Στη φετινή Μεγάλη εβδομάδα, λόγω της πανδημίας, ο καθένας βιώνει μικρές (ή μεγαλύτερες) ματαιώσεις που δημιουργούν θλίψη, επώδυνα συναισθήματα (σαν καρφιά στην ψυχή) κι ένα αγκάθινο στεφάνι ως το άγριο όριο του ελέγχου της πανδημίας…βιώνει εν ολίγοις τις δικές του «σταυρώσεις». Όσο όμως τις βιώνει αναστοχαστικά είναι σαν να τις επιτρέπει να φωτίσουν πτυχές του εαυτού του που χρειάζεται να αφήσει πίσω και μέσα από τις απώλειές τους να αναζητήσει καινούργιες, να βιώσει με άλλα λόγια το δικό του «δράμα» ως αφετηρία μιας εσωτερικής διαδρομής από την σταύρωση, στην ανάσταση και τη χαρά.
Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού δημιούργησε αφενός μεν την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης, ενισχύοντας το αίσθημα πως μόνο ΜΑΖΙ, ενωμένοι θα τα καταφέρουμε, αφετέρου δε μια συνθήκη ανασφάλειας όπου πολλοί άνθρωποι για να την αντέξουν και κυρίως να τη νοηματοδοτήσουν, χρειάστηκε να θωρακίσουν τον ψυχισμό τους με άμυνες ή να «κατασκευάσουν» σωτήρες και εξιλαστήρια θύματα. Τα υποκείμενα που ενσαρκώνουν αυτούς τους ρόλους, τόσο τους ηρωικούς (βλ. κ. Τσιόδρα), όσο κι αυτούς του «αποδιοπομπαίου τράγου» (βλ. Ρομά) είναι κατά βάση κατασκευές του ψυχισμού των ανθρώπων, οι οποίες δημιουργούνται από ανασφάλεια και την ανάγκη μετάθεσης της ευθύνης, του φόβου και της αγωνίας σε κάτι έξω από αυτούς. Ως υποκειμενικές λοιπόν κατασκευές υπόκειται αποκλειστικά στη βούληση των ανθρώπων το αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως τέτοιοι και, συνεπώς, δε θα αποτελέσει έκπληξη με την πρώτη αναποδιά οι ήρωες αυτοί να αμφισβητηθούν και (ίσως δυσκολότερα) τα μαύρα πρόβατα να καταστούν «θύματα». Η ανασφάλεια βέβαια δεν γεννά μόνο αμυντικούς μηχανισμούς ή ήρωες και αποδιοπομπαίους τράγους, αλλά και ενδεχόμενους εχθρούς. Έτσι ο διπλανός μας από συν-κοινωνός μετατρέπεται σε φορέα κινδύνων, εν δυνάμει φορέα του «φονικού ιού», γεννώντας ένα «φόβο προς τον άλλο», τον καταπατητή του ζωτικού μας χώρου. Ιδίως δε όταν ο άλλος, ο εν δυνάμει εχθρός όπως αναφέρθηκε, είναι πολύ διαφορετικός από εμάς τότε φαντάζει ακόμη περισσότερο επικίνδυνος. Και το παράδοξο είναι πως στη φαντασίωση αυτή ο «επικίνδυνος» δεν ορίζεται μόνο από εκλογικευμένα χαρακτηριστικά, δεν αφορά δηλαδή τις απαραίτητες ενέργειες προφύλαξης του ενός από τον άλλο, αλλά τις αόρατες απειλές που εγείρουν οι προσωπικές φοβίες.
Τρόπον τινά η πανδημία δημιούργησε και μια κρίση του ΕΜΕΙΣ και αυτή με τη σειρά της μια αποσταθεροποίηση που καταλύει το ΕΓΩ, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε κρίση. Η εν λόγω αποσταθεροποίηση οδηγεί με τη σειρά της σε διχασμούς -εσωτερικούς και εξωτερικούς- με αποτέλεσμα την εμφάνιση ατομικών σχεδίων και ελιγμών σωτηρίας. Η αιτία της εξατομίκευσης είναι ότι στη διάρκεια μιας κρίσης οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν αναστοχαστικά, έχουν απλώς την ανάγκη για δράση, επείγει να αποφύγουν τον κίνδυνο, οπότε ενεργοποιείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και γίνονται περισσότερο παρορμητικοί ή παθητικοί, δρουν με άλλα λόγια υπό το καθεστώς του θυμού και του φόβου. Ιδιαίτερα σε μία κατάσταση όπως η τωρινή, η οποία αποτελεί ένα κομβικό σημείο ιστορικών διαστάσεων, οι διεργασίες in vivo δεν μπορούν να αξιολογηθούν συγχρονικά. Παρότι οι Έλληνες βρισκόμαστε σε μια διαρκή μεταβατική φάση με πολλαπλές εναλλαγές, παρότι δηλαδή έχουμε αποκτήσει μια εμπειρία στις μεταβάσεις βρισκόμαστε για ακόμη μια φορά αμήχανοι μπροστά στο κύμα των αλλαγών που έφερε και θα φέρει η πανδημία του κορωνοϊού.
Στις αμήχανες αυτές στιγμές, στην αποσταθεροποίηση της κρίσης, οι άνθρωποι προσπαθούν να πιαστούν από οικείες συμπεριφορές κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό εφευρίσκουν υποκατάστατα αυτών με συνέπεια αρκετές φορές να ακροβολίζονται και να ταμπουρώνονται εμφατικά σε μια ακραία θέση. Έτσι δημιουργούνται απόλυτες φωνές, τέτοιες που επιχειρούν να προσδώσουν μια νότα «ασφάλειας», που καταπραϋνουν δηλαδή το αίσθημα του φόβου του αόρατου εχθρού κατασκευάζοντας και μεταφέροντας το φόβο προς διάφορους ορατούς «εχθρούς». Στην οχλοβοή της κρίσης η δημιουργία εχθρών δυναμώνει τις ακραίες φωνές, αυτές που σηκώνουν πολύ κουρνιαχτό για να κρύψουν τους εσωτερικούς φόβους των ανθρώπων.
Βέβαια κι αυτές οι φωνές δεν μεταφέρουν μόνο αρνητικό φορτίο, αλλά μέσα στην αιχμηρότητα του λόγου τους κάτι διεκδικούν, κάποια αγωνία εκφράζουν τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Κυρίως, θα έλεγα, μεταφέρουν σε προσωπικό επίπεδο την αγωνία για τις συνέπειες στην ψυχική υγεία, στην οικονομία (στην οικονομία της τσέπης, αλλά και στην οικονομία των σχέσεων) και σε συλλογικό επίπεδο την αγωνία για την έκβαση της κοινωνικής και πολιτικής θεώρησης και συγκρότησης ή αλλιώς στην ενδεχόμενη αναδιάρθρωση (με θετικό ή αρνητικό πρόσημο) των παραγωγικών σχέσεων και των σχέσεων εξουσίας. Αποτελούν με άλλα λόγια συμπτώματα μιας βαθύτερης ατομικής και συλλογικής θλίψης για ότι αφήσαμε πίσω και αντιστοίχως ενός φόβου και μιας αγωνίας για ότι μέλλει γενέσθαι.
Βρισκόμαστε επομένως σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου αφενός δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο οικείο που χάσαμε κι αφετέρου φοβόμαστε για ό,τι θα έρθει. Είναι πολύ χρήσιμο όμως να συνειδητοποιούμε κάθε φορά πως η αποσταθεροποίηση έρχεται ως αποτέλεσμα της πρότερης λειτουργίας μας και είναι μια ευκαιρία (ίσως επώδυνη) να μετασχηματίσουμε τις ζωές μας ή αλλιώς να επαναοικειοποιήσουμε το οικείο. Ούτως ή άλλως ο δρόμος της αναγέννησης προϋποθέτει την απώλεια, την κατανόηση των ματαιώσεων, της συνειδητοποίησης του πόνου. Είναι, με άλλα λόγια, η σταύρωση που φέρνει την ανάσταση. Αυτό χρειάζεται να το κατανοήσουμε και να το εντάξουμε δημιουργικά στη ατομική και συλλογική μας συνείδηση, η οποία τα τελευταία χρόνια στεκόταν μόνο στη χαρά της Λαμπρής ή στην καλύτερη περίπτωση στο χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης με τη νίκη της ζωής έναντι του θανάτου. Ούτε λόγος για την Σταύρωση…
Αναγιγνώσκοντας ο καθένας τις εσωτερικές του «σταυρώσεις» εύχομαι να δει το φως της δικής του Αναγέννησης.
Καλή Ανάσταση σε όλους!