Γεννήθηκε το 1920. Και ο Δήμος Λαρισαίων αποφάσισε να ονομάσει το 2020, ως «έτος Τλούπα». Οι τιμητικές εκδηλώσεις στην πόλη ήδη άρχισαν, με μια μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Κατσίγρα (8 Μαρτίου), με στιγμές τού βίου του. Θα συνεχιστούν σε όλη την διάρκεια της χρονιάς. Και δίκαια. Αν δεν τιμήσουμε τον Τάκη Τλούπα, θα είναι σαν να διαγράφουμε με μια μονοκονδυλιά την ιστορία μας. Αυτό ακριβώς είναι ο Τάκης Τλούπας: Η ιστορία της πόλης μας από το 1935 μέχρι το 2000.
Κάμπος…
Τοπίο επίπεδο, κλεισμένο από βουνά,
κομμένο στα δυο απ’ το ποτάμι.
Η πολιτεία νωθρή και υγρή.
Συχνά φιλάρεσκη κι επίσης φλύαρη.
Πολιτεία μακιγιαρισμένη.
Άλλοτε φασκιωμένη με μοντελάκια νεοπλουτισμού.
Άλλοτε επιτηδευμένα μισόγυμνη, προκλητικά ηδυπαθής.
Πέρα ως πέρα σάρκινη.
Πολιτεία με μνήμη αδύναμη και όνειρα πλαστικά.
Εσπρέσο, καπουτσίνο και λάιφ στάιλ μπούρδες.
Χρώματα παραχαραγμένα,
στιλάκια μπλαζέ και τροχήλατες μοναξιές.
Ο καθένας και η ιστορία του. Έστω χωρίς έρμα. Έστω…
Κάμπος…
Λίγο πριν η νύχτα χωρίσει εντελώς απ’ τη μέρα. Λίγο πριν το σκοτάδι χωρίσει εντελώς απ’ το φως. Στο μεταίχμιο του άσπρου με το μαύρο, όπου περιδιαβαίνει τα σοκάκια η σιωπή, και τους μεγάλους δρόμους η γαλήνη.
Λίγο πριν ξυπνήσουν οι μοναξιές και τα ψυχότροπα. Εκεί, στο κρίσιμο σημείο του χρόνου, που μπορεί κανείς να ξεδιαλύνει σκιές, ο Τάκης Τλούπας καλημερίζει και πάλι την πόλη του, κρεμά και πάλι στον ώμο του την μηχανή του, ανεβαίνει και πάλι την βέσπα του, και ξεκινά, και πάλι, για τον κάμπο ή τα χαμηλοβούνια του.
Ευτυχώς που οι μεγάλοι δεν πεθαίνουν οριστικά κι ευτυχώς που κάποιοι βρίσκουν τα δρομάκια της ψυχής που οδηγούν στη σιωπή τού έργου τους.
Και δυο φορές ευτυχώς, που η πόλη καλότυχη υπήρξε κι ανάθρεψε μεγάλους, ερήμην βεβαίως της βούλησης των ανόητων.
Λάρισα…
Η Λάρισα του Αγήνορα Αστεριάδη…
Η Λάρισα του Τάκη Τλούπα…
Η Λάρισα των χρωμάτων και η Λάρισα του μαυρόασπρου.
Η αγαπημένη Λάρισα της σιωπηλής ευγένειας και της απόλυτης σεμνότητας.
Η Λάρισα που μιλά χαμηλόφωνα και βαδίζει απαρατήρητη και απρόσβλητη από τις ασθένειες του ναρκισσισμού και του μεταμοντερνισμού. Που και χωρίς τις πιστωτικές κάρτες, τα «Ρόλεξ» και τα «Αρμάνι» και τις «Μερσέντες», μπορεί ακόμα να ονειρεύεται.
Γιατί αυτή η Λάρισα ζει μέσα από τα βήματα σημαντικών ανθρώπων που κατάθεσαν ήδη την μαρτυρία τους στην αιωνιότητα.
Ο Τάκης Τλούπας έχει καταθέσει στην αιωνιότητα το έργο του – αλλά και το ήθος του – και μας έχει παραδώσει μια Λάρισα-μάνα, μια πόλη ζεστή, Λαρισαίους που στέκουν στις γωνιές τών δρόμων συζητώντας την καθημερινότητα, ανθρώπους τού κάμπου που αρκούνται στο ελάχιστο, σιωπηλούς ποιμένες που οδοιπορούν στην ομίχλη και πια, ο ίδιος, τεχνίτης και δημιουργός, καλλιτέχνης της φωτογραφικής αφηγηματικής αποτελεί μέγιστη σημαντικότητα για τον τόπο μας.
Μέσα από την οπτική, αλλά και την τεχνική τού Τάκη Τλούπα, το τοπίο αποκτά τις διαστάσεις που δύσκολα αντιλαμβάνεται ένα μη ασκημένο μάτι. Η ελληνική γραμμή και η γραμμή τού ορίζοντα ταυτίζονται σε μια σιωπηλή αρμονία και το κραυγαλέο εκμηδενίζεται, αφήνοντας ζωτικό χώρο στον άνθρωπο, για να αντιληφθεί την ασημαντότητά του σε σχέση με τον χώρο, αλλά και τον χρόνο.
Το ίδιο και οι οπτικές του για την πόλη, όπου άνθρωποι και χτίσματα συνυπάρχουν, πια, σε αναλογίες που δεν ανατρέπουν την φυσική ροή τής ζωής. Η πόλη τής Λάρισας απαθανατίζεται με την ηρεμία μιας απλότητας που χάθηκε για πάντα.
Όμως δεν είναι η Λάρισα του χθες. Είναι η πολιτεία ‘‘τού πάντα’’ αυτή που περνά από τα μάτια εκείνου που θα θελήσει να ταξιδέψει στις σελίδες τών λευκωμάτων που συγκέντρωσαν κάποια απ’ τα μέρη τής δουλειάς τού Τάκη Τλούπα. Και αυτό αποτελεί τη μεγάλη προσφορά τού φωτογράφου τής Λάρισας.
Τα λευκώματα με τις φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα θα πρέπει να ανήκουν στα πλέον απαραίτητα του βασικού εξοπλισμού κάθε λαρισαϊκού σπιτιού, όπως το ψυγείο ή η τηλεόραση και θα πρέπει σε κάποια απ’ τις τάξεις τού Γυμνασίου ν’ αποτελούν, για τους μαθητές τής Λάρισας, αντικείμενο συζήτησης και διδασκαλίας, κάτι σαν πατριδογνωσία, έτσι ώστε η μικρή καθημερινή ιστορία αυτής της πόλης να μην αποτελεί τόπο άγνωστο στους κατοίκους της.
Πάει καιρός που μου έγινε πίστη πως η ζωή τού ανθρώπου γίνεται ουσιαστικότερη όταν τα βήματά του συναντιόνται με βήματα σημαντικών ανθρώπων που καταθέσαν ήδη την μαρτυρία τους στην αιωνιότητα.
Ο Τάκης Τλούπας έχει καταθέσει στην αιωνιότητα το έργο του και πια, ο ίδιος, αποτελεί μέγιστη σημαντικότητα για τον τόπο μας, έγραψα πιο πάνω.
Διαισθάνομαι ότι δεν υπερβάλω και πως αναφέρομαι σ’ ένα τεράστιο έργο και μια ανεκτίμητη προσφορά με λέξεις ιδιαίτερα φτωχές. Οι Λαρισαίοι που γνωρίζουν το έργο τού Τλούπα και οι Λαρισαίοι τών εποχών τού μέλλοντος, που θα το γνωρίσουν, έχουν και θα έχουν την ευτυχία, «δι’ αυτού», να επικοινωνήσουν με εποχές μακρινές, έντονα σημαδεμένες με την προσπάθεια των ανθρώπων «να πορευτούν καλά» στη ζωή.
Δεν γνωρίζω πόλεις στην Ελλάδα που να έχουν το δικό τους Τλούπα. Γνωρίζω όμως πως η ανάσα τής δική μας πόλης, η μικρή καθημερινή ιστορία της, η αφηγηματική τών σιωπηλών τοπίων της, απαθανατίστηκαν για δεκαετίες από το φακό ενός ανθρώπου που τα μάτια του, αρκετά νωρίς, είχαν μάθει τη λαλιά τού νερού και της ομίχλης, τη λαλιά τών κορυφογραμμών, την κίνηση των ανθρώπων κάτω απ’ το φως ή μέσα στη σκιά.
Πολύπτυχο έργο.
Οι ασχολίες που παρέμειναν ίδιες έξι χιλιετίες, και που άρχισαν ν’ αλλάζουν μετά την δεκαετία τού ’50, τα επαγγέλματα που χάθηκαν, το πρόσωπο μιας πόλης που γκρεμίστηκε ασύνετα, τα τοπία που δεν είναι μόνο εικόνα, οι προσωπογραφίες τών ανθρώπων που είναι ζώσα έκφραση ψυχής, τα έργα τών ταπεινών και ανώνυμων δημιουργών που σκάλισαν το ξύλο και λάξευσαν την πέτρα με αξεπέραστη καλλιτεχνική ευαισθησία, διδάσκοντας στους «λόγιους» το ανυπέρβλητο κάλλος τής λαϊκής ψυχής…
Αυτό το έργο θα μείνει κορυφαία παρακαταθήκη σ’ όλους που συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να ζουν μετά τον Τάκη Τλούπα. Όπως επίσης παρακαταθήκη θα είναι και μια μεγάλη διδαχή του προς τους νεότερους: Την Τέχνη της Φωτογραφίας τη δημιουργεί το μέγεθος της ευαισθησίας των ματιών τού φωτογράφου, που τα δένει μια αόρατη γραμμή με την ψυχή του. Η δε αφηγηματική τής φωτογραφίας είναι αυτή που της εξασφαλίζει το εισιτήριο για τη διαχρονικότητα. Ο ίδιος μου είχε πει, αποπειρώμενος να εξηγήσει κάποια «γιατί»:
«Είναι αλήθεια ότι πάντα έβλεπα πολλά πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που καταλάβαινα πως θα χαθούν. Πολλές από τις αγροτικές ασχολίες που είχαν χαρακτηριστικά στοιχεία αναλλοίωτα εδώ και χιλιάδες χρόνια, ραγδαία μεταβάλλονταν. Η εφαρμογή τής τεχνολογίας δημιουργούσε κάθετη και χαοτική ρωγμή στον χρόνο. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία τής απαθανάτισης».
Η αγωνία του δημιουργού…
Γιατί ο Τάκης Τλούπας είναι δημιουργός και όχι φωτογράφος-αντιγραφέας της φύσης, των αντικειμένων, των ανθρώπων. Μετά απ’ αυτόν οι φωτογράφοι που αναζητούν την ιδιαίτερη έκφραση θα πρέπει να ζυγίζουν αρκετά καλά τις απόπειρες και τους ισχυρισμούς τους αν θέλουν να μιλούν για την Τέχνη τής Φωτογραφίας.
Αυτό, γιατί ο Τάκης Τλούπας ήταν εκείνος που με ανεξάντλητη υπομονή ακολουθούσε τους μετασχηματισμούς στην έκφραση της φύσης. Ήταν αυτός που εισχωρούσε σ’ εκείνη την λεπτομέρεια, που έκανε το αντικείμενο σημαντικό. Ακινητοποιούσε την κίνηση που είχε κάτι ν’ αφηγηθεί. Συχνά «ανάγκαζε» το αντικείμενό του να προβεί σ’ αυτήν την αφήγηση, όπως, για παράδειγμα, σε μια από τις συγκλονιστικότερες φωτογραφίες του, που στο λεύκωμα «Από τη γη των ανθρώπων» έχει τον τίτλο: «Πηγάδι στον Τύρναβο» (1975), στην οποία «αναγκάζει» τα δάχτυλα ν’ αφηγηθούν μια ζωή χαραγμένη απ’ τη στέρηση τόσο, όσο ο ξύλινος κύλινδρος του πηγαδιού…
Οι «Βλάχοι στο Τόιβασι» (1954) πορεύονται στη μοναξιά ενός τοπίου που εκπέμπει το δικό του απροσδιόριστο και αχαρακτήριστο φως. Βρίσκονται ψηλότερα από τα καθημερινά και βιώνουν έναν ιδιαίτερα σιωπηλό δρόμο. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1958) φωτογραφίζει «Το Τόιβασι μέσα στην ομίχλη» και απαθανατίζει μια εκπληκτική στιγμή τής φύσης, μοιράζοντας το κάδρο του σε τρία επίπεδα και δίνοντας όλη την μεταφυσική τού τοπίου μ’ ένα πλήρως διαβαθμιζόμενο άσπρο/μαύρο.
Το φως, ως κατάσταση μυστηριακή και ως διάσταση ονείρου κυριαρχεί στις αναζητήσεις τού Τλούπα και καθοδηγεί την οπτική του ματιά. Συχνά είναι αυτό που τον βοηθάει στην ανακάλυψη της ιδιόμορφης και ιδιότυπης γλώσσας τών τοπίων, όπως στη φωτογραφία με τίτλο «Πρωινό στα Λεχώνια» (1955). Άλλες πάλι φορές, θαρρείς πως ο ίδιος βυθίζεται σ’ αυτό και τ’ αντικείμενα που «βλέπει», αν και δε χάνουν το περίγραμμά τους, λειτουργούν πέρα από τον χώρο και τον χρόνο («Συντροφιά» – 1950).
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πάνε περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια.
Κατά παράξενο τρόπο, το κείμενό μου σώθηκε, στην μνήμη τού υπολογιστή. Είναι ένα μικρό σημείωμα, από τα πολλά που είχα γράψει σ’ ένα διάστημα πενήντα ετών, για τον Τάκη Τλούπα.
Είχα συναντηθεί μαζί του και απλά μιλήσαμε για ώρα, χωρίς να του πω ότι είχα πρόθεση να γράψω για το έργο του. Άλλωστε, κάθε φορά που του έλεγα, δυσανασχετούσε. Και κάθε φορά που έγραφα, με μάλωνε, μ’ ένα ύφος μειλίχιο, που ήταν όλα τα «ευχαριστώ» του κόσμου.
Πολλά απ’ αυτά που είχαμε πει ανήκαν στον χώρο τής προσωπικής συζήτησης και επόμενο ήταν να μείνουν αδημοσίευτα.
Κάποια άλλα, όχι. Μ’ αυτά τα κάποια άλλα, επιχείρησα τότε, να συνθέσω μια μικρή παρουσίαση-συνέντευξη. Δεν ήθελε πολλά ο Τάκης Τλούπας. Η σεμνότητα ήταν η δεύτερη μάνα του.
Ξαναφέρνω την επιφάνεια, σήμερα, σπαράγματα εκείνης της συζήτησης – συνέντευξης. Το νιώθω χρέος μου απέναντι στον σπουδαιότερο Έλληνα φωτογράφο. Το κάνω χωρίς να πάρω την άδεια της φίλης Βάνιας, της κόρης που αν και στην ίδια πόλη, χρόνια έχω να συναντήσω.
Θαρρώ πως έχω το δικαίωμα αυτό. Τον γνώρισα πολύ πριν τον γνωρίσουν άλλοι και άρχισα να γράφω πολλά χρόνια πριν γράψουν άλλοι. Αδιαφορώντας για όσα άκουγα, πως πάλι μαζί του ασχολούμαι.
Απέναντί μου έχω τα λευκώματά του: «ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ», «ΛΑΡΙΣΑ – Εικόνες τού χθες», «1969 – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ», «Η Ελλάδα τού Τάκη Τλούπα».
Τον ρώτησα για το πώς «βλέπει» τα θέματα μέσα από το φακό του. Χαμογέλασε.
«Κάτω από μια διαδικασία συνεχούς φθοράς», απάντησε και συνέχισε: «Αυτό στάθηκε και αιτία για να φωτογραφίσω και τα έργα τών ανθρώπων. Πίστευα ότι θα γίνουν καταστροφές, ότι θα χαθεί μια ιδιαίτερη κληρονομιά. ‘‘Έβλεπα’’ σε κάποιες εκκλησίες και μοναστήρια λεπτομέρειες αρχιτεκτονικές τις οποίες δεν τις έβλεπαν οι ειδικοί κι έλεγα πως έστω ως εικόνες πρέπει να διασωθούν στη μνήμη τών ανθρώπων. Ίσως να μην ήθελα να διασώσω την εικόνα τού χτίσματος, αλλά εκείνη την αγωνία τού μάστορα και την δεξιότητά του, που αποτελεί άλλωστε την γνώση αιώνων».
Του ζήτησα να μου δώσει έναν ορισμό τής φωτογραφίας, αλλά αρνήθηκε.
«Η φωτογραφία αυτοπροσδιορίζεται», είπε. «Η ίδια η φωτογραφία ορίζει την τέχνη της. Εγώ αναζητώ εκείνο που μέσα μου υπάρχει και αυτή η αναζήτηση μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Δεκάδες φορές μπορεί να σταθώ απέναντι σ’ ένα αντικείμενο, αλλά να μην αποφασίζω την φωτογράφησή του, περιμένοντας εκείνη την ιδανική -για τα δικά μου μάτια – στιγμή. Δεν μπορώ να πω τι είναι φωτογραφία, μπορώ να πω, όμως, πως με γοητεύουν οι ομίχλες, όπως και οι αντικατοπτρισμοί τών νερών και με συνεπαίρνει το φως. Σίγουρα φωτογραφία είναι φως, αλλά και άλλα πολλά…»
Μιλήσαμε για πολλά, για την αγάπη του στη «Ρόλεϊφλεξ», τον Κόζιακα, την Κάρλα, που έχει απαθανατίσει μοναδικά και η φωτογραφία της («Στην ξεραμένη λίμνη Κάρλα» – 1962) ανήκει -για τον υπογράφοντα- στις κορυφαίες παγκόσμιες φωτογραφικές στιγμές.
«Είναι μια πορεία που ξεκίνησε στα 1938», μου είπε «και μου χάρισε πλούσια την γεύση τής ζωής. Τώρα λέω πως ποτέ δεν αντιλήφθηκα ότι θα περνούσαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Ίσως γιατί σαν φωτογράφος ακινητοποιούσα τον χρόνο».
Ξανασυναντηθήκαμε και είπαμε άλλα, αν και πάντα επέμενε πως δεν είχε να πει περισσότερα απ’ αυτά που έχει πει απαθανατίζοντας πρόσωπα ανθρώπων, αντικείμενα, τοπία, ασχολίες, κτίσματα, διαδικασίες ζωής.
Τάκη Τλούπα
‘‘Από τη γη των ανθρώπων’’
Εκδόσεις «ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ»
Το 1983 οι εκδόσεις «ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ» κυκλοφορούν το λεύκωμα «Από τη γη των ανθρώπων» με φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα. Η έκδοση είναι δίγλωσση (και στην αγγλική). Παρότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν δει την δουλειά του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, όπως και σε κάποιες ειδικές εκδόσεις (όπως «Νεολιθική Ελλάδα» – Εθνική Τράπεζα, «Ελληνικά λαϊκά όργανα» – Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ κ.ά.), το «Από τη γη των ανθρώπων» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση της αισθητικής και της ιδιαίτερης ματιάς τού φωτογράφου. Περιλαμβάνει 77 φωτογραφίες, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν την ελληνική ύπαιθρο. Τοπία, αγροτικές ασχολίες, πρόσωπα… Οκτώ απ’ αυτές αφορούν την μοναστική ζωή.
Η φωτογραφία, που μας υποδέχεται, έχει τίτλο «Πρωινό στη Χασάμπαλη». Η Χασάμπαλη είναι περιοχή τού Συκουρίου Λάρισας, από τα λατομεία τής οποίας έβγαινε το περίφημο πράσινο μάρμαρο, με το οποίο έχουν κατασκευαστεί οι κολώνες τής Αγίας Σοφίας. Τον Τάκη Τλούπα, όμως, ενδιαφέρει η μοναξιά τού τοπίου. Την γραμμή τού κάμπου, που είναι και η πρώτη γραμμή ορίζοντα, διακόπτει ένα μοναχικό δέντρο, με την απόλυτη σιωπή του. Στη δεύτερη γραμμή τού ορίζοντα είναι οι δυο κορυφογραμμές. Η πρώτη από το χαμηλοβούνι τής Χασάμπαλης. Η δεύτερη της Όσσας. Στα ριζά τής πρώτης μια γραμμή ομίχλης.
Η ομίχλη ήταν αγαπημένη ατμόσφαιρα του Τάκη Τλούπα. Όταν ξημέρωνε η μέρα κι έβλεπε ομίχλη, δεν έλεγε «σήμερα δεν έχει ήλιο, έχει ομίχλη, δεν θα φωτογραφίσω». Αντίθετα, έλεγε: «Τι ωραία… Έχει ομίχλη. Πάω να φωτογραφίσω». Την συναντάμε συχνά. Η 4η φωτογραφία έχει θέμα της τις «Ομίχλες στον Κίσσαβο». Η 6η «Το Τόιβασι μες στην ομίχλη». Η 24η την «Ανοιξιάτικη ομίχλη». Και πολλές ακόμα σε άλλα λευκώματα, αλλά και ανέκδοτες.
Στο λεύκωμα αυτό συναντάμε κάποια από τα συγκλονιστικότερα πρόσωπα που φωτογράφισε ο Τάκης Τλούπας, ανεπανάληπτες απαθανατίσεις, που αποκαλύπτουν τι έψαχνε ο μεγάλος μας καλλιτέχνης στον άνθρωπο. Το πρόσωπό του, τα χέρια του, το βλέμμα του, τα σημάδια που άφησε ο χρόνος, τα σημάδια που άφησε η στέρηση, τα σημάδια που άφησε ο μόχθος του αγρότη, τα σημάδια που άφησε η τυράγνια του κτηνοτρόφου, τα σημάδια που άφησαν η βροχή, το λιοπύρι, τα ξεροβόρια…
Ο Τάκης Τλούπας υπερβαίνει την έννοια του φωτογράφου. Τα πρόσωπά του είναι εικαστικές προσωπογραφίες αγίων τών κάμπων και των βουνών. «Ο Οδυσσέας στη βροχή» βγάζει την εύγλωττη λεβεντιά του στο βλέμμα του, στο πρόσωπό του που χαμογελά κάτω από την κάπα του. Ο κτηνοτρόφος «Ψηλά στην Τύρνα» (Ελάτη), με τα ταλαιπωρημένα παπούτσια και ρούχα, με την γκλίτσα στους ώμους που δημιουργεί σταυρό με την όρθια στάση τού σώματος, είναι ο κυρίαρχος του Κόζιακα, ένας βασιλιάς που εποπτεύει το ποίμνιο σε μια ειδυλλιακή μοναξιά.
Πόσα μπορεί να πει κανείς απέναντι στις φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα; Την γαλήνη και την προσήλωση που βγάζουν οι «Σαρακατσάνες στον Όλυμπο»; Η αφηγηματική τών ξυπόλητων ποδιών τής έφηβης Σαρακατσάνας; Το φύσημα της ηλικιωμένης στο «Μαγείρεμα στο βουνό» δεν είναι μια φωτογραφία που δείχνει πώς οι γυναίκες τών κτηνοτρόφων ετοίμαζαν το φαγητό τής οικογένειας. Αποτυπώνει μια σπουδαία σκηνή τής καθημερινότητας, από την οποία εξαρτιόταν η επιβίωση εκείνων που ακολουθούσαν τα κοπάδια. Το μαγείρεμα ήταν υπόθεση των ηλικιωμένων, που έμεναν πίσω στις στάνες. Η τεχνική τους ν’ ανάψουν φωτιά, η πυροστιά, η κατσαρόλα. Η γιαγιά διπλωμένη στα δυο. Στην ίδια σελίδα, η φωτογραφία με το «Σαρακατσάνικο νοικοκυριό» συμπληρώνει περισσότερο από εύγλωττα τι σημαίνει να έχεις στέγη τον ουρανό, αλλά και τι σημαίνει «λίγο».
Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία, ένα αφήγημα για την μεγάλη περιπέτεια του ανθρώπου στην αγροτική Ελλάδα. Η γιαγιά με τα «Αβγά για το εγγόνι», που για μοναδικό της κόσμημα έχει μια παραμάνα, τα χέρια της με τα αβγά, η υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό της, το απορημένο βλέμμα τού παιδιού. Η νηφαλιότητα του ¨Καλαρυτινού τσομπάνου», η αθωότητα της παιδούλας στο «Ένα χαμόγελο», η ήπια σκληρότητα που εκφράζει «Ο ντελάλης», φωτογραφία που έγινε διάσημη, η μοναξιά των μοναχών. Τι να αναφέρω σε ένα σημείωμα που πρέπει να τηρεί κανόνες χώρου;
Σ’ αυτό το λεύκωμα συναντάμε την επίσης διάσημη φωτογραφία της Κάρλας, με την σχισμένη γη, την απόλυτα χορευτική συμμετρία τών γυναικών «Κουβαλώντας το σανό» και άλλες πολλές που μας καθηλώνουν…
ΛΑΡΙΣΑ
Εικόνες τού χθες
Φωτογραφίες: ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ
Τον Ιούλιο του 1986, επί δημαρχίας τού αειμνήστου Αριστείδη Κ. Λαμπρούλη, η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, κυκλοφορεί με την εκδοτική σφραγίδα τών εκδόσεων «Καπόν» το θαυμάσιο λεύκωμα «ΛΑΡΙΣΑ – εικόνες του χθες». Τα κείμενα είναι του δημοσιογράφου τής «Ελευθερίας» Νίκου Νάκου, ο οποίος επί σειρά ετών δίδασκε καθημερινά δημοσιογραφικό ύφος και ήθος, και οι φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα. Το εισαγωγικό κείμενο τού Νίκου Νάκου για την ιστορική διαδρομή τής Λάρισας είναι μοναδικό!
Στο προλογικό σημείωμα του δημάρχου, ο αείμνηστος Αριστείδης Λαμπρούλης αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Εικόνες από τη ζωή τού Λαρισινού λαού, σε εποχές σκλαβιάς, ζοφερών χρόνων, φτώχειας, στέρησης, αγώνων και προσπάθειας για καλύτερη ζωή στην αγαπημένη Λάρισα, έγινε απόπειρα να καταγραφούν στο λεύκωμα αυτό της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας, που βασίστηκε στις φωτογραφίες και στο αρχείο τού συμπολίτη μας καλλιτέχνη φωτογράφου Τάκη Τλούπα.
»Οι φωτογραφίες αυτές κλείνουν μέσα στο παιγνίδισμα του ασπρόμαυρου, εκτός από την ιστορική καταγραφή τής παλιάς Λάρισας, και ολοκληρωμένα συναισθήματα. Τη μελαγχολική νοσταλγία, τη φιλοσοφική καρτερία, τον ηρωισμό και το δυναμισμό, τη δημιουργικότητα, την ευαισθησία θα λέγαμε, των Λαρισαίων τών χρόνων που πέρασαν. Όλα αυτά μ’ έναν πλούσιο λυρισμό μιας ιδιότυπης καλλιτεχνικής έκφρασης όπου, παρά το χαρακτήρα τού ‘‘ενσταντανέ’’ που έχουν οι περισσότερες φωτογραφίες, διακρίνει κανείς το αξιόλογο αισθητικό περιεχόμενο πολλών απ’ αυτές και την περιεκτικότητα σε ιστορικά στοιχεία….»
Οι φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα στο λεύκωμα αυτό, χωρίς να παραβλεφθεί η αξία τού κειμένου, αποτελούν πολύτιμο υλικό για την ιστορική διαδρομή τής πόλης, ενώ παράλληλα εκφράζουν με αξεπέραστο καλλιτεχνικό ύφος την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Φωτογραφίες που εκφράζουν άλλοτε με λυρισμό, άλλοτε με ρεαλισμό, και άλλοτε εντελώς υπερβατικά τις στιγμές τών ανθρώπων μιας πολιτείας, που πάσχισε να σταθεί στα πόδια της μέσα από συνεχείς καταστροφές, αλλά και τα έργα τών ανθρώπων της, πριν οι κάτοικοι χάσουν το μέτρο και την αίσθηση της σεμνότητας.
Η οργάνωση του λευκώματος είναι υποδειγματική, καθώς ακολουθεί την ιστορική διαδρομή τής πόλης. Τα αρχαία της θέατρα, τα ψηφιδωτά τής παλαιοχριστιανικής εποχής, το Μπεζεστένι τής Τουρκοκρατίας, η Λάρισα των πρώτων χρόνων τής απελευθέρωσης, η Λάρισα της Κατοχής, η μετακατοχική Λάρισα.
Μια εκπληκτική φωτογραφία τού Τάκη Τλούπα, ενός πρωινού τού 1950 στην κεντρική πλατεία τής πόλης, αφηγείται το πέρασμα από την μια εποχή στην άλλη. Φωτογραφίες τού καταστροφικού σεισμού τού 1953, του τότε σιδηροδρομικού σταθμού, του κομψού κτηρίου τού σταθμού τού Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου, της «Τετάρτης» και της «Νέας Αγοράς», λειτουργούν ως διαρκές μνημόσυνο μιας πόλης που δεν υπάρχει πια, αλλά δεν έπαψε να είναι δική μας. Το ίδιο συμβαίνει και με το κτήριο τής Γεωργικής Σχολής, το Υδραγωγείο, αλλά ακόμα περισσότερο με το παλιό Ρολόι, που δεν υπάρχει πια, αλλά και ούτε αντικαταστάθηκε. Είναι κρίμα να γκρεμίζεις χωρίς να ξαναφτιάχνεις, ιδιαίτερα όταν αυτό που γκρεμίζεις είναι ένα εμβληματικό στοιχείο τής πόλης.
Η σχέση τών ανθρώπων με τον χώρο και τον χρόνο, αλλά και η σχέση τού χώρου με τον χρόνο, είναι έκδηλες στις φωτογραφίες αυτές του Τάκη Τλούπα. Σταματώ σε μια ακόμα φωτογραφία: Είναι από τα «Σκυλοκαλλιστεία» τής Λάρισας. Πόσοι να τα γνωρίζουν άραγε, ακόμα και από τους φιλόζωους; Πόσοι να θυμούνται το «Αδάμειο έπαθλο»; Ένα έπαθλο που είχε θεσπίσει και χρηματοδοτήσει ο Αδάμος Κωνσταντίνου (!), του γνωστού και σήμερα ψητοπωλείου «Αδάμος», που ζει με την τρίτη γενιά, τα εγγόνια του Αδάμο και Ιωάννη Κωνσταντίνου, στην οδό Πανός;
Ο Μουσικός Σύλλογος, οι μαθητές τού Ωδείου, αλλά και η εμβληματική φωτογραφία με τον τροχό τού ποδηλάτου στο γήπεδο του Αλκαζάρ. Το ταξίδι στις μνήμες συνεχίζεται με μια σειρά φωτογραφιών από επαγγέλματα που απαθανάτισε ο Τάκης Τλούπας, και που βέβαια έχουν χαθεί: Το πετάλωμα των αλόγων, οι χαμάληδες, οι καροποιοί, οι μπαρμπέρηδες, οι σαγματοποιοί, οι ψαράδες τού Πηνειού, οι λούστροι τής Κεντρικής Πλατείας (πλατεία Μιχαήλ Σάπκα – η μόνη παράλειψη των δημιουργών τού λευκώματος, οι οποίοι σχεδόν επιδεικτικά αγνόησαν το επίσημο όνομά της), ο λατερνατζής…
Τεράστια η προσφορά τής φωτογραφικής ματιάς τού Τάκη Τλούπα και μάλιστα σε εποχές που η φωτογραφία είχε μεγάλο οικονομικό κόστος, ενώ παράλληλα απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία στον σκοτεινό θάλαμο, με τον φωτογράφο να αναπνέει τα χημικά τής λεκάνης και του φωτοευαίσθητου χαρτιού.
ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ
‘‘1969 – Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος’’
Το 2001 οι εκδόσεις «Καπόν» τής Λαρισαίας κυρίας Ραχήλ Μισδραχή Καπόν παρουσιάζουν στο πανελλήνιο την συγκλονιστικότερη ίσως φωτογραφική δουλειά που έχει γίνει ποτέ για το Άγιον Όρος.
Είναι ένα πολύτιμο λεύκωμα (δίγλωσσο) με φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα από τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος, το 1969, το 1977, το 1979, το 1984 και το 1995, φωτογραφίες που περνούν στην εσωτερικότητα της μοναχικής κοινότητας, αρνούμενες την μεγαλοπρέπεια και το φανταχτερό τών χρωμάτων.
Σε καμιά από τις συλλογές τών φωτογραφιών που έχουν δει το φως τής δημοσιότητας δεν υπάρχει τόσο έντονο το στοιχείο τής σιωπής, όσο στις φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα. Και η σιωπή είναι από τα πρωτογενή στοιχεία που χαρακτηρίζουν το Όρος τών μοναχών και όχι το Όρος τών επισκεπτών με όλα τα συναφή.
Ο Τλούπας στο Άγιος Όρος απαθανατίζει αυτό που επιζητά ο μοναχός: τη μοναξιά. Μόνο που η μοναξιά πορεύεται γαλήνια στον φακό τού μεγάλου Λαρισαίου φωτογράφου. Και συχνά γλιστρά αθέατη πλάι στους τοίχους τής δικής μας αλλοτρίωσης, όπως γλιστράν οι σκιές τών μοναχών τοίχο-τοίχο, έτσι που να είναι ορατοί μόνο από το μάτι τού Θεού.
Κάποιες από τις εικόνες αυτές τις είχα δει στο εργαστήρι του, σε κάποια από τις πολλές συναντήσεις μας. Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Άγιον Όρος (Δεκέμβριος 1996), αυτές οι φωτογραφίες εμφανίστηκαν στα μάτια μου, καθώς αχάραγα γλιστρούσαμε με τον φίλο ζωγράφο Χρήστο Παπανικολάου και τον, επίσης φίλο, μουσουργό Γιάννο Αιόλου, ακολουθούμενοι από, τον νεκρό τώρα, 15χρονο, τότε, γιο μου Πέτρο, στο καθολικό τών μονών. Τι να προσδοκούσαν, άραγε, οι μοναχοί, που ως σκιές ψιθύριζαν στο σκοτάδι; Ποια μορφή να είχε ο Θεός μέσα τους;
Το λεύκωμα προλογίζει ο Κώστας Μπαλάφας, επίσης κορυφαίος Έλλην φωτογράφος. Ακολουθεί μια εκτενής συνέντευξη που έδωσε ο Τάκης Τλούπας στον Γ. Ν. Πεντζίκη την Μεγάλη Τρίτη τού 2000, χωρίς ερωτήσεις, σε αφηγηματική μορφή σε α΄ πρόσωπο, στην οποία ο Τάκης Τλούπας αφηγείται λιτά την ζωή και τα του έργου του. Η αφήγηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τον μεγάλο αυτόν Λαρισαίο καλλιτέχνη. Τότε, ο Τάκης Τλούπας ήταν ήδη 80 χρονών και είχε επίγνωση πως είχε περάσει στην αθανασία. Για τούτο και ο λόγος του είναι ιδιαίτερα γαλήνιος.
«…Αυτό που πρωταρχικά μ’ ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι τού φωτός πάνω στα πράγματα. Πάνω στο μάρμαρο μιας κρήνης, πάνω στο φανάρι τού Πρωτάτου, που το κάνει να φαίνεται αναμμένο. Αυτό καταλαβαίνω, σ’ αυτό είμαι καλός…
[…]
»Πρέπει επίσης να πω ότι θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που η κόρη μου με διαδέχεται στη φωτογραφία και πήγε και σε σχολή. Λίγοι αφήνουν διάδοχο. Η Βάνια έχει αναλάβει το αρχείο μου, έχει ήδη ολοκληρώσει τα τυπώματα των φωτογραφιών τού Αγίου Όρους και των Βλάχων. Η δουλειά μου δεν θα πάει χαμένη».
Έτσι τελειώνει την αυτοβιογραφική του αφήγησή του ο Τάκης Τλούπας, για ν’ ακολουθήσει η άλλη αφήγηση, η φωτογραφική. Αρχή τής αφήγησης αυτής, η φωτογραφία «Μοναχός σε διακόνημα», με τον μοναχό τής μονής Παντοκράτορα φορτωμένο ξύλα. Το Άγιον Όρος δεν είναι τουριστική διαμονή για τους μοναχούς, μας ‘‘λέει’’ ο Τάκης Τλούπας. Πολλές από τις εργασίες τους, τα λεγόμενα «διακονήματα» είναι σκληρές δουλειές τής υπαίθρου, που απαιτούν και σωματικό κάματο.
Η 5η φωτογραφία μαγνητίζει το οπτικό μου νεύρο. Γι’ αυτήν έχει κάνει ιδιαίτερη αναφορά ο Τάκης Τλούπας στην αφηγηματική του συνέντευξη:
«…σαν κυνηγός αισθανόμουν κι όταν έπιασα μια πολύ ωραία σκηνή στο τρίτο μου ταξίδι στο Άγιον όρος. Ήταν δυο ηλικιωμένοι μοναχοί που συνομιλούσαν, και κάτι εμπιστευτικό έλεγε ο ένας στον άλλο. Στεκόμουν στους 80 πόντους μακριά τους. Πιο κοντά δεν γινόταν με τη Rolleiflex. Είχα ανοίξει το διάφραγμα στο φουλ κι είχα ν’ αντιμετωπίσω και τους κραδασμούς τού πλοίου. Μ’ αρέσει αυτή η φωτογραφία. Ήταν ωραίες φυσιογνωμίες, επιβλητικές, ο ένας γέροντας είχε μεγάλα φουντωτά φρύδια. Ο Κώστας ο Μπαλάφας λέει ότι είναι η πιο χαριτωμένη μου φωτογραφία…»
Παρατηρώ τις φωτογραφίες από την 64 μέχρι και την 76. Ανατρέχω και πάλι στην αφήγηση του Τάκη Τλούπα:
«…με τα πόδια πήγαμε στο Χιλανδάρι. Εκεί μας άρεσε. Ωραίο μοναστήρι, εντυπωσιακό. Εκεί φωτογράφισα την κηδεία τού μοναχού. Από βραδίς που φτάσαμε, μάθαμε ότι είχε πεθάνει ένας γέροντας, και πως την επομένη θα γινόταν η κηδεία. Πήγαμε στο ναό, είδα τους ανθρώπους στα στασίδια, τον νεκρό τον είχαν τυλιγμένο σε κάτι που έμοιαζε με Επιτάφιο. Τον έψαλαν, τον θυμιάτισαν και βγήκαν έξω για τον ενταφιασμό. Εγώ είχα μόνο ένα φιλμ, δώδεκα πλάκες – λίγο πιο ταχύ από τα συνηθισμένα. Τραβούσα φωτογραφίες και κανείς δεν μου είπε τίποτα. Ευτυχώς, δηλαδή, που έτσι σώθηκε αυτή η σειρά. Είναι σειρά πολύτιμη, γιατί είναι θέμα που δεν βρίσκεται εύκολα…»
Στα πρόσωπα των μοναχών δεν αποτυπώνεται οδύνη, παρά εγκαρτέρηση. Ο θάνατος για τον χριστιανό είναι το πέρασμα στην αιώνια ζωή. Ο μοναχός βλέπει πιο καθαρά την μεταφυσική του διάσταση. Ο δικός του κόσμος είναι γαλήνιος, απαλλαγμένος από την αγωνία τού τέλους. Ο δε Τάκης Τλούπας κατόρθωσε ν’ απαθανατίσει αυτήν ακριβώς την αντιμετώπιση της απώλειας.
Το λεύκωμα για το Άγιον Όρος είναι μια εξαιρετική μαρτυρία τής Αθωνικής Πολιτείας. Οι φωτογραφίες τών τοπίων αλλά και των κτηρίων διακρίνονται για την υψηλή αρχιτεκτονική τους. Το μάτι τού φωτογράφου μάς δείχνει όψεις που τα δικά μας μάτια δεν βλέπουν. Αποθεώνει την ισορροπία.
Το 2005 εκδίδεται το μνημειώδες λεύκωμα «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», από τις εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη και οικονομική στήριξη της Νομαρχίας Λάρισας (νομάρχης Λουκάς Κατσαρός). Ο Τάκης Τλούπας έχει ήδη πεθάνει, το δε βάρος τής ευθύνης επωμίζεται η κόρη του Βάνια Τλούπα.
Η έκδοση ξεκινά με ένα σύντομο, ωστόσο περιεκτικό σημείωμα της ευγενικής κυρίας Ραχήλ Μισδραχή (μετέπειτα Καπόν), Λαρισαίας, η οποία ανακαλώντας μνήμες από το παρελθόν, αφηγείται, μεταξύ τών άλλων, τα των πρώτων φωτογραφήσεών της από τον Τάκη Τλούπα, φίλο τής οικογένειάς της.
Η κυρία Ραχήλ Μισδραχή – Καπόν αποκαλύπτει πως το σχεδίασμα του λευκώματος είχε ξεκινήσει πριν ακόμα πεθάνει ο Τάκης Τλούπας:
«…ετοίμασα ένα όμορφο δείγμα και πήγα στη Λάρισα για να συζητήσουμε για το βιβλίο. Θυμάμαι ακόμα τα μάτια του να με κοιτάνε με χαρά και να με ρωτάει: ‘‘Τι λες, θα προλάβουμε;’’ Η αγωνία του ήταν ότι είχε μεγαλώσει και αναρωτιόταν ποιος θα έβρισκε χρόνο για να γράψει για τη δουλειά του…»
Ο Τάκης Τλούπας δεν έζησε για να δει αυτό το υπέροχο λεύκωμα. Όσοι είχαμε την τύχη να το αποκτήσουμε ξέρουμε πως κατέχουμε έναν άυλο θησαυρό. Το δικό μου είναι προσφορά αγάπης τής κόρης του Βάνιας για όσα επί σειρά ετών έγραφα για τον μοναδικό πατέρα της.
Το πρώτο κείμενο που συναντάμε είναι ένα λιτό αυτοβιογραφικό σημείωμα του ίδιου του Τάκη Τλούπα. Σ’ αυτό σταματώ σε μια μαρτυρία ενός παλιού, ευγενή Λαρισαίου, του κτηματία Ζαρίμπα, ο οποίος είχε πει, πριν από την Κατοχή ακόμα: «Ο Τλούπας έχει το μάτι τού Θεού».
Σ’ αυτό το λιτό σημείωμα συναντάμε και τη μαρτυρία του για τις εμβληματικές φωτογραφίες τής Κάρλας, πριν και μετά την αποξήρανσή της:
«Το 1952 φωτογράφισα για πρώτη φορά την Κάρλα. Πήγα κι άλλες δυο φορές και τη φωτογράφισα. Τελευταία το 1962, μαζί με τον Λέτσιο, όταν είχε πια ξηρανθεί. Θυμάμαι πως μια φορά που πήγαμε με τον γιατρό τον Μάκη Λαχανά, κοιμηθήκαμε μαζί με τους ψαράδες στρωματσάδα στην καλύβα…»
Οι νεότεροι Λαρισαίοι δεν γνωρίζουν τον Μάκη Λαχανά. Γιατρός, ζωγράφος και μέγας διανοούμενος της Λάρισας. Αλλά οι συμπολίτες, πλέον, συγκινούνται από άλλα.
Ακολουθεί ένα μικρό, αλλά συγκινητικό και ουσιώδες σημείωμα της αείμνηστης μεγάλης κυρίας Λένας Γουργιώτη, που σ’ αυτήν η Λάρισα χρωστά το Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο της. Γράφει μεταξύ των άλλων:
«…Σε αντικειμενική θέαση ο Τάκης Τλούπας αναδείχτηκε δημιουργός εμψυχωμένου καλλιτεχνικού έργου, εραστής της αλήθειας στη φιλοσοφική της ουσία, που σημαίνει κατανόηση της φύσης, του φυτικού-ζωικού κόσμου, του ανθρώπου στις ποικίλες εκδηλώσεις του βίου, των επινοήσεων και των εικαστικών του επιτευγμάτων…»
Το επόμενο κείμενο είναι του Άγγελου Δεληβορριά, διευθυντή τού Μουσείου Μπενάκη. Ένα μικρό απόσπασμα, που όμως εκφράζει πολλά:
«Στην περίπτωση του προικισμένου Θεσσαλού φωτογράφου, του φανατικού Λαρισαίου, τον αγώνα του ανθρώπου που αποδίδει η συνεχής αντιπαράθεση της αγωνίας για την επιβίωση με τις τρομακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει ο έλεγχος της γης, ακόμα και σε περιοχές όπου η γονιμότητα του εδάφους υπόσχεται προκαταβολικά την αίσια κατάληξη. Μια γονιμότητα όμως την οποία εξασφαλίζει λιγότερο το νερό τής πλούσιας πεδιάδας και περισσότερο ο ιδρώτας τής εξουθενωτικής δουλειάς. Η ομορφιά τών σκαμμένων προσώπων, η δύναμη των ασκημένων χεριών, η αλληλεγγύη μιας κοινότητας ατραυμάτιστης από τις διασπαστικές διακρίσεις τού αρσενικού και του θηλυκού, η αντοχή μιας συνείδησης καρφωμένης στο αίτημα του απολύτως ουσιώδους, η επάρκεια ενός ήθους ανέγγιχτου από την προσδοκία τού περιττού. Γι’ αυτό και οι μορφές που αποτυπώνει μοιάζουν σαν να κινούνται πάνω στα σκαλοπάτια μιας κλίμακας ηρωικού μεγέθους, ενώ η συνοδευτική παρουσία τού περιβάλλοντος αφήνει να διαφανεί η υγεία μιας άλλους είδους σχέσεως με τη φύση, αδιανόητης για τις επίπλαστες και προκατασκευασμένες οικολογικές ευαισθησίες τών ημερών μας…»
Ένα κείμενο του κορυφαίου δημοσιογράφου και ιδιαίτερα σοβαρού διανοούμενου, του, εκ των Αμπελακίων, Αντώνη Καρκαγιάννη, με τίτλο «Η τέχνη της φωτογραφίας και ο Τάκης Τλούπας» μας εισάγει στον δρόμο που οδήγησε από την ζωγραφική στην φωτογραφία ως απόπειρα αποτύπωσης της πραγματικότητας. Λιτό κείμενο, ιδιαίτερα κατατοπιστικό, όμως, για όποιον έχει την επιθυμία να ακολουθήσει ιστορικά τα βήματα αυτής της εξέλιξης. Για την φωτογραφική αντίληψη του Τάκη Τλούπα γράφει μεταξύ των άλλων:
«Ο πίνακας ποτέ δεν ήταν απεικόνιση της ‘‘πραγματικότητας’’, ήταν πάντα σχόλιο για την πραγματικότητα, η ανθρώπινη επισήμανση πάνω στην πραγματικότητα και τότε είναι που αποκτάει αυθυπαρξία, είναι η νέα και πρωτογενής πραγματικότητα.
»Αυτή την εντύπωση του σχολίου έχω μπροστά στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα. Κάθε φορά που φωτογράφιζε τον περίγυρό του, τη φύση, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τις λίμνες, την πόλη, τον κάμπο, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα πρόσωπά τους, τις ασχολίες τους, τη σχέση τους με τη Φύση, ήταν αυτός που ήθελε να πει κάτι για όλα αυτά…»
Υπάρχουν και άλλα κείμενα του αείμνηστου Αντώνη Καρκαγιάννη στο λεύκωμα αυτό. Η γραφή του με τίτλο «Δομημένος χώρος» για τις φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα που αφηγούνται έργα ανθρώπων, χτίσματα, ξερολιθιές, τρένα, ποδήλατα, αλέτρια, λιθόστρατα, εκκλησιές, παράθυρα, σπίτια, στέγες, λιθανάγλυφα, γεφύρια, ψαροκαλύβες, τσαρδάκια, περιστεριώνες, βλάχικες και σαρακατσάνικες αχυροκαλύβες, οικισμούς (Σκόπελος, Σκύρος, Πήλιο κ. ά), πόλεις (Λάρισα, Βόλος) είναι ακόμα μια θύρα που μας οδηγεί στον πολύμορφο και αξεπέραστο κόσμο τού μεγάλου μας φωτογράφου.
Ο ομότιμος Καθηγητής τής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Γιώργος Χουρμουζιάδης ήταν ένας ακόμα σημαντικός διανοούμενος και επιστήμονας που είχε λόγο να γράψει στο λεύκωμα αυτό για τον Τάκη Τλούπα. Τους ένωνε όχι μόνο μια φιλία, αλλά και μια κοινή αγάπη: Η Προϊστορία. Ο Τάκης Τλούπας ήταν ερασιτέχνης ερευνητής τού Πηνειού και του κάμπου τής Λάρισας. Οι μαγούλες τού κάμπου και οι όχθες τού Πηνειού είχαν τραβήξει από νωρίς το ενδιαφέρον του, όπως και κάθε στοιχείο τού παρελθόντος. Η μαρτυρία του:
«Ένα άλλο στοιχείο της ζωής του Τάκη Τλούπα, που πολλοί λίγοι το ξέρουν, είναι η αγάπη του για την Αρχαιολογία, την Προϊστορική Αρχαιολογία. Περπατούσε με τις ώρες πάνω στις θεσσαλικές ‘‘μαγούλες’’ (έτσι λέγονται στη Θεσσαλία οι μικροί λόφοι που σχηματίζονται από τα κατάλοιπα της ζωής των προϊστορικών ανθρώπων) και μάζευε. Ήταν ένας φανατικός, παράνομος αρχαιοσυλλέκτης. Και τη χαιρόταν αυτή του την ‘‘παρανομία’’, όπως τη χαίρεται ένας παράνομος εραστής που, ενώ δεν ομολογεί τα συναισθήματά του, ζει με αυτά. Ένα τέτοιο χαρακτήρα είχε η σχέση του Τάκη Τλούπα με τα αρχαία αντικείμενα: ερωτικό. Μπορεί να μην τα καταλάβαινε, αλλά τα αισθανόταν. Τα φωτογράφιζε, τα ταξινομούσε μέσα σε κομψές βιτρινούλες που κατασκεύαζε ο ίδιος και περνούσε ώρες μαζί τους. Με τον τρόπο αυτό αποκτούσε μια περίεργη γνώση για τα ‘‘πράγματα’’ αυτά, και γι’ αυτό τον λόγο δεν τα φωτογράφιζε τυχαία. Ο φωτισμός που χρησιμοποιούσε, ο τρόπος που τα έβαζε να σταθούν, αποκάλυπταν μια επιστημοσύνη πέρα από τα βιβλία και τις απόψεις των ειδικών…»
Αυτός, ο ακούραστης εραστής – ερευνητής τής Προϊστορικής Θεσσαλίας, χάρισε το 1992, τη συλλογή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο τής Λάρισας. Και σε ολόκληρη την Ελλάδα τις πολύτιμες φωτογραφίες του. Ας σταθούμε και πάλι, για λίγο, στο κείμενο του Χουρμουζιάδη:
«Ο Τάκης κυνηγούσε και φωτογράφιζε τις ‘‘αλήθειες’’ της ζωής, που τις έβρισκε στη φύση, στα ανθρώπινα πρόσωπα, τα κουρασμένα και τα χαρούμενα, τα περίεργα και τα πονεμένα. Και στα πρόσωπα αυτά είχε τον τρόπο να ξεπερνάει τα σχήματα και τη σάρκα και να πιάνει το άπιαστο. Θα πω και θα φανεί παράξενο αυτό που θα πω: ο Τλούπας από ένα πονεμένο πρόσωπο δεν φωτογράφιζε το πρόσωπο αλλά τον πόνο. Όπως από ένα κομμένο και καμένο από κεραυνό δέντρο έπιανε τον κεραυνό, κι αυτόν φωτογράφιζε. Αυτόν που εμείς δεν τον βλέπαμε. Μα τις ‘‘αλήθειες’’ δεν τις αναζητούσε στα πρόσωπα μονάχα. Τις έψαχνε και τις έβρισκε παντού: στα λουλούδια, στους ποταμούς και στις λίμνες, στα ηλιοβασιλέματα, στους πελαργούς του κάμπου, στα σπίτια και στους δρόμους. Τις έψαχνε και τις έβρισκε στις λαϊκές αγορές, στα παζάρια, στα γλέντια και στις κηδείες, στο θέρος, στα λιοτρίβια και στις ντριστέλες, στις στάνες και στα χωράφια…»
Ξεφυλλίζοντας αργά αργά το λεύκωμα και σταματώντας με σκεπτικισμό σε κάθε μια από τις φωτογραφίες, ο παρατηρητής δεν βρει ούτε μια φωτογραφία που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συγκλονιστική. Είναι αδύνατο να πει πια είναι καλύτερη, όλες είναι στο ίδιο υψηλό αισθητικό επίπεδο και κάθε μια αποτελεί μια ιδιαίτερη αφήγηση για την συνάφεια χώρου και χρόνου. Στην ενότητα «Το περιβάλλον», τα συνοδευτικά κείμενα του Χουρμουζιάδη είναι σαν πόρτες, που τις ανοίγουμε για να μπούμε στον παράδεισο. Θα τα χαρακτήριζα ως σελιδοδείκτες υψηλής φωτογραφικής ποίησης.
Φωτογραφίζοντας τον Γιώργο Σεφέρη
Ό,τι είναι ο Σεφέρης για την Λογοτεχνία μας, είναι ο Τλούπας για την Φωτογραφία.
Η φωτογραφία τού Γιώργου Σεφέρη στη σελίδα 197 του λευκώματος ίσως είναι η πλέον εκφραστική τής στοχαστικής ύπαρξης του ποιητή. Είναι στην ενότητα «Η ανθρώπινη μορφή», όπου έχουν συγκεντρωθεί πολλά από τα περίφημα πορτρέτα τού Τάκη Τλούπα, το εισαγωγικό σημείωμα της οποίας έχει γράψει, επίσης, ο Χουρμουζιάδης.
Μεγάλη είναι η συμβολή τού Τάκη Τλούπα στην καταγραφή τής καθημερινής ζωής και των ασχολιών τών ανθρώπων στην ενότητα «Καθημερινή ζωή και ασχολίες». Μια ζώσα ανθρωπογεωγραφία, που αποτυπώνει όλο το παρελθόν και αποτελεί ανεπανάληπτη καταγραφή τών ασχολιών τής υπαίθρου, από το απλό μαγείρεμα της ηλικιωμένης Σαρακατσάνας μέχρι το κούρεμα των προβάτων.
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης συνοδεύει την ενότητα με ένα επίσης μοναδικό κείμενο, το οποίο ξεχειλίζει από νοσταλγία, όχι βέβαια από τα βάσανα των ανθρώπων, αλλά από το πλησίασμα και όσα έδεναν τους ανθρώπους, και που σήμερα έχουν χαθεί.
Τολμώ να πω, πως οι φωτογραφίες τού Τάκη Τλούπα στην ενότητα αυτή είναι το απόλυτο της φωτογραφικής Λαογραφίας, ένα μεγάλο μάθημα για όσους θέλουν να περάσουν έστω στιγμιαία στην ιστορική διαδρομή τής καθημερινότητας τού ανθρώπου. Δεν έχω δει πιο τρυφερή σχέση ανθρώπου – ζώου απ’ αυτήν που εκφράζει η φωτογραφία τής κατσίκας που ξύνεται στην γκλίτσα τού τσοπάνη.
Όπως επίσης δεν έχω δει πιο ήρεμα πρόσωπα εργαζόμενων, από αυτά στην φωτογραφία όπου ξυλοκόποι, σ’ ένα διάλειμμα του μόχθου τους, μαγειρεύουν το φαγητό τους (σελίδα 297). Την συναντάμε στην ενότητα «Αγορά – Επαγγέλματα», για την οποία τα κείμενα έχει γράψει ο Χουρμουζιάδης. Στην ίδια ενότητα το χαμόγελο ενός σιδερά (σελίδα 310) αποτυπώνει όλην την ευτυχία τού απλού μεροκαματιάρη, ενώ μια φωτογραφία ταρσανά στο Πήλιο αποθεώνει την γεωμετρική αρχιτεκτονική. Για τους ηλικιωμένους Λαρισαίους, φωτογραφίες από την παλιά «Νέα Αγορά» (σελίδα 241) αποτελούν αιχμή συγκίνησης.
Σταματώ σ’ ένα πρόσωπο, στον φορτοεκφορτωτή τής φωτογραφίας 497. Ένα άντρας – θηρίο, καλόκαρδος όμως. Είναι ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, παππούς τού Παναγιώτη Ιωαννίδη, ιδιοκτήτη τού βιβλιοχαρτοπωλείου «Άνεμος», που έβαζε στην πλάτη του, λες και ήταν πούπουλο, τσουβάλια των 70 οκάδων. Στην απέναντι σελίδα (347) ο «Μύλος τού Παπά» με τον Φώτη Παπά στο κέντρο. Διακρίνω ένα ακόμα πρόσωπο, πίσω του: τον αρχιλογιστή Περδικάρη, στυλοβάτη τής επιχείρησης. Η παλιά Λάρισα είναι ακόμα εδώ! Γιατί υπήρξε ο Τάκης Τλούπας!!!
Υπάρχουν άλλες τρεις ενότητες στο λεύκωμα «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα». Η ενότητα «Διαδρομές» με τα μεταφορικά μέσα τής εποχής, η ενότητα «Μοναστικές στιγμές» με τις φωτογραφικές καταγραφές μοναστηριών και μοναχών και η ενότητα «Κοινωνική ζωή». Δεν είναι δυνατόν όμως να καταχραστώ περισσότερο τον περιορισμένο χώρο τού περιοδικού για να σταθώ και σ’ αυτές.
Το μόνο που μπορώ να δηλώσω, ως επίλογο, είναι πως νιώθω ευγνώμων που γεννήθηκα στην ίδια πόλη με τον Τάκη Τλούπα, και ευλογημένος που είχα την χαρά να τον συναντήσω πολλές φορές και να γράψω γι’ αυτόν, τον μεγάλο Λαρισαίο…