Του Κώστα Τσιρόπουλου
Ο κλοιός των καθημερινών γεγονότων μας περισφίγγει απελπιστικά. Μας λένε οι απαθείς πώς αφού προσπαθούμε ν’ αθλήσουμε πνευματικά, πρέπει να είμαστε αφιερωμένοι σε αοριστίες και γενικεύσεις και πώς ό ρόλος του πνεύματος δεν είναι να προβαίνει σε σχολιασμό της επικαιρότητας, να φωτίζει τα γεγονότα και να παίρνει μια θέση υπεύθυνη αντίκρυ τους.
Δεν θα υπογραμμίσω πώς μια τέτοια αντίληψη για την αποστολή των λεγόμενων πνευματικών ανθρώπων, επιτείνει τον αρχαίο διασυρμό του πνεύματος, ότι είναι ξένο κι αδιάφορο προς την πραγματικότητα κι ότι συνεχώς αεροβατεί.
Είμαι όμως από τα πράγματα υποχρεωμένος να τονίσω πώς είναι το πρώτο σημάδι πνευματικής τύφλωσης, όταν ακούμε να μας λένε πώς πρέπει να μείνουμε απομονωμένοι, πώς το πνεύμα οφείλει ουσιαστικά να περιφρονεί την καθημερινή πραγματικότητα πού είναι πάντα κατώτερη του και πώς όταν ο κόσμος βουλιάζει και χάνεται, εμείς, στον ελεφάντινο πύργο μας κλεισμένοι, δεν επιτρέπεται να βγούμε και να υπερμαχήσουμε, τη στιγμή, μάλιστα, πού βλέπουμε πώς αυτό ακριβώς το πνεύμα πού είναι ελευθερία, δράση κι ευφυΐα, κινδυνεύει.
Ένας «συντηρητικός» πού συμβαίνει να γράφει, βαστώντας έτσι στους ασθενικούς του ώμους την βαρύτατη ευθύνη του πνευματικού εργάτη, οφείλει, μας λένε πολλά στόματα, να σωπαίνει και ν’ αδρανεί, την ίδια στιγμή πού θεωρείται φυσική και περνά ασχολίαστη η πλήρης εμπλοκή και η αποβλακωτική στράτευση ενός «προοδευτικού» πού κι αυτός συμβαίνει να γράφει.
Δεν θα καθίσουμε τώρα να σχολιάσουμε την τρέχουσα σημασία των όρων «συντηρητικός» και «προοδευτικός». Θα συλλαμβάναμε έτσι αμέσως το πνεύμα της μωρίας και της ηθικής αγυρτείας πού κυριαρχεί στην εποχή μας. Λέμε μονάχα πώς στον συντηρητικό φορτώνουν όλες τις αμαρτίες του παρελθόντος ενώ στον προοδευτικό όλες τις ροδαλές ελπίδες του μέλλοντος. Δε μας ενδιαφέρει και δεν μας απασχολεί το γεγονός πώς ο προοδευτικός μπορεί συνηθέστατα, να είναι δύναμη διαλυτική κι εωσφορικά αρνητική και της ζωής και της ελευθερίας, χωρίς καμμιά πίστη θετική και κανένα αυθεντικά πνευματικό εχέγγυο. Του δίνουμε προθυμότατα την άδεια της δράσης άλλ’ αντιδρούμε, συγχιζόμαστε, αγανακτούμε όταν την άδεια αυτή τη ζητεί και την παίρνει και κάποιος απεχθής συντηρητικός. Η Ελευθερία δεν μεροληπτεί άλλα εκείνοι πού κόπτονται για την Ελευθερία είναι έτοιμοι να πάρουν το κεφάλι, των ανθρώπων πού θα θελήσουν — παρακινημένοι από τα γεγονότα — να έχουν σε κάποιο θέμα αντίθετη μ’ αυτούς γνώμη.
Τα γεγονότα, λοιπόν, πού πέφτουν καθημερινά πάνω μας με τη δική τους τρομερή δύναμη και με την αναντίλεκτη πειθώ τους, μας φανερώνουν πώς βρισκόμαστε σε καιρούς εκτεταμένης πνευματικής τύφλωσης και ολέθριας ασυνειδησίας. Να αδιαφορήσεις ; Πώς μπορείς, όταν από τα γεγονότα αυτά εξαρτάται άμεσα κι ο εαυτός σου, κι εκείνοι πού αγαπάς, και ο κόσμος ετούτος πού σε φιλοξενεί και σε δοκιμάζει, και η πνευματική ελευθερία και αξιοπρέπεια ;
Καθημερινά ανοίγοντας μιαν εφημερίδα ή ακούγοντας το ραδιόφωνο, αισθανόμαστε να μας ζώνει τρόμος, ο τρόμος αυτός πού σ’ εξουθενώνει πριν από μια τελειωτική καταστροφή. «Μα, που πηγαίνουν ;» ακούς κάθε τόσο τους διπλανούς σου ν’ αναρωτιούνται— «Δεν καταλαβαίνουν πώς έτσι όπως φέρονται, πολιτικοί, δάσκαλοι, λογοτέχνες, κληρικοί, δημοσιογράφοι, είναι σα να δολοφονούν τις ιδέες πού εκφράζουν αρμόδια κι υπεύθυνα, σα ν’ αυτοκτονούν ηθικά; Πήραν στα χέρια τους την ευθύνη να κατευθύνουν την κοινωνία κι όχι μονάχα απομένουν απαθείς κι αδιάφοροι σε στιγμές τρομερές, αλλά κάνουν κάτι άλλο, φοβερότερο : προβαίνουν σε αλλεπάλληλες ενέργειες, λένε και πράττουν πράγματα πού ουσιαστικά τους εκμηδενίζουν, πού καταρρίπτουν τελειωτικά το κύρος όχι μονάχα το προσωπικό τους. αλλά και το κύρος των αρχών πού εκπροσωπούν.
Μια ασφυκτική συρροή γεγονότων μας βεβαιώνει πώς βρισκόμαστε μέσα στο χάος: υπάρχουν χριστιανοί πού έχουν κάνει τον Χριστιανισμό υπόθεση της γειτονίας και τον ξοδεύουν σε στείρες μάχες, σε συκοφαντίες και καυγάδες προσωπικούς, χριστιανοί πού έχασαν το μέγα γνώρισμα της Αγάπης. Και στο μεταξύ, το πλήρωμα της Εκκλησίας διαρρέει. Υπάρχουν δάσκαλοι πού έπαψαν να βλέπουν μέσα στο παιδί πού τους παραδίνεται την ψυχή να σκιρτά κι έχουν μεταμορφωθεί σ’ επαγγελματίες και συμφεροντολόγους. Υπάρχουν δημοσιογράφοι πού διαστρέφουν των αλήθεια, πού παραμορφώνουν τα γεγονότα συντελώντας στην αποβλάκωση των Ελλήνων, και υπάρχουν άλλοι πού ενώ παρασταίνουν τους «εθνικόφρονες» δεν αφήνουν χωρίς εγκώμιο βιβλίο αριστερού, ενώ βυθίζουν στη σκιά τα έργα των ελεύθερων ανθρώπων. Και υπάρχουν πνευματικοί, λεγόμενοι, άνθρωποι πού υποκύπτουν στην κομμουνιστική Κίρκη, σημαιοστολισμένοι από κολακείες κι εγκώμια, πού συναδελφώνονται, πού προσχωρούν και πού σφαλίζουν πολιτισμένα τ’ αυτιά τους στους στεναγμούς των καταδιωγμένων και τυραγνισμένων συναδέλφων τους. Και υπάρχουν ακόμα πάμπολλοι Έλληνες πού δικαιολογούν, πού χειροκροτούν με πάθος όλη αυτή την κατάσταση, Έλληνες πού ηθικά αυτοκτονούν.
Βρισκόμαστε σε καιρούς μιας φοβερής κι εκτεταμένης εθνικής αυτοκτονίας — πού φυσικά δεν είναι ξένη προς τη μηδενιστική κρίση πού περνά σήμερα ολόκληρος ο κόσμος. Ας ελέγξουμε, λοιπόν, τά βασικά της γνωρίσματα, υπακούοντας στην ευαγγελική σύσταση: «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ύμας».
Έχει χαθεί πρώτα —πρώτα η αίσθηση της γλώσσας και της έννοιας των λέξεων. Διακηρύξεις, χαρακτηρισμοί, βρισιές, δηλώσεις, διαβεβαιώσεις, όλα πέφτουν στο κενό. Κανείς πια δεν πιστεύει πώς αυτά πού λέγονται έχουν μια ουσία, πώς η κάθε λέξη αποκρίνεται σ’ ένα, μικρό ή μεγάλο, πνευματικό γεγονός, πώς είναι φορτισμένη από κάποιο σταθερό δυναμικό, αναλλοίωτο, πού φωτίζει και σταθεροποιεί τις αισθήσεις της συνείδησης μας. Η γλώσσα είναι, θαρρείς, ένα τυφλοπάνι, πού μας κρύβει την ουσία, είναι ένα ξεγέλασμα, αχνός, γλώσσα παραπειστική, γλώσσα εκπορευμένη από τον βιασμό της Αλήθειας, γλώσσα πού παύει πια ν’ απελευθερώνει εσωτερικά τον άνθρωπο. Με τις ίδιες λέξεις, με τους ίδιους όρους, κι όμως δε μπορούμε πια να συνεννοηθούμε. Η γλώσσα έχασε την αντικειμενικότητα της κι έχει γίνει μια πρόχειρη, κακόπιστη προσωπική εκδοχή.
Έχει χαθεί, έπειτα, η αίσθηση της ουσίας, όχι μονάχα από τα λόγια άλλα κι από τις πράξεις. Υπάρχουν μυριάδες άνθρωποι, σήμερα πού ξοδεύουν τη ζωή τους σε πολυσχιδείς δραστηριότητες άλλα πού ουσιαστικά, δεν κάνουν απολύτως τίποτα. Ο έρωτας, ο βασανισμός, η αγωνιώδης αναζήτηση της ουσίας έχουν πια σχεδόν ολοκληρωτικά χαθεί. Μια μοιρολατρική απραξία καθηλώνει σε τέτοιες στιγμές τους υπεύθυνους.
Κι έχει χαθεί και η ό ρ α σ η του περαιτέρω, του μέλλοντος. Όλοι όσοι ενεργούν εναντίον των Ιδεών, εναντίον της Ελευθερίας, εναντίον της Ελλάδας, εναντίον του πολιτισμού, ενεργούν σα μανιακοί, χωρίς να μπορούν ή να ενδιαφέρονται ν’ αποκριθούν στο απλούστατο άλλα κρισιμότατο ερώτημα: «Και ύστερ’ από αυτό, τι θα γίνει; Πού θα πάμε και με ποια Πίστη πλέον, αφού όλα τα έχετε γκρεμίσει;»
Όταν όμως από τη συνείδηση ενός λαού — κι όλοι αυτοί πού αναφέραμε συνιστούν αξιωματικά την συνείδηση ενός λαού — λείψει η αίσθηση και η βεβαιότητα του μέλλοντος, ο λαός αυτός κινδυνεύει να πεθάνει. Όταν οι άρχουσες τάξεις του αυτοκτονούν ηθικά, τον οδηγούν σε μια φοβερή ηθική τύφλωση, σε μιαν αποβλάκωση πού σημαίνει εκπνοή του πολιτισμού.
Τα γεγονότα μιλούν και οποιαδήποτε διαλεκτική δεινότητα δε μπορεί ούτε τόσο δα να τ’ αλλοιώσει. Σπρώχνουμε την Ελλάδα στου χάρου το στόμα. Συντείνουμε στον ταχύτατο εκχυδαϊσμό των νέων γενεών, με το να εκμεταλλευόμαστε τον ενθουσιασμό και την αγνότητα τους. Τουςς δηλητηριάζουμε με μίσος, με την άρνηση, με τον μηδενισμό. Μεταμορφώνουμε την πνευματική μας παράδοση σε αισθητική ή φιλολογική αξία και ρημάζουμε την ηθική περιουσία του λαού διαβεβαιώνοντας τον πώς το παρελθόν έχει πεθάνει και πώς πρέπει να προσανατολιστεί προς τις νέες πραγματικότητες. Μα αν το ελληνικό παρελθόν έχει πεθάνει, έχει τότε πεθάνει — χωρίς να το καταλάβουμε — και η Ελλάδα, πού αν της αφαιρέσεις αυτό το παρελθόν δεν της απομένει τίποτα σχεδόν.
Γίνεται τον τελευταίο καιρό ανάμεσα μας, μπροστά στα μάτια μας μία μειοδοσία ηθική, συντελείται μία διαδοχική αυτοκτονία και οδηγείται ο λαός σε μια τύφλωση, σε μιαν αποβλάκωση με συνέπειες πού όταν κανείς τις αναλογιστεί, παγώνει το αίμα της ψυχής του. Όλοι μας, έχουμε χρέος, ν’ αντισταθούμε για να μην πάψουμε να είμαστε άνθρωποι κι Έλληνες.
“Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ”
*Κώστας Ε. Τσιρόπουλος
Ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930 – 2017) γεννήθηκε στη Λάρισα.
Σπούδασε νομική (Θεσσαλονίκη) και Ιστορία τής Τέχνης στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη.
Ιδρυτής και διευθυντής της ετήσιας έκδοσης “Χριστιανικό Συμπόσιο” (1966-1971) και του περιοδικού “Ευθύνη” (1961-1966, και από το 1972 ως σήμερα). Συνεργάστηκε επί χρόνια με την ΕΡΤ και την “Καθημερινή” (1962-1967), Γενικός Γραμματέας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (1974-1976), Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου (1975-1980), Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Φέξη των Δώδεκα (1964), Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1966), Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1986), Βραβείο της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (1989) Α Βραβείο της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας (1990), Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2007), και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γρανάδας (2004).
Το ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό του έργο εκτείνεται σε δεκάδες τόμους. Έχει επίσης μεταφράσει από τα ισπανικά, τα καταλανικά και τα γαλλικά βιβλία και κείμενα των Ορτέγα υ Γκασσέτ, Αντόνιο Ματσάδο, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Καμίλο Χοσέ Θέλα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Σαλβαδόρ Εσπρίου, Χοσέ Μπεργαμίν, Ντρυόν, Ζενεβουά, Αρανγκούρεν κ.ά.
Βιβλία και κείμενά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.