Έχω γράψει και παλαιότερα πόσο μεγάλη είναι η προσφορά στα Ελληνικά Γράμματα εκείνων των εκδοτικών οίκων, που ανασύρουν εξαντλημένα από καιρό διαμάντια της λογοτεχνίας μας και προχωρούν σε επανεκδόσεις, έτσι ώστε νεότεροι αναγνώστες να έρχονται σ’ επαφή με έναν ανεξάντλητο πλούτο έργων, τα οποία, παρά το πέρασμα δεκαετιών, παραμένουν φάροι στο λογοτεχνικό μας στερέωμα.
Πρόσφατα αναφέρθηκα στην ολοκληρωμένη έκδοση του έργου τού Αντώνη Σαμαράκη από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ (Άπαντα – Τόμος Α΄ και Β΄).
Από τις ίδιες εκδόσεις, επανακυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες, το μοναδικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι», έργο που συντάραξε μια ολόκληρη εποχή, έργο που πυροβολήθηκε και απορρίφθηκε αρχικά, για να γίνει στην συνέχεια δεκτό με ενθουσιασμό, χαστουκίζοντας όλους εκείνους που είχαν αποστρέψει το πρόσωπό τους στις αλήθειες που κατέθεσε ο Ταχτσής, θεωρώντας ότι έβλαπτε τον καθωσπρεπισμό τους.
Δικαιώθηκε ο Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, 26 Αυγούστου 1988), δικαιώθηκε και «Το τρίτο στεφάνι» του. Όχι γιατί εν τέλει πούλησε παραπάνω από 100.000 αντίτυπα (εντυπωσιακός αριθμός για την εποχή του), αλλά γιατί έγινε αποδεκτό, από κριτικούς, ομότεχνους και κοινό.
Δεν ωφελεί να μιλήσω εδώ για «Το τρίτο στεφάνι», όταν έχουν γράψει γι’ αυτό δεκάδες Έλληνες διανοούμενοι. Στέκομαι με μεγάλο σεβασμό απέναντι στην εισαγωγή τής Μικέλας Χαρτουλάρη, που συνοδεύει την έκδοση, η οποία καλύπτει πλήρως, τόσο τα του έργου, όσο και τα του Κώστα Ταχτσή. Θα περιοριστώ να μεταφέρω εδώ κάποια (λίγα) χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την θαυμάσια προσέγγισή της, που ωστόσο αρκούν να οδηγήσουν τον αναγνώστη στο να κάνει κτήμα του το βιβλίο:
«‘‘Μυθιστορήματα σαν Το τρίτο στεφάνι γράφονται ένα κάθε πενήντα χρόνια’’
[Εγώ, στο σημείο αυτό, θυμάμαι και τα πολύ μεταγενέστερα «Τα Παιδιά της Νιόβης» του Τάσου Αθανασιάδη, «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού, «Η μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεση, «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουσρελά, «Ο Μέγας Ανατολικός» του Ανδρέα Εμπειρίκου, «Το σοφό παιδί» του Χρήστου Χωμενίδη, «Δυο φορές Έλληνας» του Μένη Κουμανταρέα και κάποια ακόμα].
»Το είχε πει ο ίδιος ο Κώστας Ταχτσής σε τηλεοπτική συνέντευξή του το καλοκαίρι του 1988. Λίγο αργότερα, βρέθηκε νεκρός στα 61 του, γυμνός στο κρεβάτι του, με τα δαχτυλόγραφά του πεταμένα εδώ κι εκεί, κι ανάστατη τη μονοκατοικία του στον Κολωνό απ’ όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα της 26ης Αυγούστου, κι όμως ακόμα, το 2020, δεν έχουν διαλευκανθεί.
»Ο Κώστας Ταχτσής, ο οξυδερκής, ο τραγικός, ο ταλαντούχος που αφηνόταν αυτοκαταστροφικά στις αντιφάσεις του, ο κορυφαίος συγγραφέας με την ταραχώδη, τολμηρή και ανορθόδοξη ζωή, γνώριζε το ειδικό βάρος που είχε -και έχει- στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος αυτό το βιβλίο, που το έγραψε στα 35 του και το εξέδωσε με δικά του έξοδα το 1962. Ήταν ‘‘αρχετυπικό’’, έλεγε, ξέροντας ότι Το τρίτο στεφάνι επηρέασε αποφασιστικά τόσο πολλούς νεότερους Έλληνες συγγραφείς, και ότι το 1968 ήταν το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στα αγγλικά, στη σειρά τσέπης των εκδόσεων Penguin.
»‘‘Η Ελλάδα θα ξεροσταλιάζει στα πεζοδρόμια του ευρωπαϊκού μέλλοντός της, μα Το τρίτο στεφάνι Θα έχει αποτυπώσει δια παντός την πεμπτουσία των μικροαστικών οραμάτων της’’, σημείωνε η πεζογράφος Μάρω Δούκα, ομιλήτρια στην εκδήλωση που οργανώθηκε τον Ιανουάριο 1999 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα».
Η Μικέλα Χαρτουλάρη, βάζοντας για υπότιτλο «Ζωή και τέχνη αλληλένδετες»,
θα συνεχίσει, γράφοντας:
«Αυτό το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή ήταν γέννημα μεγάλης συγγραφικής τόλμης και διορατικότητας.
»‘‘Ακούμε’’ εδώ μια μεσόκοπη γυναίκα να διηγείται με εντυπωσιακό σφρίγος τη ζωή της, δίνοντας συχνά τον λόγο στην πεθερά της από τον τρίτο γάμο της. Είναι η Νίνα και η Εκάβη, που η ζωή τις άλλαξε κι έχασαν την αθωότητά τους κι έγιναν ‘‘τέρατα’’, εξόντωσαν συζύγους, κατέστρεψαν παιδιά, αλλά ο Ταχτσής τις μεταμόρφωσε σε κορυφαίους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Οι δυο τους παραπέμπουν αντίστοιχα στη θεία του συγγραφέα, την Εκάβη, και στη γιαγιά του, την Πολυξένη, η οποία είχε ασκήσει πάνω του μια ασφυκτική κηδεμονία, που ο έφηβος Κώστας δεν έβλεπε την ώρα να ξεφορτωθεί. Είχε γίνει ‘‘μπαλάκι’’ στις γυναίκες της φαμίλιας που είχαν βιώσει ‘‘όλη την αθλιότητα του μικροαστισμού του πνιγηρού Μεσοπολέμου’’. Κι όσο ήταν κοντά τους, ‘‘το αγόρι, μισοκαταλαβαίνοντας, μυήθηκε από τ’ άλλα παιδιά στα μυστικά της πρώιμης σεξουαλικότητας, πάντα βρίσκοντας τον εαυτό του… από κάτω.
»Τέτοια περιστατικά τροφοδοτούν Το τρίτο στεφάνι όπου, με τη διπλή πρωτοπρόσωπη αφήγηση των δυο γυναικών, οι οικογενειακές περιπέτειές τους προβάλλονται στο φόντο της ελληνικής ιστορίας του 1920 – 1950, με μια γλώσσα ζουμερή και ζωντανή που έχει αφομοιώσει όλον τον πλούτο της ελληνικής γλωσσικής ιστορίας. Εδώ, με το όνομα Ελένη, εμφανίζεται και η μητέρα του η Έλλη, ως κόρη κατ’ εξοχήν σκανταλιάρα και σύζυγος άπιστη, και πάντως, λέει ο συγγραφέας, ‘‘πολύ καλύτερη από το πρότυπό της’’. Εμφανίζονται κι άλλοι συγγενείς του, όπως ο θείος Μίμης, ‘‘Θόδωρος’’ στο… Στεφάνι, και διασταυρώνονται με επινοημένους χαρακτήρες σε πραγματικά ή ‘‘καθαρώς πλασματικά γεγονότα’’. Ό,τι απέκρυψε, πάντως, δεν ήταν μυστικά της οικογένειας που δε θέλησε να τα βγάλει στη φόρα, αλλά, όπως είχε διευκρινίσει, ήταν στοιχεία ‘‘αισθητικής τάξεως που κάνουν να διαφέρει μια απλή βιογραφία από ένα μυθιστόρημα’’».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις τής Μικέλας Χαρτουλάρη, που στεγάζει κάτω από τον υπότιτλο «Φιλομοφυλία, κοινωνία και απρόθυμη ελληνική πολιτεία»:
«Ο Ταχτσής είχε συνείδηση ότι το μυθιστόρημά του μπορούσε να διαβαστεί με πολλούς τρόπους, και ίσως αυτό είναι το κλειδί της αντοχής του στον χρόνο.
»Γι’ αυτό τον ενοχλούσε που η ‘‘δογματική αριστερα’’ πρόσεξε ‘‘μόνο το γράμμα και όχι το πνεύμα του βιβλίου’’, και τον επέκρινε για έναν χαρακτήρα στο… Στεφάνι, τον ‘‘Δημήτρη’’, που είναι συγχρόνως κομμουνιστής και κακοποιός του κοινού ποινικού δικαίου, ενώ αγνόησε τη Νίνα, η οποία παραδέχεται στο τέλος του βιβλίου ότι: ‘‘αν είχε κερδίσει η αριστερά, ίσως να είχε αλλάξει η ζωή προς το καλύτερο’’».
Σήμερα, με την απόσταση τόσων χρόνων από την διατύπωση των παράπονων αυτών, στοχάζομαι μήπως η δογματική αριστερά, κατά βάθος δεν συμφωνούσε ούτε και με την Νίνα, αφού ήδη ήξερε πόσο προς το καλύτερο είχε αλλάξει η ζωή στα λοιπά κράτη της Βαλκανικής (Αλβανία, Γ/βία, Βουλγαρία κ. ά.). Αλλά, αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Ας συνεχίσω, παραθέτοντας τους στοχασμούς τής Μικέλας Χαρτουλάρη:
«Πράγματι, μια πενταετία μετά τον θάνατό του, ο Δ. Κούτροβικ υπογράμμιζε σε κριτική του: ‘‘Οι παρατηρήσεις του Ταχτσή για το σεξ, την ομοφυλοφιλία, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και συχνά διεισδυτικότατες. […] Στη διαμάχη του με τους συνδικαλισμένους ομοφυλόφιλους και τις συνδικαλιζόμενες πόρνες είχε δίκιο, πράγμα που σήμερα φαίνεται πολύ καθαρότερα απ’ όσο τότε…»
Εύχομαι, οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, να μας δώσουν και άλλα βιβλία, που έμεινα ως σταθμοί στην πεζογραφία μας, έτσι ώστε οι αναγνώστες να γνωρίσουν μια πιο στιβαρή λογοτεχνία, ή σωστότερα την λογοτεχνία – θεμέλιο της σύγχρονης.
Λάρισα, 16/11/2020