιθέας από το 1925, στο λόφο «Πευκάκια» που εκτεινόταν από εκείνο το σημείο έως και την περιοχή του ΤΕΕ. Παρ΄ όλο που η επίσημη ονομασία του ήταν “Καλλιθέα” ο κόσμος το ήξερε σαν “Πευκάκια”, γιατί έτσι το διαχώριζε από το κέντρο “Καλλιθέα” του Μήτσου Μπόκοτα στον Λόφο. Τα “Πευκάκια” γνώρισαν προπολεμικά μεγάλες δόξες. Τα καλοκαίρια έφερνε ορχήστρες και τραγουδίστριες και γέμιζε από κόσμο ο οποίος απολάμβανε δροσιά, ωραία μουσική και χορό.
Με την κήρυξη του πολέμου και την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941 στη Λάρισα, το κέντρο σταμάτησε τη λειτουργία του και λόγω της θέσης του τα στρατεύματα κατοχής το επέλεξαν ως παρατηρητήριο. Από το σημείο αυτό μπορούσαν να ελέγξουν τον θεσσαλικό κάμπο και ιδιαίτερα την παρακείμενη γέφυρα του Πηνειού. Μετά την απελευθέρωση τα “Πευκάκια” λειτούργησαν ξανά, χωρίς όμως την παλιά αίγλη.
Η περιοχή Τσούγκαρι, κάτω από το λόφο Φρουρίου βομβαρδισμένη από του Γερμανούς και η γέφυρα του Πηνειού, ότι είχε απομείνει μετά την ανατίναξη της από του Νεοζηλανδούς. Τέλη Απριλίου του 1941. Συλλογή Βύρωνα Μήτου από το λεύκωμα του Δήμου Λαρισαίων «ΛΑΡΙΣΑ. Η μνήμη της πόλης ΚΑΤΟΧΗ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ 1941-1944.
Η παλιά πετρόκτιστη γέφυρα του Πηνειού ανατινάχτηκε από συμμαχικά χέρια. Οι Νεοζηλανδοί, κατά την οπισθοχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων προς το Νότο, είχαν αναλάβει να καθυστερήσουν την προέλαση των Γερμανών. Γι αυτό το λόγο βρέθηκαν και στην περιοχή της Λάρισας. Πριν 2,5-3 χρόνια που στάλθηκε από ένα διαδικτυακό φίλο τον εγγονό τον Jason Lowe, εγγονό του λοχία Francis Clive Lowe μια δυσανάγνωστη σελίδα από τον ημερολόγιο του παππού του που αναπαριστούσε ένα σκαρίφημα γέφυρας και τα σημεία τοποθέτησης των εκρηκτικών. Πριν μερικούς μήνες μου στάλθηκε και η μετάφραση του κειμένου, από τους διαχειριστές της σελίδας Greece at WWII Archives στο Facebook, διαφωτίζοντας εκείνες τις τελευταίες στιγμές πριν την ανατίναξη της γέφυρας. Ας μεταφερθούμε στη νύχτα της 18ης Απριλίου 1941, μια βραδιά πριν την κατάληψη της πόλης από του Γερμανούς:
Μέσα από το σκοτάδι φάνηκαν σκιές οχημάτων. Ήταν γερμανικά ή βρετανικά; Ή ήταν δικοί μας; (Νεοζηλανδοί) Η καρδιά μου χτύπαγε σαν σφυρί στο στήθος μου. Αργά σήκωσα το τουφέκι και ψιθύρισα στον εαυτό μου.
«Θα πάω κάτω με αυτό το πράγμα που φλέγεται ούτως ή άλλως.” Δεν αναγνώριζα τη δική μου φωνή.
«Γεια σας» Μια φωνή, βγήκε από το σκοτάδι.
“Δόξα το Θεό” απάντησε ο λοχίας μας: “Ποιος είναι;”
“Νεοζηλανδική Μηχανοκίνητη Μεραρχία Ιππικού” ήταν η απάντηση. Σταμάτησαν.
“Γεια σου λοχία.” είπε ένας αξιωματικός καθώς βγήκε. “Είμαστε οι τελευταίοι από τον στρατό μας, είμαστε όλοι από τη νότια πλευρά τώρα. Καλύτερα να βιαστείτε. Οι Γερμανοί είναι σχεδόν στην ουρά μας.”
“Ναι Κύριε” απάντησε ο Redmond. “Δεξιά αγόρια πίσω στο έμβολο και θα την τινάξουμε στον αέρα (την γέφυρα)”, μας φώναξε. Το Bren Carrier έφευγε μακριά καθώς σπεύσαμε πίσω στο ηλεκτρικό έμβολο.
“Μα το θεό, στοιχηματίζω ότι ανεβαίνει σε μια αποθήκη πυρομαχικών» είπε ο Τζακ
Παρακολουθούσαμε καθώς ο λοχίας πήρε τη λαβή του εμβόλου και στα δύο χέρια. Το πάτησε για μια στιγμή και έπειτα πιο δυνατά. Μια λαμπρή λάμψη φωτίζει ξαφνικά ολόκληρο τον ουρανό και μια απίστευτη έκρηξη χωρίζει στα δυο τον αέρα. Εκεί που ήμασταν, αισθανόμασταν ασφαλείς, αλλά η γη βυθίστηκε κάτω από τα πόδια μας, και σε έναν από μας ένα κομμάτι σκυροδέματος καρφώθηκε πάνω στο κράνος του. Τον τίναξε πάνω για ένα δευτερόλεπτο, αλλά μετά από λίγο το ξεπέρασε γελώντας.
Επιστρέψαμε στη γέφυρα ή εκεί που βρισκόταν κάποτε αυτή. Θα έλεγα ότι κάναμε τέλεια δουλειά. Ο λοχίας σταμάτησε κοιτάζοντας τα συντρίμμια.
“Λοιπόν, είναι μια πρωτοκλασάτη δουλειά παιδιά” είπε.
“Έλα ρε Λοχία” είπε ο Jim “Δεν είναι καλό να περιμένουμε άλλο εδώ τώρα, ας φύγουμε”.
Ακόμη και την στιγμή που ο Jim μιλούσε, ακούσαμε φορτηγά στο δρόμο, ο θόρυβος σε μια περίπτωση έμοιαζε από τάνκ. Ακούγοντας προσεκτικά ανακαλύψαμε ότι έρχονται από τη Λάρισα. Κάποιος φώναξε από ένα Bren Carrier.
“Για όνομα του Θεού! Οι Αυστραλοί έφυγαν τη νύχτα στις 9 το βράδυ και οι Γερμανοί διέσχισαν τον ποταμό στις δέκα” ήταν ο αξιωματικός από το τελευταίο όχημα Bren που μίλησε. Mετά από μια σύντομη παύση συνέχισε “Επέστρεψα για να σας προειδοποιήσω, δεν σας έμεινε καθόλου χρόνος, οι Γερμανοί περιμένουν μόνο το φως της ημέρας πριν εισέλθουν στη Λάρισα. Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι δεν έχουν μείνει δικοί μας στη Λάρισα. Όλοι κατευθύνονται προς τη Λαμία, δηλαδή όσοι έμειναν.”Ακολουθήστε με τα φορτηγά σας” Είδε τη κατεστραμμένη γέφυρα. “Είναι μεγάλη δουλειά” ήταν το μόνο σχόλιό του.
“Ναι, αλλά ποιο το όφελος, αν είναι ήδη (οι Γερμανοί) πάνω από πέντε μίλια μπροστά μας.”
“Ναι, αλλά θα κρατήσει τα τάνκς τους μακριά για λίγο.”
Ήμασταν ήδη στο φορτηγό. Ξεκίνησε με ένα βρυχηθμό και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακολουθούσαμε τα Bren. Νομίζω ότι όλοι αφήσαμε ένα αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς το φορτηγό πήρε ταχύτητα.
Πηγαίνοντας δίπλα από την Λάρισα στην ανατολή της αυγής δεν θα μπορούσα παρά να σκεφτώ “Λάρισα μόλις πριν λίγες εβδομάδες ήσουν μια όμορφη μικρή ελληνική πόλη, τότε ένας σεισμός σε χτύπησε! Την προηγούμενη νύχτα οι παλιο- Ιταλοί πήραν αβαντάζ στον πόνο σου και τώρα οι Γερμανοί έχουν αποτελειώσει την καταστροφή σου. Σε αποχαιρετώ…” [4 ]
Γέφυρα του Πηνειού. Ζωγράφος Δημήτριος Γιολδάσης. Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ – ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ.
Ο Δημ. Γιολδάσης μας μεταφέρει στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής με μια καθημερινή εικόνα στην περιοχή της γέφυρας και του παραποτάμιου δρόμου, της σημερινής οδού Καλλιθέας. Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε την ξύλινη προσθήκη, που είχε γίνει από τους Γερμανούς ,για να μπορέσουν να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι μετακινήσεις βαρέων οχημάτων και αυτοκινήτων από και πως τη Λάρισα.
Έντονη είναι η κίνηση όχι μόνο πάνω στο κατάστρωμα της γέφυρας, αλλά και στον παρόχθιο δρόμο, από άμαξες και πεζούς. Στο βάθος βλέπουμε το άλσος Αλκαζάρ με το σπιτάκι του φύλακα και το Ηρώο των πεσόντων του «ατυχούς» Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και τον Όλυμπο.
Γέφυρα Πηνειού και πίσω της ο λόφος Ακροπόλεως, 1957~8. Εκδότης: IRIS-Χασσίδ, φωτογράφος Κ. Στουρνάρας (Αθήνα).
Στη φωτογραφία βλέπουμε τη τσιμεντένια γέφυρα του Πηνειού, με δυο ρεύματα κυκλοφορίας ένα εισόδου και ένα εξόδου από την πόλη. Η λήψη της είναι από την πλευρά του Πέρα Μαχαλά. Στο βάθος φαίνεται το παλιό ρολόι της Λάρισας, ενώ απουσιάζει από το πλάνο ο ναός του Αγίου Αχιλλίου. Ήταν η περίοδος πριν ξεκινήσει η κατασκευή του ναού, που γνωρίζουμε έως σήμερα. Τη δεκαετία του ΄50, για προσωρινή χρήση, ο ναός στεγαζόταν σε μια ξύλινη κατασκευή, την επονομαζόμενη ως «Παράγκα», στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το Ηρώο της πόλης μας, δίπλα στο αναψυκτήριο «ΦΡΟΥΡΙΟ» .
Λάρισα Υδροφόρος. Καρτ ποστάλ – φωτογραφία, του 1910 περίπου, του φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα από τον Βόλο.
Απεικονίζει τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνικό Επιμελητήριο. Στο κέντρο ένα άλογο είναι φορτωμένο με ασκούς και από τις δύο πλευρές της ράχης του. Ο ιδιοκτήτης του ζώου κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γεμίζει με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά), για να μεταφέρει το περιεχόμενό τους στην πόλη και να το πουλήσει.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι της Λάρισας υδρεύονταν είτε από τα νεροπήγαδα που υπήρχαν σε ορισμένα σπίτια, είτε από δημόσιες κρήνες είτε από τον Πηνειό. Πιο τυχεροί οσοι κατοικούσαν στις παραποτάμιες συνοικίες γιατί το μετέφεραν, συνήθως, μόνοι τους με υδροδοχεία, ενώ οι συνοικίες στο εσωτερικό της πόλης το αγόραζαν από τους νερουλάδες, τους λεγόμενους και Σακατζήδες, προερχόμενη από την τούρκικη λέξη sakkaci.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ΕΛΛΑΣ (τεύχος 6, στις 6/1/1908) ο ανταποκριτής της εφημερίδας ονόματι Φρύνος [5] «συναντά κανείς πολύ συχνά, ιδίως τώρα, κατά τας ημέρας του χειμώνος, εις τας οδούς της Λαρίσσης, μερικούς ρακένδυτους. Σύρουν από του χαλινού άλογα ισχνά, ενώ ο θρους της βροχής και οι μονότονοι του ίππου κωδωνισμοί αναμιγνύονται με τον τριγμόν των συγκρουόμενων οδόντων των. Είναι οι ταλαίπωροι βιοπαλαισταί, οι κατά το Θεσσαλικό ιδίωμα ονομαζόμενοι Σακαντζήδες, οι οποίοι υδρεύουν την Λάρισσαν δια του αρχέγονου συστήματος δυο ιδιότροπων ασκών, οίτινες ενίοτε αποτελούν εστίας νόσων. Οι Σακαντζήδες λοιπόν ούτοι, ή καλιακούδες (κολιοί), κατερειπωμένα τινά εναπομείντα τεμένη και η συνήθης ερημιά των οδών αδικούν την κατά τα άλλα συμπαθεστάτην Λάρισσαν, διότι της προσδίδουν κάτι τι το Τούρκικον. Η κοινωνική κίνηση είνε χαλαρά, διότι δεν υπάρχει, είτε διότι δεν φαίνεται. Ήθελα να δώσω μια εικόνα της ζωής των δεσποινίδων της Λαρίσσης. Αλλά εδώ συχνότερα συναντώμαι με κομήτην, παρά με δεσποινίδα.»
Γέφυρα Πηνειού και στο βάθος ο Άγιος Αχίλλειος. Απεικονίζει τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνικό Επιμελητήριο. Καρτ ποστάλ του Στ. Στουρνάρα (Βόλος), χρονολογία δεκαετία του 1910.
Οι σακάδες ή σκατζήδες είχαν ως επάγγελμα την τροφοδοσία της πόλης με καθαρό νερό. Όπως περιγράφει ο παλιός Δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, χάρη στις ενέργειές του η Λάρισα έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο υδρεύονταν η πόλης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων, εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων, φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν δια βυτίων, φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς, αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ».
Θεσσαλία Πηνειός. Καρτ ποστάλ του Στέφ. Στουρνάρα (Βόλος) Νο 237, της περιόδου 1907-10.
Η λήψη της φωτογραφίας είναι περίπου στο σημείο κάτω από το σημερινό Κηποθέατρο, ανάμεσα από το Αλκαζάρ και τη συνοικία Ταμπάκικα. Στη μέση του ποταμού υπήρχε μια ξέρα που οι κάτοικοι ονόμαζαν «νησάκι», η οποία δίχαζε σ΄εκείνο το σημείο το ποτάμι και ήταν ευμεγέθης γι αυτό το λόγο και της είχε αποδοθεί το προσωνύμιο «Νησάκι». Με τα έργα διευθέτησης της κοίτης και της ροής του Πηνειού το νησάκι ενσωματώθηκε στην παρόχθια κοίτη.
«Πανόραμα της Λαρίσσης». Απεικονίζει τη σημερινή συνοικία Ταμπάκικα, όπως ήταν γύρω στα 1902 και ο φωτογράφος είναι άγνωστος.
Τα Ταμπάκικα ή Ταμπαγλί (των Βυρσοδεψείων) είναι καταγεγραμμένη ως αμιγώς μουσουλμανική κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Δεν είναι ξεκάθαρο το πότε ακριβώς εγκαταστάθηκαν χριστιανοί στο συνοικισμό, αλλά στις αρχές του 19ου αιώνα συγκαταλέγεται μεταξύ των έξι χριστιανικών συνοικιών της Λάρισας. Κύριο χαρακτηριστικό της συνοικίας είναι η στενή και άναρχη ρυμοτομία, που την ακολουθεί έως και σήμερα. Όπως είναι ευδιάκριτο και στη φωτογραφία ενώ στην πρώτη σειρά βρίσκονται στοιχισμένα τα βυρσοδεψεία με τα μεγάλα ανοίγματα, για το αέρισμα των δερμάτων, στην πίσω σειρά τα σπίτια και οι αυλές, λόγω της πυκνής δόμησης, μοιάζουν να αλληλεπικαλύπτονται από τις γειτονικές κατοικίες.
Η λήψη της φωτογραφίας έχει γίνει από το λόφο Ακροπόλεως, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Ηρώο. Χαμηλά κάτω η γυμνή περιοχή αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου, η οποία όπως φαίνεται καθαρά στη φωτογραφία, δεν ακολουθούσε τη σημερινή ευθεία πορεία, αλλά διακόπτονταν από διάφορα εμβόλιμα κτίσματα. Επάνω δεξιά, μόλις διακρίνεται ένα μεγάλο μέρος του ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Στο βάθος ο Πηνειός φαίνεται να «αγκαλιάζει», στη βορεινή πλευρά, τη συνοικία σαν τοίχος προστασίας.
Η συνοικία Ταμπάκικα της Λάρισας και ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Ο χωματόδρομος μπροστά μας είναι η σημερινή Γεωργιάδου. Χρονολογία: αρχές της δεκαετίας του 1930.
Σύμφωνα με την παράδοση που είναι διάχυτη από πολλά χρόνια, το 1876 ο ιδιοκτήτης του χώρου όπου σήμερα υπάρχει ο ναός της Παναγίας θέλησε να κτίσει έναν ταμπαχανέ, δηλ. βυρσοδεψείο. Κατά την εκσκαφή για την κατασκευή των θεμελίων του, οι εργάτες κάποια στιγμή έφθασαν σε σημείο όπου το έδαφος ήταν υγρό και όσο η εκσκαφή προχωρούσε άρχισε να αναβλύζει νερό, μέσα από το οποίο φανερώθηκε ξαφνικά ένα εικόνισμα της Παναγίας. Στο σημείο αυτό κτίστηκε το 1877 ένα μικρό εκκλησάκι το οποίο, όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Παλιούγκας, αναφέρεται ως «Παρεκκλήσιον Φανερωμένης» ή ως «Παρεκκλήσιον Ταμβάκικα». Έπειτα από τρία χρόνια (1880), στη θέση του παρεκκλησίου άρχισε η ανοικοδόμηση του γνωστού προπολεμικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Μάλιστα ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης απηύθυνε στο ποίμνιο της μητροπόλεως παραινετική επιστολή, με την οποία τους προέτρεπε να συμβάλλουν οικονομικά στην ταχύτερη αποπεράτωση του ναού. Όλοι οι πιστοί και κυρίως οι κάτοικοι της συνοικίας ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα για την ανέγερση όχι μόνον οικονομικά, αλλά και με την προσφορά εθελοντικής εργασίας. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή ήλθαν και οι συντεχνίες των βυρσοδεψών, των σαμαράδων, των τσαρουχάδων και σανδαλοποιών που είχαν τα εργαστήριά τους στη συνοικία.
Εν τω μεταξύ ήλθε η στιγμή της απελευθέρωσης της Λάρισας από τους Τούρκους και επειδή αργούσε η ολοκλήρωση του ναού λόγω οικονομικών δυσχερειών, έγινε περιφορά της εικόνας και σε όμορες επισκοπές της μητροπόλεως Λαρίσης (Δημητριάδος, Πλαταμώνος, Γαρδικίου). Ο αρχικός ναός του 1880 διατηρήθηκε ακέραιος μέχρι τον μεγάλο σεισμό του 1941. Τότε κατέρρευσε το κομψό κωδωνοστάσιο και επηρεάσθηκε σημαντικά η ακεραιότητα της τοιχοποιίας.
Οι ζημιές στην τοιχοποιία επισκευάσθηκαν σύντομα,ενώ περίπου το 1950 κατασκευάσθηκε νότια του ναού νέο ψηλό τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Ακολούθησαν διάφορες προσθήκες και κατασκευές στα πλάγια του ναού σε τέτοιο σημείο, ώστε εσωτερικά έδινε την εντύπωση πεντάκλιτης βασιλικής.
Όλες αυτές οι διορθωτικές παρεμβολές στη χωρητικότητα του ναού κράτησαν μέχρι το 1992. Τη χρονιά αυτή ο λαβωμένος από τον σεισμό ναός κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο σημερινός ναός. [6]
Μερική άποψη της συνοικίας Ταμπάκικα φωτογραφημένη από το λόφο Ακροπόλεως. Χρονολογία: 1958. Η φωτογραφία προέρχεται από τον αγαπητό φίλο και μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας κ. Σπύρο Μπαρμπούτη.
Μια παρέα συμμαθητών και φίλων φωτογραφίζονται στα σκαλάκια που οδηγούν στην οδό Γεωργιάδου, με φόντο τη συνοικία Ταμπάκικα στη Λάρισα. Πρόκειται για τους (με τυχαία σειρά): Μπαρμπούτη Σπ., Ζιώτα Μ., Αλβίζο Αντ., Πασχαλίδη Κ., Πουλτσάκη Μ. & Γκαρέλη Γ. (με τυχαία σειρά).
Τμήμα της συνοικίας Ταμπάκικα και ο Μύλος του Παππά στη Λάρισα, περίπου το 1910. Από το αρχείο του Nicholson Museum. Φωτογράφος: William J Woodhouse.
Η λήψη της φωτογραφίας είναι από το λόφο Ακροπόλεως με κατεύθυνση την βρειοανατολική πλευρά της πόλης. Μπροστά μας είναι τμήμα της συνοικίας Ταμπάκικα, η σημερινή οδός Γεωργιάδου και στο βάθος η χαρακτηριστική κορυφή της Όσσας. Ήταν από τους πρώτους μύλους που χτίστηκαν στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1881. Δεξιά μας ο μιναρές που βλέπουμε πρέπει να ανήκει στο τζαμί του Ταμπακχανέ Μαχαλεσί, όπως το ονομάζει ο θεοδ. Παλιούγκας, και το τοποθετεί με «ασφάλεια» στη βορειοανατολική γωνία της συμβολής των οδών Γεωργιάδου & Διονύσου, ενώ κυριαρχεί στο μέσο της φωτογραφίας ο Μύλος του Παππά, πριν την πυρκαγιά του 1920 που προκάλεσε σημαντικές ζημιές στο κτίριο και στα μηχανήματά του.
«Υπάρχει, όμως, κάτι μεγάλο και τρανό και ογκώδες που άντεξε σ΄ αυτές τις αλλαγές. Άντεξε στο χρόνο. Τουλάχιστον εξωτερικά. Είναι σαν σήμα κατατεθέν της Λάρισας, σαν σήμερα κατατεθέν της συνοικίας στην οποία είναι χτισμένος. Ο «Μύλος του Παππά». Που παραμένει όρθιος, μοναδικός, τεράστιος στη θέση του, δεκάδες χρόνια. Συνώνυμος της συνοικίας που ανήκει. Λες «Μύλος του Παππά» κι εννοείς Ταμπάκικα. Λες Αμπελόκηποι και χρωματίζεις το «Μύλο» ανέφερε ο Νίκος Κύρκος. Και συνεχίζει «Σαν μια τεράστια κυψέλη ήταν το εσωτερικό του. Κι ο αυλόγυρος σειόταν από γέλια, κίνηση, φωνές, βρισιές, ζωτικότητα… Όλοι ήταν ζωηροί, όλοι γελαστοί και άσπροι, με τις οπλές των αλόγων και τις ρόδες των διπλόκαρων να καλοναρχούν στην πιάτσα. Θαρρούσες πως από κει έτρωγε ψωμί η μισή Λάρισα. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της πόλης. Δέσποτας πραγματικός, δέσποζε της περιοχής ο Μύλος. Τίποτα σπουδαίο δεν υπήρχε γύρω του. Στη δυτική πλευρά χαμόσπιτα. Στην ανατολική χαντάκια, τριβόλια, βρομούσες, βούζια, ρίχια, σκουπίδια, ατάκτως ερριμένα. Ούτε ζευγαράκια δεν τολμούσαν να βγουν ραντεβού εκεί, φοβούμενα τις ερημιές και τα βαθιά σκοτάδια. Μακρύτερα μόνο το Νοσοκομείο κι ανάμεσα ο Πηνειός, που πότε σιωπηλός και πότε τρομερός, τραβούσε – και τραβάει – την αιώνια κατηφόρα για τα Τέμπη.» [7]
Οδός Γεωργιάδου, από τα ΚΤΕΛ προς την γέφυρα. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα, του 1960. Από την ιστοσελίδα της ΔΕΥΑΛ.
Τότε που η πόλη είχε ακόμη χωματόδρομους, που όταν έβρεχε, συχνό φαινόμενο τότε, μετατρέπονταν σε λασπόδρομους. Εκεί, στα αριστερά μας, πριν τα σημερινά ΚΤΕΛ, βρισκόταν το παλιό κλωστοϋφαντουργείο της πόλης. Σήμερα στο ισόγειο της πολυώροφης οικοδομής στεγάζεται στο ισόγειο του το υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας πώλησης ηλεκτρονικών συσκευών. Ενώ λίγο πιο κάτω στα δεξιά μας συναντάμε το χώρο του «Μύλου του Παππά».
Λάρισα, Ατμόμυλος στον Πηνειό, επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του Στεφ. Στουρνάρα (Βόλος), No 233, αρχές του 1910.
Πρόκειται για την περιοχή κοντά στα Σφαγεία και ο Μύλος που φαίνεται είναι ο Μύλος του Τσιμπούκη στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κατάστημα “ΠΛΑΙΣΙΟ” στην οδό Γεωργιάδου. Στο βάθος αριστερά το Κουτλιμπάνειο Νοσοκομείο της πόλης.
Άποψη του Πηνειού με το νταλιάνι που υπήρχε προπολεμικά στην περιοχή των Σφαγείων της Λάρισας. του Λαρισαίου φωτογράφου Παντελή Γκίνη. Χρονολογία: περίπου 1935.
Μια άλλη αγαπημένη συνήθεια των Λαρισαίων στον Πηνειό ήταν το ψάρεμα. Το ποτάμι είχε πολλά και πολύ γλυκά ψάρια, τα σαζάνια και τους γουλιανούς. Ψάρευαν καθημερινά μικροί και μεγάλοι, άλλοι με βάρκες, άλλοι από τις όχθες, ενώ πολλοί έριχναν τα δίχτυα τους στα νταλιάνια, όπως το εικονιζόμενο, που ήταν φωλιές ψαριών κατάλληλες για αναπαραγωγή φτιαγμένες με ξύλα και πέτρες.
Αν παρατηρήσετε με προσοχή τη φωτογραφία θα δείτε τις δυο εκκλησίες, πάνω αριστερά τον Άγιο Αχίλλιο και δεξιά της Παναγίας στα Ταμπάκικα, ενώ ανάμεσα τους υψώνεται η καμινάδα από τον Μύλο του Τσιμπούκη. Ο μύλος του Παππά κρύβεται από τη δενδροστοιχία.
“Δημοτικά Σφαγεία Λαρίσης”, όπως έγραφε και η παλιά ταμπέλα στην είσοδο του χώρου, στην οδό Αεροδρομίου. Χρονολογία: 12-9-1985. Φωτογράφος: Βαγγέλης Ρηγόπουλος, συνταξιούχος δημοσιογράφος και μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας.
Στους εφήβους της δεκαετίας του ΄80 ο χώρος των «Σφαγείων» ήταν περισσότερο συνυφασμένος με το διπλανό γήπεδο μπάσκετ, παρά με το κτίριο. Τόπος συνάντησης μας σχεδόν καθημερινός τα καλοκαίρια.
Ο χώρος άρχισε να αλλάζει από τις αρχές του ’90 όταν τα εγκατεστημένα Σφαγεία, τα οποία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της περιοχής μέχρι το 1989, με απόφαση του Δημ. Συμβουλίου Λάρισας σταμάτησαν τη λειτουργίας τους, για λόγους δημόσιας υγείας. Το 1990 το κτίσμα ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο διότι, όπως αναφέρεται στο πρακτικό της απόφασης, αποτελεί αξιόλογο δείγμα σιδηράς κατασκευής των αρχών του αιώνα μας, κατάλληλο για τη μελέτη της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής στον τομέα αυτό . Συντηρήθηκε και εδώ και δυο δεκαετίες περίπου στεγάζει Δημοτικές Υπηρεσίες.
Ελπίζω να μην σας κούρασε το οδοιπορικό μας κατά μήκος του Πηνειού ποταμού και των παρόχθιων περιοχών, εξάλλου στις μέρες μας πολλοί Λαρισαίοι, περιπατητές και ποδηλάτες, κάνουν τακτικά αυτή τη διαδρομή, είτε για λόγους άθλησης, είτε αναψυχής. Ελπίζω την επόμενη φορά που θα ακολουθήσετε αυτή τη διαδρομή να σταματήσετε σε κάποια από τα σημεία που αναφέρθηκαν στη σημερινή δημοσίευση και να παρατηρήσετε, με την ματιά ενός «παλιού» Λαρισαίου, τις μεταβολές που έχουν γίνει στην πόλη μας. Να αναζητήσετε τα ψήγματα εκείνα που συνδέουν το παρελθόν με το σήμερα. Καλά αναζήτηση.
Το οδοιπορικό μας στην παλιά Λάρισα συνεχίζεται…
Οδοιπορικό στην παλιά Λάρισα Ι
Οδοιπορικό στην παλιά Λάρισα ΙΙ
Θωμάς Ζ. Κυριάκος
thomask.larissa@gmail.com
Μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας
[1] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα Ι – Το πάρκο Αλκαζάρ και η συνοικία του Πέρα Μαχαλά», LarissaPress 29/3/2020.
[2] Η Λάρισα από την απελευθέρωση μέχρι το 1950-Γεωργίου Ζιαζιά, κεφ. Μαχαλάδες-Εκκλησίες-Πηνειός
[3]Λάρισα-Μια εικόνα χίλιες λέξεις «Ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αθανασίου» Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 8/1/2014
[4] Days of Khaki. Mainland Greece and Crete. Francis Clive Lowe. Κεφ. 7 «Η ανατίναξη μιας γέφυρας»
[5] Εκείνη την εποχή τις περισσότερες φωτογραφίες τις έστελνε ο Ιπποκράτης Κουτσίνας και ο Σωκράτης Γκολφινόπουλος.
[6] Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα «Ο ναός της Παναγίας στα Ταμπάκικα» Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 24/1/2015
[7] Γκρανκάσα – Νίκος Κύρκος. Στο ένθετο Reporter της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 21/11/2004. Από το βιβλίο «Λάρισα – Μια πόλη στη λογοτεχνία» επιμ. Θωμά Ψύρρα