Περίμενα να περάσουν δυο τρεις μέρες, να καταλαγιάσει ο θυμός. Να μιλήσω ήρεμα, ψύχραιμα, αν και δεν ταιριάζουν ήρεμες κουβέντες όταν έχεις απέναντί σου ηλίθιους (και όχι μόνο).
Γιατί πρέπει να είσαι πολύ ηλίθιος για να δηλώσεις δυσαρέσκεια για ένα βίντεο που ήθελε να εκφράσει τιμή για τις Ένοπλες Δυνάμεις και εμφάνιζε για μια στιγμή την Παναγία. Βέβαια, αν στη Βουλή προβάλλονταν εικόνες από αλληλέγγυους, περιθωριακούς, ληστρικές ΜΚΟ και άλλα σκύβαλα, όλοι αυτοί που λύσσαξαν, θα ήταν ικανοποιημένοι.
Αλλά, ας πάρω τα πράγματα απ’ την αρχή. Τον Αύγουστο του 626 δεν υπήρχε Ελληνικό κράτος. Ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Ηράκλειος ήταν αυτοκράτωρ τών Ρωμαίων. Όμως η γλώσσα που είχε επικρατήσει ήταν η Ελληνική, παραγκωνίζοντας την Λατινική.
Εκείνον τον Αύγουστο οι Άβαροι, συνεπικουρούμενοι από σλαβικά φύλα – Χρωβάτες (Κροάτες) και Σέρβους, όπως και μια Περσική στρατιά, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν μακριά, στο μέτωπο της Περσίας. Οι Άβαροι και οι σύμμαχοί τους αποκρούστηκαν, ηττήθηκαν και αποσύρθηκαν από το προσκήνιο της Ιστορίας. Οι υπερασπιστές τής Κωνσταντινούπολης απέδωσαν την νίκη τους στην Παναγία. Τότε εψάλλει για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος, με προοίμιο το γνωστότατο «Τη υπερμάχω στρατηγώ». Ο ύμνος γράφηκε στα Ελληνικά και η Παναγία μπήκε στη συνείδηση του απλού κόσμου ως η Υπέρμαχος στρατηγός.
Αν οι ηλίθιοι γράφουν την Παράδοση στα παπούτσια τους, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Κάποια εκατομμύρια όμως των Ελλήνων, στους «Χαιρετισμούς» ψάλλουν με άκρα κατάνυξη το «Τη υπερμάχω στρατηγώ», ακόμα και αν δεν ξέρουν για ποιον λόγο εγράφη.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η Υπέρμαχος στρατηγός δέχτηκε πολλές προσευχές και παρακλήσεις για να βοηθήσει τους Βυζαντινούς. Ενσωματώθηκε ως προστάτιδα των μαχόμενων στις συνειδήσεις τού λαού, που δεν ονόμαζε τον εαυτό του «Έλληνα», αλλά Χριστιανό Ορθόδοξο ή και «Ρωμιό».
Πολύ αργότερα, όταν οι «Ρωμιοί» ή «Γραικοί» αποφάσισαν να ξεσηκωθούν, η Παναγία ήταν πάντα παρούσα. Την ήθελαν πλάι τους εκείνοι οι ξυπόλητοι ραγιάδες, βοηθό και προστάτιδα στον άνισο αγώνα κατά των Οθωμανών. Βέβαια, δεν υπήρχε τότε ούτε ο Τσίπρας, ούτε ο Κουτσούμπας, ούτε ο Βαρουφάκης για να τους συμβουλευτούν αν έκαναν σωστά, ή αν έθιγαν θρησκευτικές συνειδήσεις αλλοδαπών. Υπήρχε μόνο ο θάνατος.
Η χώρα ελευθερώθηκε, αλλά η Παναγία δεν… έλεγα να φύγει. Δεν την άφηναν να φύγει. Την ήθελαν μαζί τους στους Μακεδονικούς αγώνες, στους απελευθερωτικούς, στην Μικρά Ασία. Δεν τους την επέβαλαν διατάγματα ή σχετικοί νόμοι. Ξεριζωμένοι από την Μικρά Ασία έπαιρναν μαζί τους την εικόνα της, ποτίζοντάς την δάκρυα και βρίσκοντας παρηγοριά στο ακίνητο βλέμμα της. Και πάλι χωρίς την… άδεια κάποιου Τσίπρα, ή κάποιου Κουτσούμπα, ή κάποιου Βαρουφάκη. Βάλσαμο αναζητούσαν για τις τσακισμένες ψυχές τους, ν’ αντέξουν τον κατατρεγμό.
Τρέχω γρήγορα τους συλλογισμούς μου για να φτάσω στον Αύγουστο του 1940 όταν ο τορπιλισμός της «Έλλης» γίνεται ανήμερα της γιορτής της στο λιμάνι τής Τήνου. Οι πολλοί ίσως δεν ήξεραν τι γινόταν στη διεθνή σκακιέρα, με τον φασισμό να φουντώνει στην Ευρώπη και την Άπω Ανατολή. Ήξεραν, όμως, ότι αυτό ήταν μια προσβολή στο πρόσωπό της, που το γιόρταζαν στις 15 Αυγούστου στην Τήνο. Και ήθελαν την εκδίκηση.
Την πήραν στα βουνά της Ηπείρου τρεις μήνες αργότερα.
Σταματώ τα μάτια μου στα ράφια της βιβλιοθήκης μου με την βιβλιογραφία για το 1940. Όχι στα ογκώδη ιστορικά μελετήματα, αλλά σε κάτι βιβλιαράκια με αφηγήσεις και ενθυμήματα αξιωματικών και απλών στρατιωτών από την τιτάνια, εκείνη, σύγκρουση. Πόσες φορές αναφέρεται η Παναγιά…
Οι οβίδες έσκαγαν δίπλα τους κι εκείνοι ψιθύρισαν «βόηθα Παναγιά». Φορούσαν την ξιφολόγχη στην κάνη τού τυφεκιού τους, περιμένοντας το σύνθημα της εφόρμησης και μέσα τους προσεύχονταν στην Παναγιά. Εκεί, στα βουνά, που ποτίστηκαν με τόσο αίμα, η δική τους Παναγιά ήρθε αντιμέτωπη με την άλλη Παναγία, την Μαντόνα τών Ιταλών. Δεν σκέφτηκαν εκείνοι οι φαντάροι πώς γίνεται δυο Παναγιές να κοντραριστούν… Ήξεραν πως η δική τους Παναγιά είχε το δίκαιο με το μέρος τους. Και πίστευαν πως η δική τους θα επικρατούσε. Προστάτιδά τους την θεωρούσαν…
«Αχ μανούλα μου, αχ Παναγίτσα μου…» ακουγόταν από τα χείλη τών ετοιμοθάνατων τραυματισμένων. Πουθενά δεν βρήκα αφήγηση που να λέει πως οι στρατιώτες προσεύχονταν στον Μαρξ, ή πως στις ανάπαυλες των μαχών συζητούσαν αν ήταν ή όχι, η θρησκεία, το όπιο των λαών.
Πάμε παρακάτω…
Ο πόλεμος δεν τελείωσε για την Ελλάδα, όπως τελείωσε για τα άλλα κράτη, παρά το γεγονός πως στην εξοχική κατοικία «Λιβάντια» του Λάμπρου Κατσώνη, στην Κριμαία, υπογράφηκε το Σύμφωνο της Γιάλτας. Συνεχίστηκε.
Οι κομμουνιστές είχαν ζηλέψει την τύχη τής Βουλγαρίας, της Αλβανίας και των άλλων γειτονικών χωρών, όπου είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί κομμουνιστικά καθεστώτα. Και ήθελαν να μετατρέψουν την χώρα σε όμοιο «παράδεισο».
Οι άντρες τού Εθνικού στρατού, στον Γράμμο και το Βίτσι, όταν αντιμετώπιζαν τον Δημοκρατικό Στρατό, που αποτελούνταν και από Σκοπιανούς, την Παναγιά παρακαλούσαν να βγουν ζωντανοί από την κόλαση των μαχών. Αυτό βγαίνει από προσωπικά ημερολόγια και ενθυμήματα.
Η ταύτιση των Ενόπλων Δυνάμεων με την Παναγία είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αποτελεί Παράδοση, δηλαδή μια από τις ρίζες τού Ελληνισμού, που κατόρθωσε να επιβιώσει στο ποτάμι τών αιώνων. Δεν τον ενδιαφέρει τον στρατιωτικό, αν η Παναγία γέννησε τον Χριστό παρθένα. Αρκεί που αντλεί θάρρος και κουράγιο απ’ αυτήν.
Και σήμερα…
Οι περισσότερες μανούλες που μιλούν στο τηλέφωνο με τα στρατευμένα παιδιά τους, στο Αιγαίο, στον Έβρο, στα αεροδρόμια με τις μοίρες αναχαίτισης, κλείνουν την συνομιλία τους με την ευχή «να σ’ έχει καλά η Παναγία». Γι’ αυτές τις μανούλες η Παναγιά δεν αποτελεί αντικείμενο θεολογικής συζήτησης. Καταφύγιο είναι στους ανήσυχους ύπνους τους. Προσεύχονται για να γυρίσουν πίσω τα παιδιά τους και δεν μπαίνουν σε καμιά συζήτηση αν υπάρχει ή όχι Θεός. Και καμιά απ’ αυτές δεν θίχτηκε που η Παράδοση θέλει την Παναγία ταυτισμένη με τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Θίχτηκαν κάποιοι που θέτουν το κομματικό συμφέρον και τις κομματικές τους σκοπιμότητες πιο πάνω απ’ οτιδήποτε εκφράζει η έννοια του εθνικού. Δηλαδή εκείνοι που δεν περιπολούν στον Έβρο με το χέρι στην σκανδάλη, εκείνοι που δεν περιμένουν την εντολή απογείωσης για αναχαίτιση, εκείνοι που ζουν στη στεριά και όποια στιγμή τής ημέρας μπορούν να πάνε στο σπίτι τους.
Όλοι αυτοί είναι η σύγχρονη ντροπή τού Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Λάρισα, 24/11/2020