Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Διερχόμενοι από την οδό Καρδίτσης, μπροστά στο κλειστό γυμναστήριο της Νεάπολης, παρατηρούμε μια μαρμάρινη στήλη. Πρόκειται για «το Μνημείο» που είχε στηθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, το 1930 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα [1], για τους πεσόντες Έλληνες στρατιωτικούς του 1/38 Eυζωνικού Συντάγματος, στην πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και «συμμαχικών» δυνάμεων της Entente[2].
Το Μνημείο είχε πολλές περιπέτειες, καθώς η παλιά του θέση ήταν σε σημείο του δρόμου που διαπλατύνθηκε. Με τα έργα, η στήλη, σχεδόν πετάχτηκε στο χώρο όπου σήμερα στεγάζεται ο συνεταιρισμός Ραδιοταξί και διασώθηκε χάρη στην ευαισθησία ορισμένων συμπολιτών μας, που απευθύνθηκαν στον τότε αντιδήμαρχο Κώστα Σαμουρέλη. Πράγματι ο K. Σαμουρέλης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την διάσωση και την ανάδειξη του και με προσωπική του παρέμβαση το μνημείο τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση. Στη νέα θέση το μνημείο αναδείχθηκε, όπως του έπρεπε, γιατί στην παλιά, για διάφορους λόγους ήταν παραμελημένο.
Σ΄ αυτή την περιοχή, πριν 103 χρόνια, στις 30 Μαΐου 1917 με το παλαιό ημερολόγιο (12 Ιουνίου 1917 με το σημερινό, Γρηγοριανό ημερολόγιο), έγινε η «Μάχη της σημαίας». Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία της, καθώς οι ταραγμένοι καιροί εκείνης της εποχής, μάλλον επέβαλαν να ξεχαστεί. Ένα μυστήριο καλύπτει ακόμα και σήμερα το σημείο όπου ενταφιάσθηκαν οι υπερασπιστές της, ενώ η σημαία, έως και σήμερα αποτελεί το «ακατανόητο τρόπαιο» που κοσμεί την προθήκη του 1ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων, που εδρεύει στην πόλη Βαλάνς της Ν. Γαλλίας[3] . Είναι η σημαία του 1/38 Συντάγματος των Ευζώνων, είχε ως έδρα την Καρδίτσα [4], και με τον τότε Δ/κτή του αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Φράγκου έδωσε τη μάχη της τιμής, μέσα στα στάχια του Μεζούρλου.
Ο Αθανάσιος Φράγκος (1864-1923) έφθασε έως τον βαθμό του υποστρατήγου
Βρισκόμαστε στον Μάϊο του 1917, την περίοδο του εθνικού διχασμού, εποχή που η Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά με δύο κυβερνήσεις. Μία των Αθηνών, με την υποστήριξη του βασιλιά Κωνσταντίνου, και μία της Θεσσαλονίκης, με την τριανδρία Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή, η οποία ουσιαστικά βρισκόταν υπό την επήρεια των Γάλλων της Entent, με επικεφαλής τον στρατηγό Sarrail [5].
Εποχή που τα «συμμαχικά» στρατεύματα της Entente εισέβαλαν, κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, στη Λάρισα. Στην πόλη μας, στις 30 Μαΐου του 1917[4], τα στρατεύματα της Entente συνάντησαν την μοναδική αντίσταση σ΄ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο, από τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος υπάκουε στην κυβέρνηση των Αθηνών. Στο χώρο της μάχης, κοντά στο λόφο του Μεζούρλου, στήθηκε η μαρμάρινη στήλη, «Το μνημείο», με τα ονόματα των πεσόντων, ανάγλυφα σκαλισμένα. Στη στήλη αναφέρονται τέσσερα μόνο ονόματα, αυτά των Λαρισαίων πεσόντων: Ζήσιμος Δημ. Ταγματάρχη Πεζικού, Παλαιοδημόπουλος Επαμ. Λοχίας, Τσακανίκας Λοχίας και Κάκαβος Φώτης Στρατιώτης και παρακάτω μία επιγραφή αναφέρει με κεφαλαία γράμματα: «ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΣΤΗΣΕ ΤΟΔΕ», με ημερομηνία 30 Μαΐου 1917, ενώ τα ονόματα των υπολοίπων πεσόντων πέρασαν στη λήθη…
Ο Γάλλος στρατηγός Sarrail κατά την άφιξη του στο Σιδ/κό Σταθμό της Λάρισας. Χρονολογία: 20 Ιουνίου 1917. Φωτογράφος: T. Dupray. Αρχείο Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Μετά από επίσκεψη του Γάλλου πρωθυπουργού Alexandre Ribot στο Λονδίνο και τριήμερη διάσκεψη των Αγγλο-Γάλλων (14 έως 16 Μαΐου 1917) [6], η εφαρμογή της γαλλικής πολιτικής επί του ελληνικού ζητήματος εξασφάλισε την «χλιαρή» συγκατάθεση των Άγγλων και έτσι οι εξελίξεις άρχισαν να επιταχύνονται. Η Γαλλική αποστολή είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει την Αγγλική συγκατάθεση για ελευθερία κινήσεων στην Ελλάδα. Στην συνάντηση αποφασίστηκε να σταλεί ως ύπατος αρμοστής της Entente στην Ελλάδα ο Γάλλος γερουσιαστής Charles Jonnart, με εν λευκώ εξουσιοδότηση, για να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια θα χρειαζόταν ώστε να εκθρονιστεί ο ουδετερόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος και να ενοποιηθεί το Ελληνικό κράτος, υπό την φιλοανταντική κυβέρνηση του Βενιζέλου. Η στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία θα ήταν ουσιαστικώς μιας ευμενής ουδετερότητα υπέρ της Γερμανίας με τα γεωπολιτικά δεδομένα των Βαλκανίων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κωνσταντίνος είχε κάνει τις στρατιωτικές του σπουδές στη Γερμανία, την εποχή του θριάμβου της στον αστραπιαίο Γαλλο-γερμανικό Πόλεμο του 1870. Είχε νυμφευθεί την αδερφή του Κάιζερ, τη Σοφία και ήταν φυσικά φανατικός θαυμαστής της πρωσικής πειθαρχίας και ισχύος [7].
Αεροφωτογραφία τμήματος της Λάρισας από αεροπλάνο των Γαλλικών “συμμαχικών” δυνάμεων της Αντάντ, πριν την είσοδο τους στην πόλη και την “ατυχή” μάχη της σημαίας. Χρονολογία: 29-30/5/1917. Από δημοσίευση του Γαλλικού περιοδικού «Le Patriote Illustre». Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.
Η απόφαση αυτή είχε κυοφορηθεί στους κόλπους της Entente επί ένα χρόνο τουλάχιστον, αλλά συνεχώς αναβαλλόταν καθώς η διφορούμενη συμπεριφορά του Βασιλιά έδινε ελπίδες ότι τελικώς θα συμβιβαζόταν. Σημαντικές όμως εξελίξεις επιτάχυναν τη τελική λήψη της.
Πρώτο σημαντικό γεγονός ήταν η κατάρρευση του Τσάρου Νικόλαου, ο οποίος υπήρξε θερμός υπερασπιστής του Ελληνικού Θρόνου. Το δεύτερο γεγονός είχε να κάνει με την απόφαση των Βρετανών να μειώσουν τα στρατεύματα τους στο Μακεδονικό μέτωπο. Το Γαλλικό Γενικό Επιτελείο Στρατού πίεζε ώστε τα αποχωρούντα Αγγλικά στρατεύματα να αναπληρωθούν με τα Ελληνικά. Επίσης σημαντικός παράγοντας στην απόφαση ήταν και η «μάχη της σοδειάς». Σε περίπτωση που θεριζόταν η σοδειά του κάμπου της Θεσσαλίας το κράτος των Αθηνών θα αποκτούσε τρόφιμα και θα μειώνονταν οι επιπτώσεις του ναυτικού, «συμμαχικού» αποκλεισμού στον πληθυσμό.
Άξια αναφοράς είναι η επιστολή που στάλθηκε από τον Jonnart προς την Ελληνική Κυβέρνηση όπου ανακοινώνει επίσημα τις αποφάσεις τους [8]:
(Από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών)
Επί του «Justice» 28 Μαΐου 1917
Προς
Τον Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως
Κύριε Πρόεδρε
Λαμβάνω την τιμήν να πληροφορήσω υμάς όρι, προς εξασφάλισιν
δικαίας κατανομής της συγκομιδής της Θεσσαλίας μεταξύ του πληθυσμού
ολοκλήρου της Ελλάδος, αι Προστάτιδες Δυνάμεις απεφάσισαν να αναλάβωσιν
αί ίδιαι τον έλεγχον αυτής, να αγοράσωσι την συγκομιδήν υπό ευνοϊκούς δια
τους παραγωγούς όρους και να την θέσωσιν εν συνεχεία εις την διάθεσιν των
Ελληνικών επαρχιών, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως ή διακρίσεως.
Αι Προστάτιδες Δυνάμεις ελπίζουσιν ότι η ανωτέρω ενέργεια αυτών,
θέλει εκτιμηθή ως δείγμα της σταθεράς αυτών θελήσεως να μη αφίσωσιν ουδέν
τμήμα της Ελλάδος, έξω της διανομής των απαραιτήτων εις τον επισιτισμόν του
πληθυσμού προϊόντων. Προς εξασφάλισιν της εκτελέσεως του ελέγχου τούτου
και προς ικανοποίησιν επίσης των αναγκών της στρατιωτικής ασφαλείας, αι
Συμμαχικαί Δυνάμεις θέλουσι καταλάβει ωρισμένα τινά σημεία της Θεσσαλίας.
Ευαρεστηθήτε να δεχθήτε, κύριε Πρόεδρε, την διαβεβαίωσιν της εξόχου
προς Υμάς εκτιμήσεως.
Charles Jonnart
Στην συνάντηση αυτή, εκτός από την έγκριση για την αποστολή του Jonnart στην Αθήνα, αποφασίστηκε η κατάληψη της Θεσσαλίας, του Ισθμού του Κορίνθου, ενισχύοντας τα ήδη εγκατεστημένα φυλάκια με επιπλέον δυνάμεις και ο εξαναγκασμός του Βασιλιά σε παραίτηση, με σκληρότερο ναυτικό αποκλεισμό, αλλά και με τελική κατάληψη των Αθηνών από τον Γαλλικό στρατό.
Ο Γάλλος στρατηγός Venel, στο γραφείο του στη Λάρισα, στο Μέγαρο Κατσαούνη.
Ο Γάλλος στρατηγός Sarrail, διοικητής των Συμμαχικών στρατευμάτων στο Μακεδονικό μέτωπο, είχε ήδη προετοιμάσει τις δυνάμεις του στην Κατερίνη για την εισβολή και την κατάληψη της Θεσσαλίας. Στις 26 Μαΐου είχε ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των στρατευμάτων, που αποτελούνταν από δύο συντάγματα και τρία τάγματα πεζικού, τέσσερα συντάγματα Ιππικού (αποτελούνταν από Μαροκινούς Σπαχήδες), δύο μοίρες πυροβολικού και δύο σμήνη αεροπλάνων. Το σύνολο των δυνάμεων αυτών ήταν πάνω από 20.000 άνδρες και είχαν τεθεί υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατηγού Venel. Απέναντι στην στρατιά αυτή, οι Ελληνικές δυνάμεις περιορίζονταν σε 200 αξιωματικούς και 600 άνδρες της Ι μεραρχίας που βρισκόταν στην Λάρισα υπό τις διαταγές του Έλληνα στρατηγού Ανδρέα Μπαΐρα.
Αεροφωτογραφία του Αεροδρομίου της Λάρισας. Η 505η Γαλλική Μοίρα βρέθηκε στη Λάρισα με 2 αεροπλάνα τύπου Brevet τον Ιούνιο του 1917 η οποία συμμετείχε στην κατάληψη της πόλης από τα “συμμαχικά” στρατεύματα, κατά την ατυχή μάχη της Σημαίας. Από το αρχείο του Jean Georges Viallet.
Όλη η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων βρισκόταν στην Πελοπόννησο, αφού η ελληνική κυβέρνηση είχε συμμορφωθεί στο σχετικό περιεχόμενο του τελευταίου συμμαχικού τελεσιγράφου. Ο Μπαΐρας είχε πληροφορίες για τις Γαλλικές ετοιμασίες και είχε ζητήσει αγωνιωδώς οδηγίες από την Αθήνα για το αν όφειλε να αντιτάξει αντίσταση η όχι. Η Ελληνική κυβέρνηση ήδη βρισκόταν υπό την πίεση του Jonnart, που είχε φτάσει στην Αθήνα στις 27 Μαΐου, ήλπιζε πως αν συμμορφωνόταν να κέρδιζε λίγο ακόμη χρόνο έτσι έδωσε οδηγία στον Μπαΐρα να μην αντισταθεί. Η προέλαση της Γαλλικής στρατιάς ξεκίνησε το πρωινό της 28ης Μαΐου χωρίς φυσικά να συναντήσει καμία αντίσταση. Στις 29 Μαΐου οι Γάλλοι είχαν καταλάβει την Ελασσόνα και συνέχισαν την πορεία τους προς τον Τύρναβο.
Ο στρατηγός Ανδρέας Μπαΐρας
Ας δούμε τι θυμόταν και τι έγραφε ένας αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο τότε Ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του 4ου Συν/γος Πεζικού Γεώργιος Ντρες [9]: «Περί την χαραυγήν της 29ης Μαΐου 1917 ειδοποιήθημεν παρά του τηλεγραφητού Τυρνάβου ότι Γαλλικόν ιππικόν εισήλθεν εις τον Τύρναβον και ότι ομάς Γάλλων ανέρχεται εις το οίκημα του τηλεγραφείου ίνα το καταλάβη την στιγμήν εκείνην. Από της ώρας εκείνης εστερήθημεν πάσης πληροφορίας περί της κινήσεως των Γάλλων. Κατόπιν της πληροφορίας ταύτης διετάχθην εγώ υπασπιστής ων του 4ου Συν/γος Πεζικού παρά του Στρατοπεδάρχου Αντ/ρχου Φράγκου Αθανασίου όπως μεταβώ εις το Στρατηγείον της Μεραρχίας και αναφέρω εις τον Στρατηγόν Μπαΐραν Ανδρέα την πληροφορία αυτήν, και να ζητήσω την έκδοσιν της διαταγής του ίνα αναχωρήσωσι τα συντάγματα εκ Λαρίσσης. Ήτο η ώρα 5η περίπου πρωινή (της 30ης Μαΐου 1917) ότε τη επιμονή μου εξύπνησεν τον κοιμώμενον Στρατηγόν Μπαΐραν ο υπηρέτης του, (διέμεν εις το οίκημα της Μεραρχίας στον 2ο όροφο του μεγάρου Στεφανοβίκ, στη γωνία των σημερινών οδών Παπακυριαζή & 28ης Οκτωβρίου, στο χώρο που καταλαμβάνει το Στρατιωτικό Πρατήριο) και του ανέφερον τα ως άνω γεγονότα και την έγκρισιν όπως αναχωρήσωμεν εκ των Στρατώνων μας. Ούτος μοι απήντησεν, ότι να παραμείνωμεν εις τους Στρατώνας μας και ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν από τους Γάλλους, διότι ο ίδιος θα ομιλήση με τον Γάλλον Στρατηγόν και όλα θα πάνε καλά. Η απάντησις αυτή με κατέπληξε, και κατελθών των γραφείων της Μεραρχίας, ίππευσα και ανεχώρησα εν καλπασμώ δια τους Στρατώνας. Ολίγον πριν φθάσω εις την πλατείαν της Λαρίσσης είδον επ΄αυτής μόλις είχεν αφιππεύση ολόκληρος Επιλαρχία Γαλλικού ιππικού, δι’ ο και καλπάσας δι΄άλλης οδού εκ φόβου μήπως συληφθώ έφθασα εις τους Στρατώνας και ανέφερον τα γεγονότα εις τον Αντ/ρχην Φράγγον Αθανάσιον. Ούτως διέταξεν αμέσως κίνησιν του Συντ/τος του (1/38 Ευζώνων) προς Νότον. Ενώ ο διοικητής του 4ου Συντ/τος Αντ/ρχης Πανουτσόπουλος Αθαν. εδίσταζε να διατάξη την κίνησιν του 4ου Συντ/τος άνευ διαταγής της Μεραρχίας. Έως ότου όμως αποφασίση την κίνησιν του 4ου Συντ/τος ο Διοικητής του, το Γαλλικόν ιππικόν (όπερ σημειωτέον εκινείτο με Έλληνας οδηγούς) έφθασεν εις τους Σταρτώνας και περικύκλωσε τούτους, απηγόρευσε την έξοδον εις πάντας. Εν τω μεταξύ τα τμήματα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων υπό τον Αντ/ρχην Φράγγον Αθαν. κινηθέντα είχον φθάσει εις τα υψώματα Σκοποβολής-Μεζούρλου-Μπάκινες κλπ και ειδόντα το Γαλλικόν ιππικό να τα καταδιώκη κατέλαβον θέσεις μάχης και ήρξαντο βάλλοντα κατά του Γαλλικού ιππικού. Επηκολούθησεν εκατέρωθεν συμπλοκή δι΄ανταλλαγής πυρών Πεζικού επί μίαν και πλέον ώραν, μέχρις ότου τμήματα Γαλλικού ιππικού ελιχθέντα εξ’ αμφοτέρων των πλευρών ηνάγκασαν τα αμυνόμενα τμήματα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων να παραδοθούν. Εκ τούτων συνελήφθη και ο Διοικητής του Συντ/τος Φράγγος Αθανάσιος. Ο στρατηγός Μπαΐρας Ανδρέας είχε συληφθή υπό των Γάλλων από της πρώτης στιγμής και πριν αρχίση η συμπλοκή.»
Έλληνες κρατούμενοι, μετά την Μάχη της Σημαίας. Από το αρχείο του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού.
Στην σύντομη μάχη των Ελλήνων πεζών εναντίον του Γαλλικού ιππικού οι Έλληνες είχαν 59 αξιωματικούς και στρατιώτες νεκρούς, ενώ οι Γάλλοι είχαν 3~5 αξιωματικούς και μερικούς στρατιώτες. Οι νεκροί Αξιωματικοί και οπλίτες των Γάλλων ενταφιάσθηκαν στη νότια πλευρά των Στρατώνων της Λάρισας, ενώ η θέση ενταφιασμού των Ελλήνων Αξιωματικών και οπλιτών παραμένει, μέχρι και σήμερα, άγνωστη…
Οι 61 Έλληνες συλληφθέντες & φυλακισθέντες, Βασιλικοί Αξιωματικοί, από τους Γάλλους “συμμάχους” μετά την μάχη της σημαίας και την κατάληψη της πόλης από τις δυνάμεις της Entente.
Μετά το τέλος της συμπλοκής όλοι οι αξιωματικοί του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν, από τους Γάλλους, στο Διοικητήριο των Στρατώνων, όπου βρισκόταν ήδη οι συλληφθέντες αξιωματικοί του 4ου Συντ/τος Πεζικού και τέθηκαν όλοι σε κράτηση, αφού τους αφαιρέθηκαν αρχικά τα ξίφη και τα περίστροφα. Μετά από κράτηση 2~3 ημερών, στο Διοικητήριο, οι Αξιωματικοί μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στην Κατερίνη, στις 2 ή 3 Ιουνίου 1917, αφού κατά τετράδες οδηγήθηκαν, δια μέσω των κεντρικών οδών της Λάρισας, προς θέαση και παραδειγματισμό των κατοίκων της πόλης, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ο Μπαΐρας και ο Φράγγου παρέμειναν σε απομόνωση στη Λάρισα. Αργότερα ο Μπαΐρας εξορίστηκε από τον Zonnart στην Κορσική μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου.
Παρέλαση του Τάγματος των Anammites στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Αρχείο Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού
Ο αντισυνταγματάρχης Φράγκου, αρχικά, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη με συνοδεία Σενεγαλέζων κυνηγών και Μαροκινών σπαχήδων και στη συνέχεια οδηγήθηκε, στις 19 Ιουνίου 1917, στη Μυτιλήνη όπου και κλείστηκε στο εκεί Γαλλικό στρατόπεδο. Στη συνοδεία ήταν και ο Γάλλος ανθυπίλαρχος τότε των σπαχήδων Verselíppe που στην έφοδο πήρε την ελληνική σημαία. Θεωρείται ο πλέον παρασημοφορημένος αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού. Οι αιχμάλωτοι με τη συνοδεία έφτασαν στο γραφείο του στρατηγού Sarrail και ο ανθυπίλαρχος του παρέδωσε ως τρόπαιο τη σημαία. Ο Sarrail τότε του απένειμε την ανώτερη διάκριση, το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Η σημαία παρέμεινε τρόπαιο στα χέρια του Στρατηγού Sarrail και των απογόνων του. Οι πληροφορίες τη θέλουν οι απόγονοι να της επέστρεψαν στο Πρώτο Σύνταγμα των Σπαχήδων που ακόμα διατηρείται χωρίς τη λέξη «Μαροκινό» στην επωνυμία του, έχει μετατραπεί σε τεθωρακισμένο, μετείχε στον πόλεμο του Αφγανιστάν και εδρεύει στην πόλη Βαλάνς στη Ν. Γαλλία.
Ο Γάλλος στρατηγός Sarrail, διοικητής των “συμμαχικών” δυνάμεων της Αντάντ, στον εξώστη του κτιρίου Κατσαούνη, χαιρετά το συγκεντρωμένο πλήθος στην Κεντρική πλατεία. Θέμιδος. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.
Στις 20 Ιουνίου 1917 ο στρατηγός Maurice Sarrail επισκέφθηκε τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει τη Λάρισα. Ο στρατηγός Sarrail φθάνοντας σιδηροδρομικώς στη Λάρισα, κατευθύνθηκε στην Κεντρική πλατεία και επισκέφθηκε το στρατηγείο των Γαλλικών ενόπλων δυνάμεων, το οποίο είχε εγκατασταθεί στον όροφο του κτιρίου Κατσαούνη, στο οποίο προηγουμένως στεγαζόταν τα γραφεία της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού. Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Sarrail με τον υπασπιστή του, να βρίσκονται στο δεύτερο από δεξιά μπαλκόνι του κτιρίου και να παρακολουθούν στην οδό Κούμα και στην πλατεία το συγκεντρωμένο πλήθος και τους Γάλλους στρατιώτες.
Η επίσκεψη Sarrail στη Λάρισα καλύφθηκε από Γάλλους δημοσιογράφους που τον συνόδευσαν στη Θεσσαλία, όπως αναφέρεται σε ανταπόκριση στην Le Monde illustre’ (Paris), No 3109 (21.7.1917): «Το πρωί της 20ής Ιουνίου, ο στρατηγός Sarrail έφτασε στη Λάρισα για να προεδρεύσει σε σύσκεψη σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις. Μπροστά στο Διοικητήριο ένα τεράστιο πλήθος ζητωκραύγαζε υπέρ της Γαλλίας και του στρατηγού Σαράιγ. Ο κ. Σαπουντζάκης, ως πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής η οποία εκπροσωπεί τη νέα δημοτική Αρχή, καθώς και ο μητροπολίτης Δημήτριος εκφώνησαν ενθουσιώδεις ομιλίες. Αργότερα, ο στρατηγός Σαράιγ απέτισε φόρο τιμής στους τάφους των Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών που έπεσανθύματα της επίθεσης της 12ης Ιουνίου. Στη συνέχεια αναχώρησε σιδηροδρομικώς για τον Βόλο, όπου και εκεί οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Στους σταθμούς του Τσουλάρ [Μελία] και του Βελεστίνου, οι κάτοικοι των χωριών έσπευσαν να προϋπαντήσουν τον αρχηγό της στρατιάς της Ανατολής. Ένα θριαμβευτικό ταξίδι που απέδειξε ευτυχώς την αφοσίωση της Νέας Ελλάδας». [10]
Ο στρατηγός Sarrail με επιτελείς του στη Λάρισα. Χρονολογία: 20/6/1917.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και οι ανταποκρίσεις και άλλων, κυρίως, ξενόγλωσσων εφημερίδων, αποδεικνύοντας ότι η προπαγάνδα μέσω των φωτογραφιών και του Τύπου, όπως και η «νομιμοποίηση» εισβολών, πολέμων και κυριαρχίας σε λαούς και χώρες, ήταν από παλιά βασικός σύμμαχος, πάντα στο πλευρό, των κατακτητών. Ο στρατηγός Sarrail ήταν από τους πρώτους εκφραστές αυτής της τακτικής. Επίσης ήταν από τους πρώτους που εφάρμοσε την λογοκρισία στον Τύπο, ενώ μετά την αποβίβαση των στρατευμάτων της Entent στη Θεσσαλονίκη, μια από τις πολυπληθής υπηρεσίες που τον ακολούθησε ήταν και η Φωτογραφική Υπηρεσία.
Όπως αναφέρει ο συλλέκτης Βύρωνας Μήτου [11]: «Ένα πλήθος από έμπειρους στρατευμένους φωτογράφους και κινηματογραφιστές, κυρίως Γάλλους, θα αποτελέσει τον κορμό της. Είναι η Υπηρεσία που θα τροφοδοτήσει με το λογοκριμένο «οπτικό» υλικό της, εκτός από τα εκατοντάδες έντυπα και τις κρατικές Υπηρεσίες των χωρών της Συμμαχίας. Μαζί και έναν σημαντικό αριθμό ξενόγλωσσων εφημερίδων και άλλων εντύπων που άρχισαν ή συνέχιζαν την έκδοσή τους στη Θεσσαλονίκη για τις ανάγκες των στρατευμάτων εκείνη την εποχή. Όπως τις έξι νέες εφημερίδες στη γαλλική γλώσσα, αλλά και εκείνων που εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα ιταλικά, τα σέρβικα και τα ρωσσικά. Η ίδια Υπηρεσία θα διανείμει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου με μια σπάταλη προπαγανδιστική διάθεση τα κινηματογραφικά επίκαιρα από τη δραστηριότητα της Τριπλής Συνεννόησης στο Μακεδονικό Μέτωπο, κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την καθημερινή «παρουσία» της στις ήδη λογοκριμένες κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονταν στους κινηματογράφους της πόλης.» Τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είχαν καμία θέση στον ημερήσιο τύπο και στα Journal των κινηματογραφικών αιθουσών.
Η κατάληψη της Λάρισας ολοκληρώθηκε, στις 30 Μαΐου, χωρίς άλλη αντίσταση, ενώ την επομένη, στις 31 Μαΐου, ολοκληρώθηκε η κατάληψη του Βόλου και των Τρικάλων. Το 5ο σύνταγμα πεζικού υπό των συνταγματάρχη Γιαννόπουλο που βρισκόταν στα Τρίκαλα, όταν έφτασαν τα νέα για την συμπεριφορά των Γάλλων στην Λάρισα οπισθοχώρησε προς Λαμία αποφεύγοντας κάθε επαφή με τους επελαύνοντες Γάλλους.
Κεντρική πλατεία Λάρισας. Στη Λέσχη Ασλάνη, ομιλία Βενιζελικών βουλευτών από το μπαλκόνι του 1ου ορόφου της Λέσχης Ασλάνη, στο συγκεντρωμένο πλήθος, μετά την κατάληψη της πόλης από τα συμμαχικά στρατεύματα. Από το αρχείο του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού
Τους μήνες που ακολούθησαν εκτός από τον αφοπλισμό όλων όσων είχαν στην κατοχή τους όπλα ακολούθησε και η κατάλυση της τοπικής πολιτικής εξουσίας στην πόλη. Ο δήμαρχος Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας, διέφυγε νύχτα για την Αθήνα, έχοντας μαζί του το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 525.000 δρχ. του ταμείου του Δήμου για να το καταθέσει σε ασφαλές δημόσιο ταμείο της Παλαιάς Ελλάδας την επομένη, αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, οι συνθήκες στη Λάρισα δεν εγγυώνταν την ασφάλεια του ταμείου του Δήμου. Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματα του ο τότε δήμαρχος Λάρισας Μιχ. Σάπκας [12]: «Δυστυχώς το έργον μας αποτόμως ανεκόπη. Ο εκραγείς πρώτος Ευρωπαϊκός πόλεμος παρέσυρε εις την δίνην του και την Ελλάδα. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης επεξετάθη και εις την Λάρισαν, ήτις κατελήφθη κατά τα τέλη Μαΐου του 1917 υπό Γαλλικής Μεραρχίας προελασάσης εκ Θεσσαλονίκης. Η Δημοτική αρχή κατελύθη και καθηρέθημεν υπό του Γάλλου Μεράρχου, αντ’ αυτής διωρίσθη τετραμελής διοικητική επιτροπή του Δήμου, κληθείσα «Δημοτική Επιτροπή». Εις ταύτην ανετέθη η διοίκησις του Δήμου, αποτελεσθείσα εκ συμπολιτών ευνοουμένων του Κινήματος Θεσσαλονίκης, των κ. κ. Επαμ. Φαρμακίδου, Κ. Σαπουντζάκη, Δ. Μαγειρία και Γρηγ. Αντωνιάδου. Η εκτέλεσις όλων των Δημοτικών έργων ανεκόπη. Η επιτροπή αύτη διώκησεν τον Δήμον από του Ιουνίου 1917 μέχρι του Νοεμβρίου 1920. Αύτη κατά την περίοδον της διοικήσεώς της δεν αφήκε άθικτον την παρά τω υποκαταστήματι της Εθνικής Τραπέζης χρηματικήν κατάθεσιν του Δήμου εκ της εκποιήσεως των δημοτικών κτημάτων προωρισμένων δια Σχολεία, παραβιασθέντων όλως αυθαιρέτως των περιορισμών και του σκοπού δι’ ού προωρίζετο η κατάθεσίς μας εκ των αστικών κτημάτων. Λόγω της δημιουργηθείσης ανωμάλου καταστάσεως εις την διοίκησιν του Δήμου, η Δημοτική Επιτροπή δεν ηδύνατο να πραγματοποιήση εισπράξεις, ενώ είχεν ανάγκην χρημάτων δια την καταβολήν μισθών εις την συγκροτηθείσαν πολιτοφυλακήν και πολλάς άλλας δαπάνας διοικήσεως και νέας δημιουργηθείσας δαπάνας.»
Για την πράξη του αυτή κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για κλοπή δημόσιας περιουσίας και διενεργήθηκε ανάκριση, στη διάρκεια της οποίας ο ίδιος συνελήφθη με βαρύτατες κατηγορίες και παρέμεινε έγκλειστος σε φυλακή στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1917. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο ιατρός Κωνσταντίνος Βλάχος, αδερφός του Γερουσιαστή Γ. Βλάχου, του οποίου σχεδόν ολόκληρη η θητεία συνδέεται με τα γεγονότα του διχασμού των Ελλήνων και σε τοπικό επίπεδο τα «Νοεμβριανά» του 1917, με τις ομαδικές καταδίκες και εξορίες των «αντιφρονούντων» και των επίστρατων που πρωτοστάτησαν στην ακραία διαμάχη της Ένωσης Φιλελευθέρων Ν. Λάρισας και του Συλλόγου τους των Επιστράτων Ν. Λάρισας.
Οδός Ακροπόλεως (σημερινή Παπαναστασίου), έξω από το παλιό κτίριο της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Το Τάγμα Ανναμιτών [13] κατά την κατάληψη της πόλης μετά την ατυχή μάχη της σημαίας. Αρχείο του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, της εισβολής και της κατάληψης της Θεσσαλίας από τα «συμμαχικά» στρατεύματα, όπως και τις συνέπειες της, μπορείτε να ανατρέξετε στο πολυσέλιδο ιστορικό πόνημα «Η Θεσσαλία του 1917 – Διαθεσσαλικές εκδηλώσεις (2017) Βόλος, Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα» με τα πρακτικά των τεσσάρων ημερίδων, που έγιναν στους αντίστοιχους Νομούς της Θεσσαλίας, με τη συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων και ερευνητών, που εξέδωσε η Περιφέρεια Θεσσαλίας το 2019 [14].
Τα τελευταία χρόνια είναι έντονη η διάθεση για την καταγραφή, τη διατήρηση και την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης. Ηρώα, όπως η Μαρμάρινη Στήλη της οδού Καρδίτσης και του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, στο χώρο του Αλκαζάρ, θα πρέπει να αποτελούν σημεία αναφοράς της πόλης μας, τοπόσημα της τοπικής ιστορίας και να μην βρίσκονται ξεχασμένα όπως σήμερα. Ο Δήμος Λαρισαίων και η 1η Στρατιά θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία και να τα εντάξουν στο επίσημο ημερολόγιο εκδηλώσεων της πόλης. Η απόδοση τιμών στους νεκρούς των μαχών και των πολέμων είναι υποχρέωση της επίσημης πολιτείας και όχι μεμονωμένων ατόμων ή «φορέων» με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα.
Το οδοιπορικό μας στην παλιά Λάρισα συνεχίζεται…
Θωμάς Κυριάκος
Μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας
Thomask.larissa@gmail.com
[1] Σύμφωνα με όσα αναφέρει για την ημερομηνία η κα Ιουλία Κανδήλα, Φιλόλογος – Δρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο βιβλίο «Η Θεσσαλία του 1917»: «Η πληροφορία ότι το μνημείο στήθηκε το 1930, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, πληροφορία που πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Κώστα Καρδαρά, δεν επιβεβαιώνεται από την έρευνα των πρακτικών των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας την περίοδο 1925-1934, όταν δήμαρχος ήταν ο Μιχαήλ Σάπκας. Την περίοδο 1927-1930 συζητήθηκε η πρόταση για ανέγερση αναθηματικής στήλης «των εν πολέμοις πεσόντων συνδημοτών», διετίθετο και ποσό, αλλά συνεχώς αναβαλλόταν η υλοποίηση. Εξάλλου, η πρόταση για ανέγερση μνημείου προς τιμήν των πεσόντων στους πολέμους δεν αφορούσε μόνο τους φονευθέντες σε αυτή τη συμπλοκή. Στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου στις 29/10/1929 αναβλήθηκε η απόφαση για ανέγερση αναθηματικής στήλης, γιατί οι διαγωνισμοί που έγιναν δεν παρουσίασαν, κατά την άποψη του συμβουλίου, αξιόλογα έργα και αποφασίστηκε να ανατεθεί η κατασκευή του μνημείου σε καλλιτέχνες καταξιωμένους, όπως ο Μ. Τόμπρος και ο Κ. Δημητριάδης. Πιθανότατα, η ανέγερση του συγκεκριμένου μνημείου έγινε από το 4ο Σύνταγμα Πεζικού, αφού στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου στις 17/05/1930 διαβάστηκε έγγραφο του 4ου Συντάγματος Πεζικού, με το οποίο ζητούνταν εισφορά από τον δήμο για «ανέγερση αναθηματικής στήλης σε περίβλεπτο θέση των στρατώνων». Το συμβούλιο παρέπεμψε το θέμα σε επιτροπή για να γνωματεύσει, δεδομένου ότι ο δήμος είχε την πρόθεση να αναγείρει με δικές του δαπάνες μνημείο όλων των πεσόντων σε περίβλεπτη θέση της πόλης. Πάντως, έως το 1934 δεν είχε διατεθεί καμιά πίστωση, ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο μνημείο.»
[2] Αντάντ ή “Εγκάρδια Συνεννόηση” (Entente Cordiale) ονομάζεται η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έθεσε τέλος σε 8 αιώνες αγγλογαλλικού ανταγωνισμού και έθεσε τις βάσεις για την αγγλογαλλική συνεργασία κατά τον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα σήμανε και το τέλος της αγγλικής πολιτικής της “Λαμπρής Απομονώσεως” και την απευθείας ανάμιξή της στα ευρωπαϊκά θέματα. Μετά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η συμμαχία επεκτάθηκε με την εισδοχή της Σερβίας και του Βελγίου. Αργότερα συνασπίστηκαν μαζί τους και η Ιαπωνία (1914), η Ιταλία (1915), η Ρουμανία (1916), η Ελλάδα (μετά από εισβολή και παραβιάζοντας την ουδετερότητά της), καθώς και οι Η.Π.Α. (1917). Υπό αυτή την έννοια ο όρος “Αντάντ” χρησιμοποιείται για να δηλώσει το νικηφόρο συμμαχικό μπλοκ κατά τον πόλεμο αυτό.
[3] Αρχικά ο Γάλλος ανθυπίλαρχος των Σπαχήδων Verselíppe, που στην έφοδο πήρε την ελληνική σημαία την παρέδωσε, ως τρόπαιο, στον Γάλλο Στρατηγό Sarrail. Η σημαία παρέμεινε ως τρόπαιο στα χέρια του Στρατηγού Sarrail και των απογόνων του. Οι πληροφορίες τη θέλουν οι απόγονοι να την επέστρεψαν στο 1ο Σύνταγμα των Σπαχήδων, που ακόμα διατηρείται χωρίς τη λέξη «Μαροκινό» στην επωνυμία του, έχει μετατραπεί σε τεθωρακισμένο, μετείχε στον πόλεμο του Αφγανιστάν και εδρεύει στην πόλη Βαλάνς στη Ν. Γαλλία.
[4] Οι στρατιώτες του δεν ήταν Λαρισαίοι αλλά Καρδιτσιώτες. Φεύγανε για την Καρδίτσα.
Ήταν το Σύνταγμα που απελευθέρωσε τα Γιάννενα, νίκησε στη μάχη των Γιαννιτσών, του Λαχανά και στην τελευταία μάχη στο 2ο Βαλκανικό Πόλεμο. Ήταν το 1ο που αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη το 1919.
[5] Maurice Sarrail (1856-1929). Γάλλος στρατηγός, διοικητής, από τον Οκτώβριο του 1915, του εκστρατευτικού σώματος των Συμμαχικών Στρατευμάτων της Ανατολής, της Entent, στη Θεσσαλονίκη.
[6] Οι ημερομηνίες στο άρθρο είναι όλες στο Ιουλιανό ημερολόγιο.
[7] Γ.Β.Δερτιλής, «Επτά Πόλεμοι, Τέσσερις Εμφύλιοι, Επτά Πτωχεύσεις», Κεφ. Πέμπτο «ο Διχασμός που ήταν εμφύλιος».
[8] «Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ 1915-1917»
Διατριβή του Σμχου ( Ι ) Αθαν. Σαββόπουλου, Μάρτιος 2014
[9] «Φράγκος Δ. Φράγκου – Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥ ΚΑΙ Η 1η ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ», Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σημειώσεις: Κώστας Κοκκορόγιαννης, σελ. 58,59,60, εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, 1996
[10] «Η Θεσσαλία του 1917 – Η παρουσία του γαλλικού στρατού στη Λάρισα (1917), μέσα από δημοσιεύματα του γαλλόφωνου ημερήσιου και περιοδικού Τύπου», Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου
ιστορικός ερευνητής, έκδοση της ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ, Ιούλιος 2019
[11] «Η Θεσσαλονίκη και το Μακεδονικό Μέτωπο – Φωτογραφική Συλλογή Βύρωνα Μήτου», εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, Αθήνα 2009.
[12] Παπαθεοδώρου Νικόλαος, «ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΙΔΑΚΤΗΡΙΩΝ – Από τις Αναμνήσεις του Μιχαήλ Σάπκα – Γ΄»
[13] Ως Ανναμίτες έμειναν στην ιστορία οι στρατιώτες των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι προέρχονταν από το Annam, μια περιοχή του Βιετνάμ η οποία από το 1884 αποτελούσε γαλλικό προτεκτοράτο. Ανήκαν στον αποικιακό στρατό που ενίσχυσε τις γαλλικές δυνάμεις στην Ανατολή. Η παρουσία τους αποτελούσε μια εξωτική εικόνα για τους κατοίκους της Λάρισας, οι περισσότεροι από τους οποίους έβλεπαν για πρώτη φορά ανθρώπους από την Άπω Ανατολή. Φορούσαν χαρακτηριστικά κωνικά καπέλα και το πρόσωπό τους με τα σχιστά ασιατικά μάτια τονιζόταν από τα σκούρα δόντια, τα οποία έπαιρναν αυτό το χρώμα από το μάσημα κάποιου φυτού της πατρίδας τους. Ήταν αποκρουστικοί στην όψη και τους συνόδευαν διάφορες φήμες.
[14] Στον ακόλουθο σύνδεσμο του «Μουσείου της πόλης του Δήμου Καρδίτσας» μπορείτε να βρείτε ψηφιακό αντίγραφο του βιβλίου: https://mpk.gr/ekdoseis_2/