Να ξεκινήσουμε αυτή την ιστορία… αιώνων από το Νικλί, στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας, το 1295, επί Φραγκοκρατίας; Όταν Έλληνες και Ενετοί έφαγαν κι ήπιαν στο μεγάλο πανηγύρι της μικρής μεσαιωνικής πόλης και μετά επήλθε η σύρραξη που ισοπέδωσε την κωμόπολη. Σύμφωνα με το περίφημο «Χρονικόν του Μορέως», έργο ανωνύμου χρονικογράφου του 14ου αιώνα.
Ή να ξεκινήσουμε από ένα πάλκο, «πατάρι» στη γλώσσα των πανηγυριών, στο Μαραθώνα του 1945; Στρωμένο με κουρελούδες, στολισμένο με γλάστρες βασιλικού και κατιφέ και ελληνικά σημαιάκια. Και, πάνω, τη Σμυρνιά Ρόζα Εσκενάζυ, τον μεγάλο της δημοτικής παράδοσης Γιώργο Παπασιδέρη (από την Εύβοια), το Σαμιώτη ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα, τον ονομαστό Σμυρνιώτη δεξιοτέχνη στο ούτι Γιάννη Σούλη «Μαγνήσαλη» και μια σειρά από σταρ μουσικούς.
Με τον «Σαλονικιό», τον μεγάλο βιολονίστα Δημήτρη Σέμση (από τη Στρώμνιτσα) να αγγίζει επίμονα με το δοξάρι του τον 10χρονο Στέλιο Πλακίτση, για να μαζέψει από την πίστα σε ένα κουτί τη «χαρτούρα», τα χαρτονομίσματα των 100 δραχμών (όταν ο μισθός του εργάτη ήταν 20 δραχμές!). Δηλαδή, στη γλώσσα των πανηγυριών και πάλι, τα «φιλοδωρήματα» από τις παραγγελιές ενός πάμπλουτου ομογενή ιδιοκτήτη ορυχείων χρυσού από την Αλάσκα, με καταγωγή από τον Κάλαμο Αττικής. Και με το μικρό να τα απιθώνει στα γόνατα της Ρόζας, για να πληρωθούν πλουσιοπάροχα όλοι…
Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, συνήθως η «χαρτούρα» ακολουθούσε την τελετουργία… φτύσιμο στο χαρτονόμισμα και κόλλημα στο μέτωπο του μουσικού ή του τραγουδιστή. Αλλά ποιος θα μπορούσε να μιλήσει για κάτι τέτοιο μετά την πανδημία κορωνοϊού.
Δεν είναι, βέβαια, αυτός ο λόγος που απαγορεύτηκαν τα πανηγύρια. Είναι άλλοι λόγοι, υγειονομικοί και συνάθροισης. Από όπου και να αρχίσουμε, πάντως, τα δύο παραπάνω είναι ενδεικτικά και για την ιστορία και για τη δύναμη και για τους κώδικες του λαϊκού, εν τέλει, πανηγυριού. Και εδώ να προσθέσουμε και κάτι ακόμη. Ότι αυτές οι εικόνες ανήκουν στην παράδοση του πανηγυριού, που εκφυλίστηκε στις τελευταίες δεκαετίες με «δεύτερα ονόματα», σε παραμορφωτικά ντεσιμπέλ και εκκωφαντική «έκο». Αυτά που, όπως μου λέει ο Λάκης Χαλκιάς (από παιδί σε παραδοσιακά πανηγύρια πολλών «αστέρων»), ήρθαν για να καλύψουν τις διαβρωτικές ατέλειες. «Λόγος δεν υπάρχει πια στα νεότερα τραγούδια, η μουσική είναι κάκιστη και χρειάζεται θόρυβος για να τα καλύψουν».
«Τα πανηγύρια χωρίζονταν, παλιά, σε τρία σκέλη: πρώτο το θρησκευτικό, με λειτουργία στην εκκλησία και λιτάνευση της εικόνας, δεύτερο το ψυχαγωγικό, με όργανα, μουσική και χορό και τρίτο το οικονομικό, καθώς στήνονταν υπαίθρια παζάρια», όπως εξηγεί ο καθηγητής Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μανόλης Βαρβούνης. «Οι κάτοικοι των χωριών είχαν την ευκαιρία να αναδιοργανώσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, να συνάψουν συμφωνίες. Ήταν ακόμη μία ευκαιρία για τα δύο φύλα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να γίνουν συνοικέσια που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε γάμους». Και αυτά από έναν λαό που είναι «φιλέορτος».
«Παίζαμε σε μια πλατεία ακόμη και τρεις και τέσσερις κομπανίες», θυμάται ο Λάκης Χαλκιάς. Όσα καφενεία (που οργάνωναν το διήμερο γλέντι, μετά την εκκλησία) είχε το κάθε χωριό, κεφαλοχώρι ή κωμόπολη, άλλες τόσες και οι κομπανίες. «Όλες οι γιορτές των αγίων είχαν και το πανηγύρι τους. Κάποτε, φεύγαμε από το ένα και πηγαίναμε στο άλλο», προσθέτει ο ίδιος που μου θυμίζει ότι όλοι «οι Χαλκιάδες τέταρτης γενιάς, οκτώ πρώτα ξαδέλφια, πέρασαν από εκεί». Στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο και λίγο στη Θεσσαλία.
«Η συμφωνία ήταν να μας προσφέρουν φαγητό και ύπνο, σε σπίτια. Έτσι δενόμασταν και με τον κόσμο. Εμείς εισπράτταμε τη «χαρτούρα». Στους χορούς, κάθε παρέα, κάθε οικογένεια, έπαιρνε αριθμό και χόρευε. Πάντοτε αρχίζαμε με κλέφτικα. Με την προφορική δημοτική παράδοση και την ιστορική μνήμη. Όταν ο Φώτης Χαλκιάς έλεγε το «Ο Γιάννος περιδιάβαινε», σταμάταγαν όλα. Δεν ακουγόταν κιχ. Εκκλησία. Αυτό το πνεύμα έχει χαθεί».
Πέρα από «σχολείο» στην προφορική δημοτική παράδοση, τα πανηγύρια «γέννησαν» ή ανέδειξαν μεγάλους ερμηνευτές. Σαν τον μέγα Γιώργο Παπασιδέρη, τη Γεωργία Μηττάκη, τον Τάκη Καρναβά, τη Σοφία Κολλητήρη, τον μαιτρ των κλέφτικων Γιώργο Μεϊντάνα, το Δημήτρη Ζάχο (του «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», που κούμπωσε «Το φίλημα» του Γεωργίου Ζαλοκώστα στη μελωδία ενός σεφαραδίτικου αιώνων), τον Κώστα Ρούκουνα, το Μίμη Ανδριανό, την Τασία Βέρρα, τη Γεωργία Μπλάνα, τη Φιλιώ Πυργάκη κ.ά.
Όπως ο Λάκης Χαλκιάς, πολλοί τραγουδιστές ολκής ξεκίνησαν από τα πανηγύρια. Σαν την Ελένη Βιτάλη, κόρη της τραγουδίστριας πανηγυριών, Λούσης (Χαρίκλειας) Καραγεωργίου. Η οποία στα 14 της έκανε με τη σειρά της το ντεμπούτο της σε πανηγύρι στο Σοφικό Κορινθίας. Κι έπειτα «ταίριαξε» με το «βασιλιά του κλαρίνου» Γιάννη Βασιλόπουλο.
Ένα ακόμη κέρδος από τα πανηγύρια: οι μεγάλοι μουσικοί. Ο Σαλέας, οι Σουκαίοι, ο Γιώργος Μάγγας, ο Γιώργος Κόρος με το βιολί του. Ακόμη και μουσικοί που πέρασαν και στο λαϊκό ή το αστικό πεδίο, όπως ο βιολονίστας Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός». «Βασιλιάς», το κλαρίνο, που ήρθε στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και ανταγωνίστηκε τον πολύ αρχαιότερο ζουρνά και τη φλογέρα.
Θέλετε και το τυπικό του πράγματος; «Η λαϊκή πίστη εκδηλώνεται ομαδικά με την τέλεση κατ’ έθιμον θρησκευτικών τελετών και πανηγυριών κατά την ημέρα της εορτής ενός αγίου», όπως συνοψίζουν σε δυο λόγια, από την Ακαδημία Αθηνών, η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη και ο Ευάγγελος Καραμανές, διευθύντρια και ερευνητής αντίστοιχα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας.
Εδώ έρχεται να προστεθεί το εθιμικό και πατροπαράδοτο. «Τα πανηγύρια ξεκίνησαν κυρίως στους περιβόλους ξωκλησιών, όπου μετά τη λειτουργία για τους Αγίους, έψηναν αρνιά και έπιαναν το χορό», όπως μου λέει ο 85χρονος σήμερα Στέλιος Πιτσάκης, «θιασώτης» των πανηγυριών από τα δέκα του χρόνια. Και αυτό «ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία στην εκκλησία, που είχε ασβεστωθεί, είχαν σκορπιστεί δαφνόφυλλα στο δάπεδό της και μυρτιές είχαν στολίσει τα εικονίσματα», όπως σημειώνουν μελετητές.
Βέβαια, «η επίσημη Εκκλησία είχε στραφεί εναντίον των τραγουδιών και των λαϊκών μουσικών οργάνων, «τα μουσικά όργανα του διαβόλου», τα λέγανε. Και ο Κοσμάς ο Αιτωλός τους καταριόταν όσους πήγαιναν στα πανηγύρια», προσθέτει ο συγγραφέας, αρθρογράφος Παντελής Μπουκάλας (από το Λεσίνι Μεσολογγίου, τόπο πανηγυριών). Και μελετητής του δημοτικού τραγουδιού όπως μαρτυρά και το βιβλίο του «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα» (Εκδ. Άγρα). Δεν εξέλιπε η επιθυμία λογοκρισίας από την Ορθοδοξία, «που δεν άντεχε να βλέπει στα πανηγύρια τον κόσμο να χρησιμοποιεί, όπως συχνότατα και σήμερα, σαν πρόσχημα τη θρησκευτική γιορτή, ώστε να διασκεδάσει τους καημούς του τραγουδώντας και χορεύοντας».
Δεν θα μιλήσουμε εδώ για καμία ζωοπανήγυρη και εμποροπανήγυρη. Άλλωστε, δεν είναι αυτές – με ακόμη πιο μακραίωνη παράδοση στην οικονομική ιστορία – που έκλεισε ο κορονοϊός. Μιλάμε για τα πανηγύρια, που με αφορμή τις γιορτές των τοπικών αγίων, ξωκλησιών ή εκκλησιών, γίνονταν «κοσμικό και πολιτιστικό γεγονός για κάθε χωριό, πόλη ή περιοχή», όπως έγραφε ο αξέχαστος μελετητής του λαϊκού τραγουδιού και δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης.
Μετά τα κλέφτικα, άρχισαν τα καλαματιανά (ανάλογα με την περιοχή), τα τσάμικα – εκεί μάθαμε την «Ιτιά» – τα συρτά, τα καγκέλια. «Έτσι ξεκινούσαν οι χοροί για τις παρέες», μου λέει ο Λάκης Χαλκιάς. Τα καγκέλια, που όπως τονίζει, έφτασαν να εκφυλιστούν. «Ένας χορός τελετουργικός, από τα μέρη της Λειβαδιάς, αργός, πολύ αργός. Χορός αρχαίος».
Δεν είναι τυχαίο ότι «οι γλεντιστάδες χορευτές του πανηγυριού συνδέθηκαν (σ.σ.: από μελετητές) με τους κούρους ορχηστήρες, που χάραξε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα». Ούτε είναι τυχαία η ρήση (ως προς τη «χαρτούρα» για τις παραγγελιές) «Παντού ακριβός και στο πανηγύρι άρχοντας». Άλλο αν πλέον, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν μεταποιηθεί σε νύχτες μεθυσμένης από «μπόμπες» κραιπάλης και κάποτε ενοχλητικής ηχορύπανσης, ανάμεσα σε κοψίδια.
Υπάρχουν ακόμη πανηγύρια, όπως στην Λαγκάδα της Ικαρίας, που έχουν μεταβληθεί σε νεανικά hot spot, σε στυλ κλάμπινγκ μέχρι πρωίας. Και άλλα, στα Μεσόγεια και αλλού που αντέχουν. Το «Μήλο μου κόκκινο» ακούγεται ακόμη στη Μακεδονία. Ή ο θρυλικός «Ντούλας» στη Χαλκιδική. Το «Μαντήλι καλαματιανό», η «Ρούσα παπαδιά», η «Λαφίνα», το «Ρηνάκι» («Κάτου στο ρέμα το βαθύ»), τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», το «Ποιος είν’ άξιος και γλήγορος»…
Να κι ένα ακόμη σημείο, στο οποίο τα πανηγύρια πάνε κόντρα στην, ρατσιστική συχνά, συντηρητικοποίηση της σύγχρονης Ελλάδας. Το επισημαίνει ο Παντελής Μπουκάλας: το τσιγγάνικο στοιχείο. Ρομά, αν θέλετε. «Τα πανηγύρια που βασίζονται στον ζουρνά, όπως του Αϊ-Συμιού στο Μεσολόγγι, είναι αδύνατο να γίνουν δίχως τσιγγάνικες ζυγιές». Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί εφάπτονται και οι ρίζες πολλών «σταρ» των παραδοσιακών πανηγυριών ή θρυλικών δεξιοτεχνών.
Να κι άλλη μια ιστορία, για να μας πάει παρακάτω. Μια ιστορία που καταλήγει στο πανηγύρι του Μαραθώνα, στις 29 Αυγούστου 1956. «Τότε τα καφενεία που διοργάνωναν τα μουσικά πανηγύρια σέρβιραν μόνον ηδύποτα, λεμονάδες και βανίλιες. Και, όταν με το Γιάννη Γάλλο, που είχε μαγαζί στην Κοκκινιά, φέραμε το Στέλιο Καζαντζίδη, φέραμε μπίρες και ψητά», θυμάται ο 85χρονος Στέλιος Πλακίτσης, που από τα 18 του ήταν και σερβιτόρος στο θρυλικό για το λαϊκό άσμα «Μπαράκι του Μάριου», στην οδό Ίωνος στην Ομόνοια και παλαίμαχος διοργανωτής πανηγυριών.
Κάπως έτσι μπήκε από το ’50 και για σχεδόν δύο δεκαετίες και η «Εθνική Ελλάδος» του λαϊκού τραγουδιού στα πανηγύρια. Δεν μιλάμε μόνον για τον ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα ή τον «πρωταθλητή» Στελάκη Περπινιάδη. Μιλάμε για τον Τρικαλινό βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη, το Μανώλη Χιώτη, το Γιώργο Ζαμπέτα, τους Πάνο Γαβαλά, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Μητσάκη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλια, Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους.
Τότε, που τα πανηγύρια «άρχιζαν του Αγίου Κωνσταντίνου και τελείωναν στις 8 Σεπτεμβρίου, στο γενέθλιο της Παναγίας». Και που, με το μεγάλο κύμα της αστυφιλίας, στα Μεσόγεια «χτυπούσε η καρδιά των πανηγυριών».
Βέβαια, αυτή η καλοκαιρινή εξόρμηση του λαϊκού τραγουδιού έφερε και την ώσμωση με το εξορισμένο σήμερα από το ραδιόφωνο (κατά το Λάκη Χαλκιά) δημοτικό μας τραγούδι. Ποιος θυμάται ότι όπως οι λαϊκοί σταρ έπαιζαν στα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, έτσι και περί την Ομόνοια, εκείνη την εποχή, είχαν ανοίξει κοντά 25 μαγαζιά με δημοτικά: το «Ελληνικό Γλέντι», το «Βελούχι», η «Ιτιά», η «Βοσκοπούλα», η «Ζούγκλα στην πλατεία Βάθη;
Ποιος θυμάται τις ιστορίες με τους χορευτές πάνω στα άλογά τους; Τα «οικογενειακά και αδελφωμένα γλέντια και τους χορούς με αριθμό προτεραιότητας, ανά παρέα». Ή τις εικόνες που μου σχεδιάζει με λέξεις ο Στέλιος Πλακίτσης, όταν το λαϊκό τραγούδι μπήκε σαν «ατραξιόν]: «Έπαιζαν στο Μαραθώνα, στο ένα πατάρι ο Καζαντζίδης με την Πάνου. Στο άλλο, παραδίπλα, ο Περπινιάδης με τη Λένα Παπαδοπούλου. Αλλού, ο Παπασιδέρης με τη Γεωργία Μπλάνα. Και, παραπέρα, ο Γαβαλάς με το Νίκο Μεϊμάρη. Στα Σπάτα, ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τη Ρένα Ντάλια και την Σεβάς Χανούμ. Λίγο πιο μακριά, στα Καλύβια, η Καίτη Γκρέυ με τον Βασίλη Σούκα στο κλαρίνο».
Με το κλείσιμο των πανηγυριών, λόγω κορονοϊού, επισήμως αποφεύγεται ο επικίνδυνος συνωστισμός. Για άλλους η ηχορύπανση. Κάποιοι θυμούνται και άλλοι ξεχνούν ότι, με το κλείσιμο, ένας ολόκληρος κόσμος μένει δίχως δουλειά και εισόδημα. Ίσως, κάποιοι λίγοι, θυμηθούν, με αυτό το -πρωτόφαντο, όπως και στην περίπτωση του θεάτρου – κλείσιμο, μια μακραίωνη παράδοση. Μια ιστορία ελληνική. Με ήχο και λόγο. Που έχει τόσα λαμπρά πρόσωπα και τόσες ιστορίες να θυμάται, ακόμη και μέσα στην παρακμή.