Ιανουάριος 1972.
Στη στοά τής Πανεπιστημίου 10, στην Αθήνα, ένας δόκιμος της σχολής υπαξιωματικών Χωροφυλακής, παρατηρεί τα βιβλία στην προθήκη ενός μικρού βιβλιοπωλείου.
Η τσέπη του είναι γεμάτη χρήματα. Πριν λίγες ημέρες είχε κερδίσει σε πανελλήνιο διαγωνισμό τής Ακαδημίας Αθηνών, για τα 150 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, το Α΄ Βραβείο Ποίησης, που συνοδευόταν από 50.000 δραχμές. Διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, και ιδιαίτερα για εκείνον, που ο μισθός του στη Σχολή ήταν περίπου χίλιες δραχμές τον μήνα, ενώ όταν αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1972, ήταν κάπου 3.000 δραχμές. Το όνειρό του, ν’ αγοράζει βιβλία και να κάνει σιγά σιγά τη δική του βιβλιοθήκη, είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα.
Ανοίγει διστακτικός την πόρτα και ζητά ν’ αγοράσει δυο βιβλία: «Αυτοψία τής εποχής» και «Η μαρτυρία τού ανθρώπου». Συγγραφέας: Κώστας Τσιρόπουλος.
Καθώς ετοιμάζεται να βγει, ένας ευγενής κύριος, καλοντυμένος, με αψεγάδιαστο γκρι κοστούμι, τον ρωτά αν τον ενδιαφέρει ο κόσμος τής φιλοσοφίας και αν γνωρίζει τον συγγραφέα. Ο δόκιμος υπαξιωματικός τής Χωροφυλακής, συνεσταλμένος, απαντά πως προσπαθεί να τον γνωρίσει (τον χώρο τής φιλοσοφίας), ενώ τον συγγραφέα για πρώτη φορά θα τον διαβάσει.
Ο ευγενής κύριος θα τον ρωτήσει:
«Από πού είστε;»
«Από τη Λάρισα, κύριε…»
Πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του κυρίου.
«Είμαστε πατριώτες. Κι εγώ Λαρισαίος είμαι. Χαίρομαι που σ’ ενδιαφέρει το βιβλίο και ασχολείσαι μ’ αυτό, αν και η Χωροφυλακή που υπηρετείς δεν φημίζεται για τις καλές σχέσεις της με το βιβλίο».
«Μου αρέσει το διάβασμα. Και κάπου – κάπου προσπαθώ να γράψω. Έχω δημοσιεύσει δυο-τρία διηγήματα στην τοπική εφημερίδα, την ‘‘Ελευθερία’’…»
«Τι μου λες; Ο πατέρας μου, κάποτε, ήταν αρχισυντάκτης τής ‘‘Ελευθερίας’’, ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος…»
Ο νεαρός δόκιμος υπαξιωματικός τής Χωροφυλακής, ξανακοίταξε τα εξώφυλλα των βιβλίων.
«Σεις είστε ο Κώστας Τσιρόπουλος;»
Το χαμόγελο του συνομιλητή του, τον βεβαίωνε πως βρισκόταν απέναντι στον συγγραφέα.
Έκτοτε, ο νεαρός δόκιμος υπαξιωματικός, κάθε απόγευμα Πέμπτης, που είχε ‘‘έξοδο’’ από τη Σχολή (όταν δεν ήταν τιμωρημένος με ‘‘στέρηση εξόδου’’), περνούσε απαραίτητα από το βιβλιοπωλείο εκείνο (όπως και από το ‘‘Βιβλιοπωλείο τής Εστίας’’) και επέστρεφε στη Σχολή με μια δυο τσάντες βιβλία.
Ο κ. Κώστας Τσιρόπουλος ήταν πάντα εκεί και πάντα είχαν μια μικρή συζήτηση, με τον νεαρό δόκιμο υπαξιωματικό να κρέμεται από τα χείλη του.
«Το αληθινό βιβλίο – και λέμε ‘‘αληθινό’’ γιατί υπάρχουν βιβλία που γεννήθηκαν πεθαμένα, από ψυχές νεκρές – είναι ένας ολάκερος κόσμος, κόσμος συμπυκνωμένος, κόσμος δυναμικός, κόσμος ικανός να αλλοιώσει και να διαμορφώσει τον άνθρωπο. Το λιγότερο, ένα βιβλίο είναι μια ψυχή που ντυμένη λέξεις, φράσεις κι εικόνες, ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες, γεμίζοντας φως και πόνο κι αγάπη τους ανθρώπους.
»Αυτή η αλήθεια τη νιώθουν βαθιά όσοι στοχάζονται, κι όσοι στοχαζόμενοι γράφουν. Εκείνοι έχουν αλλεπάλληλα βιώσει την τρομερή αλήθεια, που μας λέγει κάπου ο Τόμας Χάρντι (σημαντικός Βρετανός συγγραφέας – αγνωστικιστής – από τους κύριους εκφραστές τού ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία) πως, ‘‘εκείνος που στοχάζεται χάνει περισσότερο αίμα απ’ όσο θα έχανε από μια βαθιά πληγή του κορμιού του’’».
Το παραπάνω απόσπασμα από ένα κείμενο του Κώστα Τσιρόπουλου (του 1966) που περιλαμβάνεται στο βιβλίο δοκιμίων του «Η μαρτυρία τού Ανθρώπου», είχε ταρακουνήσει συθέμελα τον νεαρό, που βρισκόταν στην αρχή τής αναζήτησης μιας πορείας στον χώρο τής σκέψης.
Οι συζητήσεις, εκείνα τα απογεύματα, ήταν μια όαση γι’ αυτόν, που εν τω μεταξύ, ο Κώστας Τσιρόπουλος, του γνωρίζει κάποιους άλλους, τεραστίων διαστάσεων, πνευματικούς ανθρώπους: Τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, τον Χρήστο Μαλεβίτση, τον Βασίλειο Τατάκη…
Μέχρι που την τελευταία ημέρα τού Ιουλίου πήρε τον δρόμο για την Δυτική Μακεδονία. Στο μπαούλο του είχε και άλλα βιβλία, τα οποία είχε εκδώσει ο μικρός εκδοτικός οίκος «Οι εκδόσεις τών Φίλων», που διηύθυνε ο Κώστας Τσιρόπουλος (Άγγελου Τερζάκη – «Οι απόγονοι του Κάιν» και «Προσανατολισμός στον αιώνα», Κωνσταντίνου Τσάτσου «Πολιτική» και άλλα). Βιβλία, που (μαζί με άλλα), του κράτησαν ουσιαστική συντροφιά τα επόμενα χρόνια.
Νοέμβριος 1976.
Ο υπαξιωματικός τής Χωροφυλακής επιστρέφει στην Αθήνα μετά από δυο χρόνια στα Σέρβια της Κοζάνης, άλλα δυο στο Σκαλοχώρι Βοΐου, και τρεις μήνες στο Λιβάδι Ελασσόνας. Στα χρόνια αυτά, συχνά εισχωρούσε στα δυο βιβλία τού Κώστα Τσιρόπουλου, πασχίζοντας να μπει στον γοητευτικό στοχασμό τού ιδιαίτερου αυτού διανοούμενου.
Εκείνο που τον καθήλωνε (και τον καθηλώνει και σήμερα, που έχει εισέλθει στο 69ο έτος τής ηλικίας του) στις σελίδες τών βιβλίων αυτών, ήταν η τρυφερότητα της διαλεκτικής τού συγγραφέα, καθώς εκείνος αντιμετωπίζει την ανθρώπινη αγωνία μέσα σε μια ολότητα ζωής με εντελώς συγχωρητική διάθεση.
Με λόγο θαρραλέο ο Κώστας Τσιρόπουλος αποκαλύπτει έναν άλλο Χριστιανισμό, μιαν άλλη θρησκεία, εντελώς διαφορετική από εκείνη που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Είναι ο Χριστιανισμός τών ταπεινών, είναι η θρησκεία τής παρηγορίας, αυτή που αρνείται τόσο τα κοσμικά στοιχεία, όσο και τις προγονικές προκαταλήψεις.
Σήμερα, ο κάποτε νέος (εγώ), προχωρώντας στον ‘‘χειμώνα’’ μου, ξεφυλλίζω το εξαιρετικό βιβλίο (συλλογή δοκιμίων) «Αυτοψία τής εποχής», και σταματώ σε σελίδες που έχω υπογραμμίσει με κόκκινο μελάνι, σελίδες που συνδέουν το μέγα μυστήριο του θανάτου και την ανάγκη τού ανθρώπου να καταφύγει στην αγκαλιά τής θρησκείας και κάτω από τον ίσκιο του Θεού:
«Τεντώνουμε τα χέρια και προσπαθούμε να βρούμε μιαν άκρη μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που στεκόμαστε. Αισθανόμαστε, το βλέπουμε και στα πρόσωπα, στα θολά βλέμματα των άλλων πως ο χρόνος μάς φθείρει αδιάκοπα, συστηματικά μάς μαζεύει σιγά – σιγά σ’ ένα κουβάρι. Είναι λοιπόν, ο χρόνος που πρέπει να μάς νικάει ή τάχα έχουμε μέσα μας τη δυνατότητα να τον νικήσουμε μεις, να τον υπερβούμε; Είμαστε όντα χρονικά ή υπερχονικά;
»Αισθανόμαστε, παρά τις προόδους τής Βιολογίας, πως αναδυθήκαμε από ένα μυστήριο βαθύ, συγκλονιστικό. Και πως, αφού διαγράψουμε την τροχιά τής ζωής μας, μικρή ή μεγάλη, θα ξαναπέσουμε και θα βουλιάξουμε μέσα στο ίδιο μυστήριο που είναι σιωπή και ανυποψίαστη γαλήνη. Αλλά αυτή η παράφορη, η ολόφλογη, η αιματηρή συνείδηση της ζωής που έχουμε, αισθανόμαστε πως δεν μπορεί να σταθεί και να βρει απόκριση από αυτά τα δυο, της αρχής και του τέλους μας, μυστήρια.
»Είναι εύκολο, βέβαια, να βουλιάξεις στον παραλογισμό, που με τέτοια σαγηνευτικήν ευγλωττία εξέφρασαν δυο αυθεντικοί άνθρωποι του αιώνα μας, ο Καμύ και ο Σαρτρ, αλλά ούτε και αυτό το παράλογο δικαιολογείται μέσα σ’ έναν κόσμο τόσο σοφά, τέλεια ρυθμισμένο, τόσο ‘‘λογικά’’ οργανωμένο. Κάπου υπάρχει ένα νόημα συγκεφαλαιωτικό τής ζωής, που ερμηνεύει, δηλαδή, ολόκληρη τη ζωή και όχι ωρισμένες της πλευρές ή κάποιες της στιγμές.
»Η φιλοσοφία πάλεψε αιώνες, από κείνη την πνευματικήν αυγή τής Ιωνίας, να βρει μια συνολική, μια κυκλική θα έλεγα, ερμηνεία τού κόσμου. Πάλεψε απεγνωσμένα να υπερβεί τ’ ανθρώπινα εργαλεία τού στοχασμού και κάποτε νιώθεις, ιδίως στον Πλάτωνα, ότι το μεγάλο μυστήριο πάει να ραγίσει, να μας αποκαλυφθεί, να πέσει στ’ ανθρώπινα χέρια σα μαγικό πουλί που το σημάδεψαν οι πιο παράφοροι, οι πιο μεγαλεπήβολοι κυνηγοί.
»Αλλά η φιλοσοφία, αποσταμένη, σταματά. Δεν μπορεί να προχωρήσει πιο πέρα, γιατί στις δικές της υποθέσεις χρειάζεται πια τις μαρτυρίες της αντικρυνής πλευράς, όπως οι υποθέσεις τής Φυσικής και της Χημείας χρειάζονται την επαλήθευση των πειραμάτων.
»Πείραμα επιστροφής από τον θάνατο, η φιλοσοφία δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, να πραγματοποιήσει. Ήξερε πια, και είχε βεβαιωθεί πως από την αντικρυνή πλευρά υπάρχει η δημιουργός Δύναμη, ο Θεός. Κι αφού έλαβε αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες, κι αφού εξάντλησε όλες τις δυνατότητες, περίμενε πια την πρωτοβουλία τής αντικρυνής όχθης, περίμενε, δηλαδή, να μιλήσει το από αιώνων μυστήριο. Ο λόγος δόθηκε στη θρησκεία».
Στην Αθήνα, λοιπόν, του 1976, ο αέρας τής Μεταπολίτευσης επιτρέπει τη γέννηση μιας άλλης πνευματικότητας. Νέοι συγγραφείς, νέα συνθήματα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλεί με τον Μάνο Χατζιδάκι περισσότερο απ’ ό,τι με τους υπουργούς του. Η Μ. Μερκούρη απευθύνεται με επαναστατική διάθεση στις μάζες. Όλα μοιάζουν καινούργια.
Ο χώρος στη στοά τής Πανεπιστημίου 10, γίνεται ένα ιερό ‘‘κρησφύγετο’’ και παράλληλα ένα ορμητήριο Ιδεών.
Με δέος παρακολουθώ τον λόγο και τη σιωπή κάποιων ανθρώπων, που η πνευματικότητά τους δεν μετριέται με τα κοινά μέτρα και σταθμά, πλέον. Κεντρικό θέμα στις συζητήσεις η αγωνία για τον Ελληνισμό, η διαλεκτική τής Δημοκρατίας, το νόημα της Ελευθερίας.
Με τα τεράστια γυαλιά του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συγχωρητικός και απολογητικός, πρώτα με τον εαυτό του. Ήδη έχει κυκλοφορήσει το μεγαλύτερο από τα έργα του, την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» και ξέρει πως μ’ αυτό έχει αγκαλιάσει την αιωνιότητα.
Με τη σιωπή του ο μέγας Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Ξέρει πως ο τόπος απαλλοτριώνεται. «Οι Έλληνες δεν αγαπάνε την Ελλάδα», λέει συχνά. Μετά την ογκώδη «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», ο μεγάλος Δάσκαλος ιδρύει και λειτουργεί στη γενέτειρά του την Ελευθέρα Σχολή Φιλοσοφίας «Ο Πλήθων». Γνωρίζει, όμως, πως η υπόθεση του Ελληνισμού είναι χαμένη, όπως γνώριζε και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όταν αναλάμβανε την αυτοκρατορία, πως η Κωνσταντινούπολη ήταν χαμένη. Ο Κώστας Τσιρόπουλος από τις «Εκδόσεις τών Φίλων» εκδίδει τη μελέτη τού Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου «Το 21 και ο σύγχρονος Ελληνισμός». Αργότερα θα εκδώσει και το μεγάλο δοκίμιό του «Ευρώπη και Σοσιαλισμός».
Με τη γλυκύτητά του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Είχε ήδη εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στον Κώστα Τσιρόπουλο και στις «Εκδόσεις τών Φίλων» εμπιστεύεται την έκδοση των «Διαλόγων σε Μοναστήρι» και της «Πολιτικής». Αργότερα θα εκδώσει τα «Αισθητικά Μελετήματα», τη «Θεωρία τής Τέχνης», τη «Λογοδοσία μιας ζωής» κ. ά.
Είναι οι τρεις τους, οι τρεις της Χαϊδελβέργης.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος από τις «Εκδόσεις τών Φίλων» δίνει άλλη διάσταση στην πνευματική τους κατάθεση…
Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτοί.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος συγκεντρώνει στον χώρο τής «Ευθύνης» δεκάδες προσωπικότητες. Εκεί και ο αυστηρός Άγγελος Τερζάκης. Νιώθω δέος μπροστά στον συγγραφέα τής «Πριγκηπέσσας Ιζαμπώ». Ήδη η δημόσια τηλεόραση μεταφέρει τη «Μενεξεδένια Πολιτεία» του. Και ήδη, ο μέγας Άγγελος Τερζάκης, έχει εμπιστευθεί στον Κώστα Τσιρόπουλο το «Οι απόγονοι του Κάιν» και το «Ποντοπόροι».
Τον ακούω ένα βράδυ να διαβάζει ένα απόσπασμα από το είσαγωγικό του σημείωμα στο «Πρωτοπόροι». Το αντιγράφω: «Γεννηθήκαμε ποντοπόροι, δηλαδή όντα που αρματώνουν καράβια, ξεκινάνε για νέες, άγνωστες ηπείρους και δεν ξέρουν ότι εκείνο που τους ξεσηκώνει τα μυαλά, που φουσκώνει την καρδιά τους, είναι η μαγεία του ωκεανού, ο έρωτας της περιπέτειας, το άγνωστο, που περιέχει ένα κυρίως ελκυστικό περιεχόμενο: Να είναι θανατηφόρο».
Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν μέχρι το θάνατό του, ο ευγενής κύριος Κώστας Τσιρόπουλος, – εκ Λαρίσης, που τον αγνοεί, σχεδόν προκλητικά – θα συγκεντρώσει δεκάδες σημαντικότατα άρθρα – δοκίμια του Άγγελου Τερζάκη και θα τα παραδώσει ως ανεκτίμητη κληρονομιά στις επόμενες γενιές, που θ’ αγνοήσουν, όμως, με ελαφρότητα τη σκέψη και το έργο, τόσο του Τερζάκη, όσο και του Τσιρόπουλου. Τα βιβλία «Προσανατολισμός στον αιώνα», «Οδοιπόροι μιας εποχής», «Σε καμπή ιστορίας» κ.ά.
Εκεί, στο κρησφύγετο – ορμητήριο του Κώστα Τσιρόπουλου και άλλοι μεγάλοι. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο άνθρωπος που τόσο απλά μίλησε για τα προβλήματα της εποχής με το «Ο στοχασμός και ο λόγος», το «Ομιλίες τής γυμνής ψυχής», το «Ο σύγχρονος άνθρωπος», το «Οι σκληροί καιροί», το «Η σιωπή και ο λόγος», το «Ερήμην τών Ελλήνων» και με άλλα πολλά.
Εκεί και ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης με την πρωτοπόρα σκέψη του, που τη δονούσε η μεταφυσική τού Χριστιανισμού. Νεότερος όλων, μάλλον. Είχε ήδη εκδώσει τα δοκίμια «Προοπτικές» από το βιβλιοπωλείο τής «Δωδώνης». Είχε γράψει ήδη την εκπληκτική παρουσίαση του μεγάλου Θεσσαλονικιού ποιητή – και αδικημένου – Γιώργου Θέμελη. Είχε ήδη τιμηθεί με το Βραβείο τής Εθνικής Τραπέζης για το δοκίμιό του «Η εσωτερική διάσταση» και με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το «Η τραγωδία τής ιστορίας». Δυο χρόνια αργότερα, θα τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το «Αγραυλούντες» και αμέσως μετά «Οι εκδόσεις τών Φίλων» θα εκδώσουν το σημαντικότατο «Ο έγκοπος λόγος».
Η δραστηριότητα της μικρής παρέας, που ηγείται ο Κώστας Τσιρόπουλος, δεν σταματάει εδώ. Αυτό είναι ένα πολύ μικρό μέρος.
Οι «Εκδόσεις τών Φίλων» είναι ο κήπος μιας ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας που αντικρίζει κατάματα την μεταφυσική τού Χριστιανισμού, που αρνείται τον κοσμικό χαρακτήρα τής Εκκλησίας, και που θέτει σε νέα βάση την αγωνία τού ανθρώπου. Κάθε έκδοσή της αποτελεί κι έναν σταθμό κριτικής σκέψης.
Όμως ο Κώστας Τσιρόπουλος δεν μένει μόνο στον δοκιμιακό του λόγο και στις εκδόσεις.
Επιχειρεί ένα θαρραλέο βήμα.
Είναι η εποχή που ο αριστερισμός γίνεται μόδα, σημαία, λατρεία. Άλλωστε στο βάθος τού κάδρου ο πολιτικός με το ζιβάγκο ανοίγει τα χέρια του και επαγγέλλεται την αποθέωση τής πολιτικής τών φτωχών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου βγαίνει από τα αριστερά τού Κ.Κ.Ε. ξεδοντιάζοντάς το. Ευαγγελίζεται για τους Έλληνες πολλά «έξω»: «Έξω από το ΝΑΤΟ», «Έξω από την ΕΟΚ», έξω απ’ οτιδήποτε φαντάζει δυναστευτικό.
Οι Έλληνες διανοούμενοι εμφανίζονται μάλλον αποπροσανατολισμένοι. Η συντριπτική πλειοψηφία τους σπεύδει να πάρει θέση στην ‘‘αυλή’’ τού λαϊκισμού, δηλώνοντας σοσιαλιστές πριν ακόμα την γέννησή τους.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος, όμως, επιμένει. Δεν μπορεί να δει τη σωτηρία τού ανθρώπου έξω από τον αυθεντικό λόγο τής Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί να δεχτεί μια διαλεκτική χωρίς την απόλυτη ελευθερία σκέψης. Έχει τ’ αυτιά του ανοιχτά σε κάποιες φωνές που έρχονται από την Ευρώπη και μιλούν για τη σύγχρονη τραγωδία τού ανθρώπου. Πρόκειται για τις φωνές τών αντιφρονούντων Ρώσων – και όχι μόνο – συγγραφέων και επιστημόνων. Η συντριβή του διεθνούς κομμουνισμού αργεί ακόμα. Ο Σαρτρ κυριαρχεί ακόμα στην παγκόσμια διανόηση.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος και οι άλλοι άνθρωποι της «Ευθύνης» προχωρούν στην ελληνική έκδοση του «ΚΟΝΤΙΝΕΝΤ», που είναι το «Ελεύθερο βήμα Ρώσων και ανατολικοευρωπαίων συγγραφέων». Ελληνικός τίτλος: «Ευρωπαϊκή ΗΠΕΙΡΟΣ».
Σολζενίτσιν, Σαχάρωβ, Ιονέσκο, Τζίλας, Μιδζέντι, Σιανιάφσκι, Μιχαήλοβ, Ντούμπτσεκ, Μαξίμοφ, Μπουλγκάκοφ, Χάβελ είναι κάποια από τα ονόματα που δημοσιεύουν την κριτική τους σκέψη – διαμαρτυρία απέναντι σε καθεστώτα που συνθλίβουν την προσωπικότητα του ανθρώπου.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος ξεγυμνώνει την αριστερή προπαγάνδα, που ήθελε να παρουσιάζει τον κομμουνισμό ως σωτήρα τής ανθρωπότητας, όταν στη Ρωσία και στις χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης εξοντώνονταν αδίστακτα χιλιάδες ελεύθερες συνειδήσεις. Ένα μικρό απόσπασμα από την «Αμφισβήτηση του κατεστημένου» (Εκδόσεις τών Φίλων – 1975),που είναι σαν να γράφεται για τις μέρες μας:
«Μπορούμε πάντως να πούμε πως μια καταπληκτικά οργανωμένη προπαγάνδα, με οξύτατη γλωσσική αίσθηση που ξέρει να ζυγιάζει σωστά κάθε λέξη και με βαθύτατη γνώση τής ψυχολογίας τών μαζών αλλά και της ψυχολογίας που δημιουργείται στα δημοκρατικά πολιτεύματα, κατόρθωσε ώστε τίποτα απ’ ό,τι ενδιαφέρει και αναφέρεται στον κομμουνισμό να μην ονοματίζεται με το αληθινό του όνομα. Το κομμουνιστικό κίνημα έτσι παρουσιάζεται πάντα από τους βιαστικούς κι επιπόλαιους συχνά δημοσιογράφους τού Δυτικού κόσμου, με τον χαρακτηρισμό που εκείνο το ίδιο σοφά διάλεξε: ‘‘δημοκρατικές δυνάμεις’’, ‘‘προοδευτικές δυνάμεις’’, ‘‘φιλελεύθεροι πολίτες’’, και στις έσχατες περιπτώσεις ‘‘αριστερά’’ και κάποτε ‘‘άκρα αριστερά’’ – ενώ οι αντίπαλοι είναι πάντα ‘‘σκοταδιστές’’, ‘‘αντιδραστικοί’’, ‘‘οπορτουνιστές’’ κ.λπ.».
Από τη μια η «ΕΥΘΥΝΗ» με τα αφιερώματά της, λοιπόν, από την άλλη η «Ευρωπαϊκή ΗΠΕΙΡΟΣ».
Η αγκαλιά τών «Εκδόσεων τών Φίλων» διευρύνεται. Ο κύκλος μεγαλώνει. Απέναντι στο αστείο, ως και γελοίο, ερώτημα «πού είναι οι διανοούμενοι;» ο Κώστας Τσιρόπουλος και οι συν-μαχητές του έχουν να παρουσιάσουν τεράστιο έργο.
Αλλά ένας λαός που λατρεύει την υποκουλτούρα δύσκολα ν’ αναζητήσει έργα που αναγκάζουν τον νου να δουλέψει. Μένει στην ημιμάθειά του και στην χυδαία καραμέλα πως αυτός ξέρει τα πάντα.
Ας είναι…
Στα 1981 – είναι 51 χρονών τότε – κυκλοφορεί το δοκίμιό του «Πολιτισμός τού σώματος», επιχειρώντας ν’ αγγίξει την εσωτερική φωνή τής Τέχνης. Εκεί η συζήτηση με τον θάνατο γίνεται απόλυτα χειροπιαστή. Δηλώνοντας πως «η δημιουργία, είτε καλλιτεχνική είτε ερωτο-σαρκική, είναι πράξη τραγική», καταθέτει συνάμα πως «Η αγωνία της δημιουργίας πολιτισμού υπάρχει, επειδή ο άνθρωπος αγωνίζεται να προλάβει τον θάνατό του».
Ο Κώστας Τσιρόπουλος δεν απαξιώνει το Σώμα, το τιμά. Το θέλει Ωραίο ως ο Ηνίοχος των Δελφών. Γράφει:
«Αδικούμε το σώμα τού ανθρώπου όταν υποστηρίζουμε πως ο πολιτισμός είναι έργο τού πνεύματος. Θα κυριολεκτούσαμε , αν λέγαμε πως είναι και του σώματος και του πνεύματος άθλος. Γιατί το πνεύμα δεν υπάρχει αποσυσχετισμένο από το σώμα. Αντίθετα, υπάρχει γιατί υπάρχει το σώμα…»
Στο ίδιο δοκίμιο φτάνει στο παρακάτω συμπέρασμα:
«Ο Άγιος υπερβαίνει τον θάνατό του και τον θάνατο του κόσμου με τη μεταφυσική του πίστη. Ο Ποιητής, μ’ αίσθημα προσωπικής αθανασίας, προσπαθεί να μεταπλάσει τον κόσμο και τον εαυτό του, να τον αθανατίσει, να τον καθαρίσει από τον μολυσμό τού θανάτου και να τον προσφέρει στους ανθρώπους ως μορφή αθανασίας, μορφή που βρίσκεται πέρα και πάνω από τον θάνατο».
Το δοκίμιο «Πολιτισμός τού Σώματος» είναι κορυφαίο έργο, ανάμεσα σε άλλα κορυφαία, της σύγχρονης διανόησης, που αδικείται από την κοινότητα των Ελλήνων διανοούμενων. Στέκομαι με απόλυτη ευλάβεια απέναντι του, καθώς προσεγγίζει την οντότητα του Ποιητή, γράφοντας:
«Ο κίνδυνος του θανάτου, η άρρητη χαρά τού αθάνατου έργου Τέχνης, η ψευδαίσθηση της διαιώνισης δια μέσου του έργου αυτού, όλα τούτα είναι στοιχεία που συγκροτούν την τραγική φυσιογνωμία τού Ποιητή. [… …]
»Ο Ποιητής καταφάσκει την ζωή. Την αντικρύζει έμπληστη από ουσίες άξιες ν’ αναγορευτούν σε Τέχνη και να υψωθούν στην περιωπή τής αθανασίας. Η παρουσία του στον κόσμο και η άσκηση της δημιουργικότητάς του προϋποθέτουν την ύπαρξη του σώματός του και το γεγονός του θανάτου…»
Το περί θανάτου ερώτημα διατρέχει όλο το έργο τού Κώστα Τσιρόπουλου. Το έργο, όμως, στο οποίο το συναντάμε, με την πλέον ποιητική του υπόσταση, είναι το απολογητικό του κείμενο «Μουσική», (1989 – εκδόσεις Αστρολάβος / Ευθύνη), σκέψεις πάνω στη μουσική τού Anton Bruckner (Εννιά Συμφωνίες). Ξεχωρίζω ένα αγωνιώδες ερώτημα: «Αγάπης φωνές απελπισμένα φουντώνουν, δαγκώνοντας το σκληρό Ερώτημα: όποιος αγαπά, γιατί πεθαίνει;»
Το «Μουσική» είναι μια έκρηξη συναισθημάτων που αποτυπώθηκε στο χαρτί, στη Μύκονο, το 1980, λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας του, και που ο Κώστας Τσιρόπουλος είχε κρατήσει χρόνια μέσα στα συρτάρια του. Θεωρούσε το κείμενο αυτό πολύ προσωπικό…
«Είχα αποφασίσει να σωπάσω. Ήμουν ένα δέντρο κεραυνοβολημένο κατάκαρδα και οι Λέξεις, φλούδια ξερά πέφταν από πάνω μου, ανίκανες να σαρκώσουν το Μυστήριο που ζούσα.
»Ήμουνα προδωμένος από τον Θεό και τους Αγίους που με δάκρυα τους είχα απευθύνει τις Λέξεις μου.
»Στο τέλος, είμαστε μια Σιωπή που όλο και πιο βαθαίνει, να χαθεί μέσα στη Λήθη που μας γέννησε. Όταν λησμονήσουμε, όταν λησμονηθούμε, τότε θα μας ξαναθυμηθεί ο Θεός. Όσο όμως θυμούμαστε, τόσα και πιο σπαραχτικά θα κρυβόμαστε στην Σιωπή, να μην ξαναβρεί καμιά Λέξη. [… …]
»Η Μοίρα μας είναι οι Λέξεις. Δεν είμαστε παρά μονάχα Λέξεις. Λέξεις τρομαγμένες από τ’ αγιάζι τού Θανάτου, μεμβράνες που η Καρδιά και η Συνείδησή μας κρούουν, ρωτώντας, και πάλι ρωτώντας τον Θεό. [… …]
»Γυμνοί, ποτέ τόσο Εμείς όσο τώρα, ανακαλύπτοντας ένα Σώμα και χάνοντάς το, Σάρκα που μιμείται τα Μέταλλα, αίμα που μιμείται τα Ρόδα, πληγές που σωπαίνουν. Δεν μπορούμε σ’ αυτή τη Θάλασσα γερτοί, να σταματήσουμε τη φοβερή Νεροσυρμή, τα Εικονίσματά μας υψώνοντας, ο Θάνατος να τα ιδεί, να φοβηθεί…»
Τα ‘‘Εικονίσματά’’ μας, πια στην αρχή του 21ου αιώνα, σαράντα χρόνια μετά από τότε που χαράχτηκαν αυτές οι γραμμές, είναι ιστορημένα με μυστικά δάκρυα και αναζητήσεις μάταιες, από το πρώτο κιόλας γράμμα, το Α-ΛΦΑ, δηλαδή, που είναι και πρώτο στην Α-πουσία, στο Ά-χρονο, στο Ά-δικο.
«Είμαστε από τα υλικά τής Σιωπής πλασμένοι
ο Θάνατος
οι Φωνές μας…
Ήχοι σκοτώνουν
ο Θάνατος τις Λέξεις
στα σπλάχνα μας η Κραυγή φωλιάζει
ο Θάνατος και συντρίμματα…[…]
…τα δειλινά στα Κοιμητήρια όλοι οι ήχοι
πεθαίνουν οι Λέξεις
ο Θάνατος μέσα στην απόγνωση
και η Σιγή όλο πήζει πυκνό ρευστό
στις Λέξεις ο Θάνατος
στις Αρτηρίες πετρώνει
σώπασε πια…»
θα γράψει λίγο πριν κλείσει το κείμενό του για τη μουσική.
Και ο θάνατος παρών…
Στις 23 Φεβρουαρίου του 2017, ο Κώστας Τσιρόπουλος πεθαίνει. Το πληροφορούμαι νωρίς το απόγευμα, από μια ανάρτηση στο διαδίκτυο, του Γιώργου Γκέλμπεση, που έχει αναλάβει τη «Νέα Ευθύνη», τη διάδοχη κατάσταση στον εκδοτικό χώρο τής πορείας που χάραξαν «Οι εκδόσεις τών Φίλων».
Με περιέργεια παρακολουθώ, εκείνη την ημέρα, τα βραδινά δελτία ειδήσεων, όπως και τα πρωινά τής επόμενης ημέρας. Ούτε μια λέξη. Αντίθετα, μαθαίνω για μια δημοπρασία που αφορά τουαλέτα τής Λαίδης Ντι. Αν είχε βγει σε δημοπρασία και το σουτιέν τής Μαντόνα, σίγουρα θα μάθαινα και λεπτομέρειες.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος είναι ανύπαρκτος για τον δημοσιογραφικό κόσμο. Κανένας δεν θ’ ασχοληθεί μαζί του. Αν είχε πεθαίνει κανένας μόδιστρος ή κομμωτής, θα μαθαίναμε μέχρι και πόσες αποτριχώσεις είχε κάνει. Η Ελλάδα συνεχίζει να πεθαίνει μέσα στην αφασία της. Η Διδώ Σωτηρίου είχε γράψει: «Οι νεκροί μπορεί να περιμένουν». Γιατί όχι;
Μόνο που «κάποιοι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς». Ένας απ’ αυτούς τους πολύ ζωντανούς νεκρούς θα είναι ο Κώστας Τσιρόπουλος. Άλλωστε ο ίδιος στο εισαγωγικό σημείωμα με τίτλο «Τα τροφεία» (26-5-1979) της συλλογής μελετημάτων του για ιδιαίτερες φυσιογνωμίες τού Νέου Ελληνισμού «Οι προλαλήσαντες» είχε γράψει για τους συνειδητούς, και ανήσυχους, αναγνώστες και τους συγγραφείς που νικούν τον χρόνο:
«Από το ανυποψίαστο όμως άγγισμα ενός βιβλίου ως τον έρωτα των βιβλίων, η απόσταση είναι μεγάλη. Την γεμίζει η παιδεία τού ανθρώπου, το περιβάλλον μέσα κι έξω απ’ το σπίτι, αλλά σύντομα η ίδια η ύπαρξη φανερώνει τον εαυτό της και παίρνει την πρωτοβουλία στη συμπεριφορά της προς τα βιβλία.
»Εκείνη θα νιώσει αν το βιβλίο την αφορά κι αν την ορίζει. Κι αν αποφασίσει να προχωρήσει μέσα στο μυστήριο του λόγου, τότε η συμπλοκή της με τα βιβλία τής αποκαλύπτει μια περίεργη, συγκλονιστική πραγματικότητα: πως ανάμεσα στους νεκρούς που λάμνουν μισοσκεπασμένοι στάχτη στ’ ανοιχτά τής ζωής, υπάρχουν κάποιοι νεκροί που είναι πιο ζωντανοί απ’ τους ζωντανούς: οι συγγραφείς.
»Αυτοί, κρατώντας στο στήθος τους την αθανασία τού λόγου κατορθώνουν να διαπλεύσουν την πικρή τη λήθη και την άσπλαχνη σιγή τού κόσμου ξορκίζοντας τον θάνατο με τις λέξεις…»
Να διαισθανόταν, άραγε, ο Τσιρόπουλος πως μετά το θάνατό του θα έμεινε ζωντανός για κάποιους, έστω λίγους, εκλεκτούς, όμως, αναγνώστες; Πιστεύω πως, ναι. Είχε την, απαραίτητη προς τούτο, αυτογνωσία, αλλά είχε και τη σεμνότητα που τον διαφύλασσε από ολισθήματα που χαρακτηρίζουν κενούς ανθρώπους.
Ο Κώστας Τσιρόπουλος ήταν γεμάτος από πνευματική ζωή και από μια δυσεύρετη αριστοκρατία. Άλλωστε με τον θάνατο είχε, ως γνήσιος στοχαστής, ιδιαίτερη σχέση. Διαβάζω μια συνέντευξη του 1968, που είχε δώσει στον Θανάση Νιάρχο με αιτία την κυκλοφορία τού πρώτου του μυθιστορήματος, τα «Φαντάσματα» και που περιλαμβάνεται στη συλλογή συνομιλιών τού Νιάρχου «Πραγματογνωμοσύνη της εποχής» (Εκδόσεις τών Φίλων – αχρονολόγητο):
«Γιατί πεθαίνουμε, γιατί όλοι μας πρέπει κάποτε να πεθάνουμε∙ ερώτημα που σοβαρότερο και συγκλονιστικότερο, δεν μπορεί να υπάρξει για την ανθρώπινη ύπαρξη. Όταν μια εποχή – και τέτοια είναι η δική μας – δεν μπορεί να δώσει απόκριση στο ερώτημα αυτό, ο πολιτισμός της περνά κρίση και οι άνθρωποι παραφρονούν μπροστά στην πραγματικότητα του θανάτου».
Απέναντι στην πραγματικότητα του θανάτου ο Κώστας Τσιρόπουλος θα θέσει τη μεταφυσική και την παρηγορία τής Ορθοδοξίας. Είναι αυτός που μιλά για όλα, από τα πλέον ασήμαντα της ζωής, ως τα πλέον σημαντικά, τα κορυφαία, τα καθοριστικά για τη στάση τού ανθρώπου απέναντι στην πρόκληση της ίδιας της ζωής.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα για τα δάκρυα της μετάνοιας του Χριστιανού, από το βιβλίο του «Αυτοψία τής εποχής», μια προσέγγιση του Κώστα Τσιρόπουλου της παγκόσμιας συνείδησης όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο:
«Τα ανθρώπινα δάκρυα θεωρούνται από τους Πατέρες της Εκκλησίας – όταν είναι δάκρυα μετάνοιας, καρποί άγιας λύπης – σα δεύτερο βάπτισμα του χριστιανού και μάλιστα κατά τον άγιο Ιωάννη τής Κλίμακος, πολύ πιο σπουδαίο, πιο δυνατό, πιο πλούσιο σε χάρη αφού καθαρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη από τα παραπτώματα που έκαμε μετά το πρώτο, το βάπτισμα της εισόδου στην Εκκλησία τού Χριστού… [… …]
»Αρρενωπό, έξοχο φαινόμενο του ανθρώπου είναι η στιγμή των δακρύων στην αρχαία ελληνική τραγωδία…
»…Τα δάκρυα στην αρχαία τραγωδία είναι ένα όριο, όριο σιγής τής ύπαρξης. Κι όταν ο αρχαίος τραγικός αναγκάζεται να τα σχολιάσει, δεν τα θεωρεί, βέβαια, ως έκφραση δύναμης της ύπαρξης, αλλά κατορθώνει ν’ αναδώσει μέσα από το γεγονός των δακρύων τόσον φως και τέτοιαν αρχοντιά, – αρχοντιά που εναποθέτει ο πόνος και η ειλικρινής βίωσή του από τον άνθρωπο, – ώστε δεν ταπεινώνεται, δεν εξευτελίζεται ο ήρωας που κλαίει…
»Οι Πατέρες τής Εκκλησίας αποκάλυψαν την συγκλονιστική μεταφυσική αξία τών δακρύων. Ακόμη μια φορά βρήκαν στη διαγωγή του σώματος μιαν ευθύνη και μιαν άμεση μοναδική επίδραση στο μέλλον της ψυχής… [… …]
»Η νέα όμως ηθική αποκρούει τη χρησιμοποίηση των δακρύων. Πιστεύει πως η ισορροπία της θα επανευρεθεί όταν διώξει από πάνω της το βάρος τού παρελθόντος, όταν διώξει από πάνω της το βάρος τού παρελθόντος, όταν αφοσιωθεί στη ζωή χωρίς την ‘‘τυραννία’’ των ιδανικών, με μιαν απλότητα κυριολεκτικά ζωώδη. Δεν θυμάμαι κανέναν ήρωα της μοντέρνας λογοτεχνίας να κλαίει, να κλαίει συνειδητά, δεν θυμάμαι μάτια δακρυσμένα στον Σαρτρ, στον Καμύ, στον Φώκνερ, στον Ιονέσκο, στον Ζενέ, στον Άλμπη. Υπάρχει, αντίθετα, μια αγχώδης ερημιά, μια ξηρασία που θα βαραίνει όλο και πιο πολύ την ψυχή μας, που θα μας βασανίζει όλο και πιο βαθιά, που θα μας φθείρει και θα μας αφανίζει γιατί δεν αφίνουμε τα δάκρυα να μας ποτίσουν, να μας μαλακώσουν, να μας γεωργήσουν…»
Στο τέλος τού 1975 ο Κώστας Τσιρόπουλος κυκλοφορεί μια ακόμα συλλογή δοκιμίων του, με τον τίτλο «Η αμφισβήτηση του κατεστημένου». Ο αναγνώστης τους σήμερα, διαβάζοντάς τα αποκομίζει την εντύπωση πως γράφτηκαν μόλις χθες και αφορούν το τώρα και το αύριο και όχι καταστάσεις που βίωνε ο πολίτης σχεδόν πενήντα χρόνια πριν.
Παραθέτω μόνον ένα μικρό απόσπασμα που αφορά τα ΜΜΕ και την κρατική προπαγάνδα, με την όποια κυβέρνηση να προσπαθεί να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη:
«Η κιβδηλεία τής ζωής διευρύνεται όταν υπάρχουν μέσα δημοσιότητας που διαχειρίζεται το κράτος – και στην ουσία, το Κόμμα που κυβερνά όχι με συνείδηση ευθύνης αλλά με αδίσταχτη επιθυμία να προβληθούν μόνο οι δικές του θέσεις στο λαό και να υποστηριχτούν τα δικά του πολιτικά συμφέροντα. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως η αλήθεια των πραγμάτων βρίσκεται πάνω από την υπηρέτηση οποιασδήποτε ιδεολογίας, και πως καμιά ιδεολογία τελικά δεν μπορεί να προκύψει και να οδηγήσει σε καλό όταν οι οπαδοί της είναι εξαπατημένοι και τοξινωμένοι από το ψέμα…»
Τεράστιο το δοκιμιακό έργο τού Κώστα Τσιρόπουλου, αλλά σ’ ένα σημείωμα δεν δύναται κανείς να το αναπτύξει.
Προσωπικά, όμως, ανατρέχω συχνά σε κάποια μελετήματά του, που αναφέρονται σε φυσιογνωμίες τού Νέου Ελληνισμού. Συγκεντρωμένα υπό τον γενικό τίτλο «Οι προλαλήσαντες» (1979), προσεγγίζουν τον Καζαντζάκη (Ασκητική), τον Φώτη Κόντογλου, τον Τάκη Παπατσώνη, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Γιώργο Θέμελη, τον Ηλία Βενέζη, τον Παντελή Πρεβελάκη, την Πηνελόπη Δέλτα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Ίωνα Δραγούμη και άλλους. Προσέγγιση με ιδιαίτερη ευαισθησία που με οδηγεί στην ευθύνη τού Κώστα Τσιρόπουλου καθώς ατένιζε αυτές τις προσωπικότητες του Νέου Ελληνισμού, τις περισσότερες από τις οποίες ούτε καν όνομα έχουν ακούσει οι σύγχρονοι Έλληνες.
Λάρισα, Τετάρτη, 16 Ιουνίου 2020…
Η ώρα πλησιάζει πέντε το πρωί. Λέω να κλείσω εδώ το κείμενο αυτό για τον σημαντικό συμπατριώτη μου, που τελευταία φορά τον είχα συναντήσει πριν εννιά χρόνια. Θυμάμαι κάποια μικρά παράπονά του για συμπατριώτες κι εφημερίδες, που προκλητικά τον αγνόησαν.
Όμως, με παρηγορεί η σκέψη πως ο φίλος γιατρός και άξιος ποιητής Κώστας Λάνταβος, όταν διηύθυνε το περιοδικό «Γραφή», είχε αφιερώσει ένα τεύχος της στον Κώστα Τσιρόπουλο. Είναι ένα συλλεκτικό πλέον τεύχος και όλη η τιμή ανήκει στον Κώστα Λάνταβο, που και ο ίδιος με τη σειρά του αποτελεί μια παρηγορία γόνιμης δημιουργίας για την πόλη.
Όπως, με παρηγορεί και η σκέψη, πως χθες το βράδυ, ο φίλος Λευτέρης Παπαστεργίου, μου ζήτησε ένα κείμενο για τον Κώστα Τσιρόπουλο, να το φιλοξενήσει στην «Larisapress». Να, λοιπόν, που οι νεκροί συνεχίζουν να ζουν ανάμεσά μας, πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς.
Λάρισα, 16 Ιουνίου 2020