Γράφει η Χρυσάνθη Τσιαμπαλή
Υπογραμμίζω με το μολύβι μου μια φράση στο βιβλίου που διαβάζω και σηκώνω το βλέμμα στο παράθυρο. Η μέρα βαριά, συννεφιασμένη και βροχερή. Αγαπώ τις βροχερές μέρες. Κουβαλούν μια χαλαρότητα και μου τη μεταδίδουν. Χρειάζομαι τη βοήθειά τους όμως πια;
Έχω μπροστά μου ένα ωραίο βιβλίο και χρόνο να υπογραμμίζω τους ευφυείς διαλόγους και να αναστοχάζομαι με αφορμή τις ζωές των ηρώων. Δεν υπάρχει τίποτα που να επείγει, καμιά υποχρέωση που να με αναγκάζει να τρέχω. Τρέχω μονάχα από το ένα παιδικό δωμάτιο στο άλλο για να τσεκάρω αν είναι επιτυχείς οι διαδικτυακές συνδέσεις, οι εγγραφές στις εκπαιδευτικές πλατφόρμες και οι τηλεδιασκέψεις των παιδιών με τους δασκάλους τους. Για ανθρώπους σαν εμένα, που θα μπορούσα να μείνω μέρες στο σπίτι χωρίς να νιώσω την ανάγκη να βγω, η συνθήκη θα φάνταζε ιδανική.
Από το καθιστικό ακούω αμυδρά τη φωνή του υφυπουργού πολιτικής προστασίας στο ημερήσιο ραντεβού ενημέρωσης. Μου υπενθυμίζει πως για να βγω από το σπίτι μου πρέπει να ζητήσω άδεια. Όχι, δεν χρειάζομαι πια τις βροχερές μέρες να μου χαρίσουν τη χαλαρότητα· την επέβαλλε η καραντίνα.
Αναστενάζω βαθιά και σκύβω στο βιβλίο μου. Διαβάζω για τον ήρωα της ιστορίας: «…κατατρύχετε από την αμφιβολία για ό,τι θεωρούσε αληθές, και απ΄ το φόβο του θανάτου». Προσθέτω δίπλα στο «αληθές» το «δεδομένο» και στη φράση αυτή μάς συναντώ.
Αναλογίζομαι όλα εκείνα που θεωρούσαμε «αληθή» και «δεδομένα»: τη δύναμη της ύλης, τα επιτεύγματα του ανθρώπου, την αέναη κίνηση του τεχνητού μας κόσμου – ο φυσικός λίγο μας ένοιαζε και ευτυχεί πλέον χωρίς εμάς – τον άνθρωπο ως μηχανή παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών. Διακρίνω τη ρωγμή που έχουν υποστεί. Απ’ αυτή τη ρωγμή τρυπώνει εύκολα η σκιά του θανάτου. Όχι πως είναι απρόσμενο πράγμα για τον άνθρωπο ο θάνατος. Αντιθέτως. Τον ακολουθεί πιστά και περιορίζει συχνά τις επιλογές του. Μα ποτέ ξανά σε καιρό ειρήνης, τόσο συνειδητά, τόσο απόλυτα και τόσο μαζικά όπως συμβαίνει τις μέρες που διανύουμε. Μερικά δισεκατομμύρια άνθρωποι σε κατάσταση εγκλεισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης, με στόχο να σώσουν ο ένας τον άλλον, τους αγαπημένους τους, τους εαυτού τους. Πόσο απόλυτη η ομοιότητα για τους ανθρώπους όλου του πλανήτη. Πόσο κοινή η μοίρα.
Κοιτώ ξανά από το παράθυρο. Στον έρημο μουσκεμένο δρόμο διακρίνω τώρα ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τρέχουν φορώντας τα αντιανεμικά τους. Εκείνος την πλησιάζει και της φορά την κουκούλα. Εκείνη του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Και έπειτα οι δρόμοι τους χωρίζουν. Χαμογελάω. Να διάλεξαν το 6; Να αθληθούν για να συναντηθούν; Περισσότερο δύσκολο μου φαίνεται να μείνεις σπίτι, όταν είσαι ερωτευμένος, παρά όταν έχεις οικογένεια και παιδιά. Τα παιδιά τιθασεύονται και στους ενήλικες υπερισχύει – κάποτε – η λογική. Στους ερωτευμένους ούτε τα συναισθήματα τιθασεύονται ούτε η λογική ευδοκιμεί.
Σκύβω και πάλι στο βιβλίο μου πιο ανάλαφρη αυτή τη φορά. Ο έρωτας παντοτινό αντίδοτο στον φόβο του θανάτου.
Ποιος ξέρει; συλλογίζομαι. Ίσως κάποτε, ίσως, ο ανθρωπισμός να αποτελέσει το αντίδοτο στη δίνη του υλικού μας κόσμου.
Ίσως κάποτε τα «αληθή» και «δεδομένα» να είναι διαφορετικά.
Η φράση βρίσκεται στο βιβλίο, Ζαν Μπαρουά του Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ, εκδ. ΠΟΛΙΣ