Ξεκινώ από μια ευτυχή σύμπτωση. Την ίδια ημέρα που γινόταν γνωστό πως η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2017 στον βρετανό, ιαπωνικής καταγωγής, συγγραφέα Καζούο Ισιγκούρο, οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ έδιναν στην κυκλοφορία το μυθιστόρημά του «Τα απομεινάρια μιας μέρας» και οι αναγνώστες της ξένης λογοτεχνίας έρχονταν σ’ επαφή με αυτόν τον τόσο διαφορετικό συγγραφέα, κράμα τής γιαπωνέζικης αντίληψης του χρόνου και της βρετανικής αίσθησης της αξιοπρέπειας.
Με το «Τα απομεινάρια μιας μέρας» αντιληφθήκαμε πως οι σιωπές στην πεζογραφία αφηγούνται ιδιαίτερα οδυνηρές καταστάσεις που έχουν σχέση τόσο με τους ανεκπλήρωτους έρωτες, όσο και με την αντίληψη του εύρους τής αξιοπρέπειας. Με το «Ένας καλλιτέχνης του ρέοντος κόσμου» αντιληφθήκαμε πως σε εκείνο το μεγάλο νησί, με την τεράστια ιστορία, την Ιαπωνία, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ιδιαίτερος, με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και αντίληψη ζωής. Η τιμή, η αξιοπρέπεια, η πίστη στην πατρίδα, η έννοια της οικογένειας, η αίσθηση της ελευθερίας, είναι εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, για ένα Δυτικοευρωπαίο. Η γνώση τους βοηθά στην κατανόηση της Ιστορίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο ορόσημο του τελευταίου πολέμου.
Αν η Ιαπωνία δεν είχε πάρει μέρος στον πόλεμο, ίσως αυτό να μην είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Όμως πήρε, και εναντίον της εφαρμόστηκε το πλέον φονικό όπλο όλων των εποχών, το οποίο άλλαξε εντελώς την έννοια του πολέμου με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όμως το θέμα τού βιβλίου δεν είναι αυτό. Ο Ισιγκούρο συνομιλεί με τις ενοχές ενός ανθρώπου, ιδιαίτερα διάσημου ζωγράφου, ο οποίος συντάχθηκε και στήριξε το προπολεμικό καθεστώς τής Ιαπωνίας, το όνειρο δηλαδή των ηγετών της να γίνει η Ιαπωνία παγκόσμια δύναμη, κυριαρχώντας όχι μόνο στα γειτονικά κράτη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, λόγος που την οδήγησε στην ένταξή της στον Άξονα.
Η τελική συντριπτική ήττα έφερε πολλούς Ιάπωνες, που είχαν ενστερνιστεί και είχαν δουλέψει γι’ αυτήν την ιδέα, μπροστά στις ευθύνες τους. Ένας απ’ αυτούς, αμετανόητος, όμως, είναι ο κύριος άξονας του βιβλίου, ο ζωγράφος Μασούτζι Όνο. Μετά τον πόλεμο δεν τον βασανίζουν ενοχές, παρά μόνο μήπως αμαυρωθεί η φήμη του και αυτό έχει επιπτώσεις στην ζωή τών δυο θυγατέρων του.
Οι αναμνήσεις του από την εποχή που στην Ιαπωνία είχε αρχίσει να αναδύεται «ένα πιο εκλεκτό, πιο θαρραλέο πνεύμα», ο μιλιταρισμός, δεν αφορούν την ανθρωποσφαγή που είχε ως αποτέλεσμα, αλλά το αν το παρελθόν του θα γίνει αιτία να μην έχουν οι κόρες του έναν γάμο ανάλογο της φήμης του.
Ο Καζούο Ισιγκούρο δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γοητευτικός, καθώς, με εργαλείο τις λέξεις, χτίζει αθόρυβα αυτό που θέλει να πει, χωρίς ν’ αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις προθέσεις του. Αυτές παραμένουν κλειστές αν ο αναγνώστης μείνει στην αφήγηση και δεν εμβαθύνει στην έννοια της αξιοπρέπειας, όπως αυτή εκφράζεται στους Ιάπωνες.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο που απαιτεί απόλυτη προσήλωση. Άλλωστε η τέχνη τής ανάγνωσης ενίοτε αποκαλύπτεται ως μοναδική, αφού απαιτεί από τον αναγνώστη προσήλωση ικανή να παρακολουθεί το ξεδίπλωμα της σκέψης τού συγγραφέα.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, έρχεται άμεσα σ’ επαφή μ’ ένα πλέγμα σκέψεων, που αντιπροσώπευαν την προπολεμική, αλλά και την μεταπολεμική Ιαπωνία, με την νέα γενιά να αμφιβάλλει για την ορθότητα της ιδεολογίας τών παλαιότερων. Αλλά, στον αναγνώστη, κάνει εντύπωση η ηρεμία και ψυχραιμία που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα στην καθημερινότητά τους και η στωικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα δεινά που είχε προκαλέσει ο πόλεμος.
Σε κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης γνωριμίας δυο οικογενειών, προκειμένου να ευδοκιμήσει η σύναψη ενός αρραβώνα, ο πατέρας τής κόρης (ο ζωγράφος Μασούτζι Όνο), δηλώνει πως έχει επίγνωση των όσων τον βαραίνουν, χωρίς ωστόσο να εκφράζει κάποια ενοχή ή διάθεση μεταμέλειας. Αρκείται σε μια κατά συνθήκην παραδοχή:
«Υπάρχουν κάποιοι, που θεωρούν πως η καριέρα μου είχε αρνητική επιρροή. Μια επιρροή που τώρα πια θα έπρεπε να σβήσει και να ξεχαστεί. Αυτήν την άποψη δεν την αγνοώ…
[…]
»Υπάρχουν αυτοί που ισχυρίζονται πως άνθρωποι σαν εμένα είναι υπεύθυνοι για τα τρομερά που συνέβησαν στο έθνος μας. Όσο με αφορά, είμαι πρόθυμος να παραδεχτώ πως έκανα πολλά λάθη. Παραδέχομαι πως πολλές από τις πράξεις μου αποδείχθηκαν βλαβερές για το έθνος, πως η επιρροή μου είχε ως συνέπεια να υποφέρουν αφάνταστα οι συμπατριώτες μου…»
Αμέσως μετά, όμως, ανατρέχοντας σε όσα δήλωσε σ’ εκείνη την συζήτηση, διευκρινίζει πως η παραδοχή ήταν συνέπεια των συνθηκών που τον ανάγκασαν να εκφράσει την παραδοχή των λαθών του:
«…δεν ισχυρίζομαι ότι κάποιες στιγμές εκείνης της βραδιάς δεν ήταν οδυνηρές για μένα, ούτε πως θα έκανα πρόθυμα εκείνη τη δήλωση για το παρελθόν, αν οι συνθήκες δεν μου είχαν επιβάλει να επιδείξω σύνεση. Και ευκαιρίας δοθείσης, μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς οποιοσδήποτε άνθρωπος με κάποιο αυτοσεβασμό θα προτιμούσε για μεγάλο διάστημα να αποφεύγει την ευθύνη των πράξεών του. Μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο, αλλά ασφαλώς όταν κανείς αναγνωρίζει τα λάθη που έκανε στην πορεία της ζωής του, ανταμείβεται με ικανοποίηση και αξιοπρέπεια. Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να ντρέπεται για τα λάθη που έκανε καλεί τη πίστει…»
Οι ενοχές, η μάχη με όπως τύψεις, όλα όσα μετά την ήττα έγιναν εφιάλτης για ευαίσθητους Ιάπωνες, εισβάλουν στο βιβλίο ως συλλογισμοί όπως ζωγράφου, ο οποίος αλλάζει οπτικές προκειμένου να συλλάβει τον ρέοντα χρόνο. Παίρνοντας αφορμή από την αυτοκτονία όπως άλλου διάσημου καλλιτέχνη, μουσικού, που πριν από τον πόλεμο ενθάρρυνε την μιλιταριστική ατμόσφαιρα όπως χώρας του, θα πει στον εγγονό του:
«…δεν ήταν κακός άνθρωπος. Απλώς ήταν κάποιος που εργάστηκε σκληρά για κάτι που θεωρούσε σωστό…
»…όταν τελείωσε ο πόλεμος, τα πράγματα άλλαξαν πολύ. Τα τραγούδια του κυρίου Ναγκούσι είχαν γίνει διάσημα όχι μόνο σ’ αυτή την πόλη, αλλά σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Τα κούγαμε στο ραδιόφωνο, αλλά και στα μπαρ. Και άνθρωποι σαν τον θείο σου τον Κένζι τα τραγουδούσαν όταν παρήλαυναν πριν από τη μάχη. Αλλά μετά τον πόλεμο ο κύριος Ναγκούσι πίστεψε πως τα τραγούδια του ήταν – όπως πούμε – λάθος. Σκέφθηκε όλους όπως που σκοτώθηκαν, όλα τα μικρά όπως ηλικίας σου, που είχαν μείνει ορφανά, σκέφτηκε όλα αυτά τα πράγματα και πίστεψε πως τα τραγούδια του ήταν λάθος. Και ένιωσε πως έπρεπε να απολογηθεί. Στους επιζήσαντες. Στα παιδάκια που έχασαν τους γονείς τους. Και στους γονείς που είχαν χάσει παιδάκια σαν κι εσένα. Ήθελε να πει σε όλους αυτούς τους ανθρώπους πως λυπόταν. Γι’ αυτό, νομίζω, αυτοκτόνησε. Ο κύριος Ναγκούσι δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ήταν γενναίος που παραδέχτηκε τα λάθη του, πολύ γενναίος και έντιμος άνθρωπος…»
Ο συγγραφέας επινοεί πρόσωπα που εκφράζουν πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία όπως νέου περιβάλλοντος όπως χώρας του, δίνοντάς όπως μια διάφανη εικόνα όπως αλλαγών που συνέβαιναν στην κοινωνία όπως μεταπολεμικής Ιαπωνίας, όπου ανάμεσα από τα «καρβουνιασμένα ερείπια», όπως είχε γράψει στο «Αχνή θέα των λόφων», «προσπαθούσε να ξανανθίσει η ζωή». Κυρίαρχο στοιχείο, όπως, ήταν η σύγκρουση δυο γενεών: Εκείνης που μεγάλωσε με τον μύθο όπως θεϊκής Ιαπωνίας και όπως όπως, όπως νεότερης, που είδε τον μύθο αυτόν να καταρρέει.
Απέναντι στην νέα πραγματικότητα, ο συγγραφέας, παραμερίζει την νοσταλγία που τον κατακλύζει για την Ιαπωνία όπως παρελθόντος, για να καταθέσει αυτό που μάλλον θεωρεί ως το πιο σημαντικό σε σχέση με τον ρέοντα χρόνο:
«Ωστόσο, βλέποντας πως η πόλη μας έχει ξαναχτιστεί, πόσο γρήγορα επισκευάστηκαν τα πράγματα, νιώθω γνήσια χαρά. Φαίνεται πως το έθνος μας, παρά τα λάθη του παρελθόντος, έχει τώρα την ευκαιρία να πάει καλύτερα. Δεν μπορεί κανείς παρά να ευχηθεί τα καλύτερα σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους».
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα θα ήθελα να τονίσω ότι η παγκόσμια λογοτεχνία συνεχίζει να παράγει διαμάντια, οι δε Έλληνες μεταφραστές, όπως η Αργυρώ Μαντόγλου, να παράγουν λογοτεχνία και όχι απλές μεταφράσεις.
Λάρισα, 21/11/2020