Είχα την τύχη να δω χθες την γενική πρόβα του Θεσσαλικού Θεάτρου στο Α αρχαίο θέατρο της Λάρισας. Θα μπορούσε να είναι και μια γενική πρόβα λειτουργίας του θεάτρου, χωρίς απαγόρευση εισόδου στον πεζόδρομο μπροστά από το θέατρο και χωρίς να σταματά η δραστηριότητα μέρους της πόλης και των γύρω καταστημάτων. Εκ του αποτελέσματος, η πρόβα πέτυχε και χωρίς κανένα περιοριστικό μέτρο ούτε καν ως προς τη μείωση του φωτισμού. Εικάζω ότι οι καταστηματάρχες από σεβασμό και ευγένεια χαμήλωσαν την μουσική κι έτσι δεν ακουγόταν στον χώρο του θεάτρου. Η στάση δε των περαστικών και όσων από αυτούς στάθηκαν να δούνε μέρος ή και ολόκληρη την παράσταση υπήρξε υποδειγματική.
Ο θόρυβος που δημιούργησε η προηγούμενη παράσταση, «Βάκχες» (αυτή με τις πλαστικές καρέκλες) στο αρχαίο θέατρο, η κοινωνική δυσαρέσκεια και τα παράπονα για τον αποκλεισμό των κατοίκων, το κλείσιμο των καταστημάτων και η απαγόρευση πρόσβασης στον χώρο, δίνει στο Α αρχαίο θέατρο της πόλης, χαρακτήρα ενός προνομιακού χώρου για λίγους κι εκλεκτούς.
Ας θυμηθούμε όμως τον ρόλο του θεάτρου στην αρχαιότητα.
Η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνώριζε τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. και κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Το αττικό δράμα, τελικά, δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται λοιπόν η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του.
Ο κάθε Αθηναίος και Αθηναία, αλλά και οι μέτοικοι είχαν δικαίωμα να παρακολουθούν τις παραστάσεις. Οι παραστάσεις άρχιζαν το πρωί και τελείωναν το απόγευμα. Αρχικά η είσοδος των πολιτών στα θέατρα ήταν δωρεάν και οι θεατές πήγαιναν στεφανωμένοι, χρησιμοποιούσαν μαξιλάρια, φορούσαν σκιάδια για να προστατεύονται απ’ τη ζέστη και είχαν μαζί τους κρασί και τραγήματα (ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδες, σύκα, κουκιά, ρεβίθια κ.τ.λ.). Μάλλον από τότε μας έμεινε η συνήθεια να «μασουλάμε» στο σινεμά και στις… παραστάσεις!
Με την ελεύθερη είσοδο επικρατούσε αταξία (Θέατρο του Διονύσου έπαιρνε 20.000 θεατές!) και παράπονα και η πολιτεία θέσπισε εισιτήριο. Το ποσό για το εισιτήριο του θεάτρου (θεωρικά) δινόταν απ’ το κράτος στους πιο φτωχούς πολίτες που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν, καθώς το θέατρο θεωρούταν μέσο υψηλής πνευματικής καλλιέργειας. Μάλιστα ο Περικλής, θεωρώντας ότι το θέατρο ήταν το σχολείο του λαού και ότι η τραγωδία είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα, καθιέρωσε τα θεωρικά να δίνονται σ’ όλους τους πολίτες αδιακρίτως οικονομικής κατάστασης.
Ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε να χρησιμοποιούνται τα χρήματα αυτά για άλλους σκοπούς, ακόμη και για στρατιωτικές δαπάνες. Ως εκ τούτου, κάθε φορά που έκτακτες ανάγκες απαιτούσαν χρήματα, το κράτος επέβαλλε φορολογίες κυρίως στους πλούσιους. Τα θεωρικά χρήματα έμεναν άθικτα! Στην ουσία τα χρήματα αυτά δεν δίνονταν στους θεατές αλλά στον ενοικιαστή του θεάτρου, το θεατρώνη ή θεατροπώλη όπως λεγόταν. Αυτός έδινε ένα είδος εισιτηρίου, το σύμβολο, στους πολίτες και ήταν επίσης υπεύθυνος για την καλή συντήρηση του θεάτρου, των μηχανημάτων και της σκευής των ηθοποιών. Την τάξη εντός του θεάτρου τηρούσαν οι «ραβδούχοι» (αστυνομικοί υπάλληλοι).
Η Λαρισαίων Πόλη- που έχει το, θείο Διονυσιακό, δώρο να έχει αρχαίο θέατρο στο κέντρο της πόλης- ίσως θα μπορούσε να εφαρμόσει το παράδειγμα της Αθηναϊκής Πολιτείας, σε ότι αφορά τις παραστάσεις, στο Α αρχαίο θέατρο και κυρίως αυτές του Θεσσαλικού Θεάτρου. Κι αν δεν προμηθεύει εισιτήριο σε όλους τους πολίτες, τουλάχιστο να μην αποκλείει τον χώρο καθιστώντας έτσι το θέατρο «άξενο» στον πολίτη, μια ακόμη ετεροτοπία μέσα στην πόλη.
Εξάλλου η χθεσινή πρόβα απέδειξε ότι το θέατρο έχει όντως παιδευτικό χαρακτήρα, μαθαίνει, υποβάλλει και επιβάλλει σεβασμό!
(και οι «ραβδούχοι» με διακριτική παρουσία και χωρίς «ράβδους» να τηρούν την τάξη για τυχόν «απαίδευτους» αν και είμαι βέβαιη ότι το θέατρο έχει τη δύναμη να τους πεπαιδεύσει πάραυτα).