Η παράκρουση μπαινοβγαίνει με δελτίο ελευθέρας εισόδου, πλέον, στις ημέρες μας.
Από την μια, οι αριθμοί είναι εφιαλτικοί.
Από την άλλη, πολλά θυμίζουν τον τίτλο τού θεατρικού έργου «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο.
Στην μέση, μια κοινωνία με παγιωμένες νοοτροπίες, χωρίς ιδιαίτερα υψηλό μορφωτικό επίπεδο, η οποία εδώ και μια δεκαετία βιώνει μια οικονομική βαρυχειμωνιά (μετά από πολλά πολλά καλοκαίρια ανέμελης οικονομικής ευμάρειας – θυμάμαι, μέρες που είναι, τα θρυλικά εορτοδάνεια, και όχι μόνο), μια κοινωνία που θέλει τα χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όχι γιατί την πήρε η χαρά (ή ο πόνος) τής Γέννησης του Ιησού, αλλά για τον κοσμικό της χαρακτήρα…
Είναι η ίδια κοινωνία που χλεύαζε τον ιό, η ίδια κοινωνία που αντιμετωπίζει καχύποπτα τον εμβολιασμό, η ίδια κοινωνία που πετάει τα άδεια κυπελάκια του καφέ όπου να είναι, και που πλέον πετάει και τις μάσκες όπου να είναι, αλλά παράλληλα γίνεται κριτής των πάντων, εκτός του εαυτού της…
Σκέφτομαι πως για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, που μπορεί και να έχει διαδρομή 40.000 ασύλληπτων χρόνων, ερευνητές επιστήμονες, καταργώντας φυλετικές, εθνολογικές, θρησκευτικές ή άλλες διαφορές, εργάζονται με πάθος σ’ ένα θέμα, που έχει στόχο το εμβόλιο, το μόνο όπλο απέναντι σε μια πανδημία που θερίζει ανθρώπινες ζωές. Σίγουρα όλοι αυτοί αμείβονται καλά. Και γιατί όχι; Τόσα χρόνια ανάλωσαν πάνω σε μικροσκόπια αντιμετωπίζοντας χιλιάδες νόσους. Από αφροδίσια νοσήματα, μέχρι την αντρική ανικανότητα. Από τον ύπουλο διαβήτη, μέχρι έναν απλό πονοκέφαλο και μια προστατίτιδα, που βασάνιζε τους άντρες στο πιο φυσιολογικό: την ούρηση.
Και άλλα πολλά που δεν είναι επί του παρόντος.
Τώρα έφτασαν στην ανακάλυψη του εμβολίου ή έστω κάποιας μορφής εμβολίου, με την ελπίδα να σώσουν ζωές, να επαναφέρουν την κανονικότητα, να καταργήσουν την μάσκα και να μας δώσουν την δυνατότητα να είμαστε πάλι ΜΑΖΙ.
Και τυχαία συζητώντας με υπεύθυνο μεγάλης υγειονομικής μονάδας, πληροφορήθηκα πως ούτε το 50% των εργαζομένων δήλωσαν πως θα το κάνουν.
Ήταν μια έκπληξη.
Η τύχη το έφερε, ψάχνοντας ο ίδιος αν είμαι φορέας ενός καρκίνου, να επισκεφθώ και άλλη μεγάλη νοσηλευτική μονάδα. Συζητώντας με διευθυντές κλινικών, άκουσα τα ίδια…
Κάτι δεν πάει καλά εδώ, σκέφτηκα, εγώ που λαχταρώ να είμαι από τους πρώτους, που θα μπορέσουν να εμβολιαστούν.
Μάλλον, ζούμε, μια παράκρουση σκέφτηκα.
Εξαντλημένος από τις πολύωρες διαδικασίες των εξετάσεων, βγήκα στο παρκάκι και κάθισα ανάβοντας το πρώτο (απαγορευμένο) τσιγάρο της ημέρας, περιμένοντας να έρθουν να με πάρουν. Κατεβάζοντας λίγο την μάσκα, για να φέρω το τσιγάρο στα χείλη, η ωραιότατη κυρία που καθόταν στο απέναντι παγκάκι με αναγνώρισε. Καλλίπυγος με στήθη που ασφυκτιούσαν στο μισάνοιχτο πουκάμισο, ήρθε κοντά μου και μετά τις πρώτες φιλοφρονήσεις, έβγαλε από μέσα της όλον τον καημό.
Τόλμησα να της καταθέσω τον αντίλογό μου. Το Θεό και το μέγα Μυστήριο της Γέννησης το βρίσκουμε μέσα μας. Κάποιες τηλεοράσεις θα έχουν την εορταστική λειτουργία, θα ακούσουμε τους γλυκύτατους αίνους και μάλιστα στη θαλπωρή τού καθιστικού μας και ίσως μετά την νηστεία (κάποιων), απολαύσουμε μια ζεστή ωραιότατη σουπίτσα.
Με κοίταξε με μάτια ανάμεικτα με απορία και περιφρόνηση: «Ποιος τη γαμ@@ την Γέννηση; Εγώ για το ρεβεγιόν ενδιαφέρομαι. Τρεις φορές άλλαξα τα παπούτσια που παράγγειλα. Ευτυχώς που είναι γνωστός ο καταστηματάρχης κι έβγαλα άκρη. Από τις πρώτες πήγα στο κομμωτήριο και η νυχού ήρθε στο σπίτι..»
Ο γαμπρός μου έφτασε, μπήκα στο αυτοκίνητο και θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο που είχα γράψει ως αρχισυντάκτης των «Θεσσαλικών Επιλογών». Στο σπίτι το έψαξα στο αρχείο μου..
«Κάθε χρόνο που περνά, δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να βρω ένα λόγο που να δικαιολογεί τη λαχτάρα με την οποία περιμένουμε τις γιορτές των Χριστουγέννων. Μιλώ βεβαίως για λόγο σοβαρό και όχι για δικαιολογίες που εκφράζουν τη συνήθεια ή ακόμα και την πολύπαθη παράδοση.
Είναι γεγονός πως είναι πολλά αυτά που επιχειρούν να με πείσουν ότι όντως θα βιώσουμε μια διαφορετική ατμόσφαιρα.
Από το σοβαροφανή δημοσιογράφο που θ’ ασχολείται με τη γαλοπούλα του χασάπη, ως τον κρεατέμπορο που θα ισχυρίζεται ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει την ποιότητα του τραπεζιού μου.
Από τον πολιτικό που θα γυαλίζει μ’ επιμέλεια τις λέξεις του, ως το συνταξιούχο και τον άστεγο, που θα καταθέτει δημόσια την πίκρα και τη οργή του, γιατί σαφώς θα είναι εκτός της λαμπερής ατμόσφαιρας των ημερών.
Από τη βιτρίνα που στολίστηκε με λαμπιόνια και ψεύτικο χιόνι για να μας θυμίσει πως πρέπει ν’ αποκτήσουμε ακόμα ένα ρούχο ή ένα ακόμα κόσμημα για να είμαστε γιορτινοί, ως τον πολύτεκνο που στήνει ένα καλύβι ή ένα τροχόσπιτο στις δια-σταυρώσεις των περιφερειακών δρόμων, διατυμπανίζοντας την πείνα των παιδιών του.
Από τις τράπεζες που επιμένουν να μας πουλήσουν ακόμα μια υποτέλεια με την προσφορά των εορτοδανείων, ως την τροχαία που θέλει να επιστρέψει τις πινακίδες των παραβατών, μην τύχει και δε γεμίσουν οι δρόμοι από αυτοκίνητα.
Από τα ξενοδοχεία που δε θέλουν να μας αφήσουν στην πλήξη του σπιτιού, ως τα διάφορα περιοδικά που θέλουν να μας μάθουν να μαγειρεύουμε για τις γιορτές ό,τι πιο απίθανο βάλει ο νους του ανθρώπου.
Αυτά και άπειρα ακόμα, προσπαθούν κάθε χρόνο να με πείσουν, όλο και πιο πολύ, πως είναι Χριστούγεννα, πως σε κάποια γωνιά του Ισραήλ γεννήθηκε ο Ιησούς και πως ευαγγελίζεται εδώ και δυο χιλιάδες την επί γης ειρήνη.
Προσπαθούν να με πείσουν για την αγωνία τής Θεοτόκου Μαρίας τα λαμπροστόλιστα δέντρα (αν είναι επώνυμης εταιρίας παραγωγής διακοσμητικών ακόμα πιο καλά)…
Προσπαθούν να με πείσουν για το μένος του Ηρώδη τα «ρεβεγιόν» και τα «γκαλά» που διοργανώνονται σε σπίτια και σε μαγαζιά της νύχτας…
Προσπαθούν να με πείσουν πως μάρτυρες της Γέννησης ήταν ταπεινοί βοσκοί και πρόβατα, οι σταρ της τηλεόρασης που μιλούν για τα Χριστούγεννα της παράδοσης και της αγάπης σε στούντιο πλημμυρισμένα από φώτα, μπουζούκια, τουαλέτες, εξώπλατα και «σινιόν» χτενίσματα, με καλεσμένους που στο τέλος θα ρίξουν και τα χριστουγεννιάτικα τσιφτελοζεϊμπέκικα για το καλό τών ημερών.
Βεβαίως, προσπαθεί να με πείσει και η Εκκλησία. Αυτή, κατά βάση, είναι η πλέον αρμόδια, η μόνη κυρίαρχος των ημερών, η αρχή και το τέλος του όλου σκηνικού. Γιατί είναι η μόνη που έχει και λόγο και αιτία να προασπίζεται του βαθύτατου μηνύματος των Χριστουγέννων. Μόνο που οι όποιες απόπειρές της χλομιάζουν κάτω από το φως τών πολυελαίων, ηχούν παράταιρα με την ταπεινότητα που καθαγιάστηκε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, παραπαίουν κάτω από τη βασιλεία τού μίσους που εφιαλτικά απλώνεται γύρω και πάνω μας.
Ξαναγυρίζω με κατάδειλη ελπίδα στα υπόγεια μιας παιδικής ηλικίας αιχμάλωτης στην καθιερωμένη οικογενειακή νηστεία, στην ευωδιά του μελομακάρονου, στη γλυκιά γεύση του χριστόψωμου. Ψάχνω μήπως και βρω εκείνον τον κιτρινισμένο Παπαδιαμάντη με το χαρτονένιο εξώφυλλο από τις εκδόσεις του «βιβλιοπωλείου της Εστίας», αλλά αντ’ αυτού ανακαλύπτω «Τα λόγια της πλώρης» του Καρκαβίτσα, δώρο χριστουγεννιάτικο κι αυτό της μητέρας, με χρονολογία του ’65. Νιώθω ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Μάλλον κρυώνω, μαμά… Κρίμα, που δε φύλαξα έναν κουραμπιέ από τότε» (Δεκέμβριος 2006)..
Επέλεξα αυτό το κείμενο ως απάντηση της κυρίας, που ξέρω πως δεν θα το διαβάσει, αλλά ως ξεροκέφαλος σχεδόν 70ρης το αναδημοσιεύω στο νέο σπίτι μου, την LarissaPres.
Απόγευμα της ίδιας μέρας και δεν ήθελα να χάσω τον απογευματινό περίπατο. Κι εγώ, όπως ο Μουρακάμπι, την ώρα εκείνη συλλέγω στοχασμούς. Μπροστά από τον ναό της Αγίας Σοφίας του Θεού, κοντοστάθηκα να χαιρετήσω σχεδόν συνομήλικη γειτόνισσα. Την ρώτησα αν είναι καλά. «Πώς να είμαι;», μου απάντησε. «Με σχεδόν κλειστή την εκκλησία, τι Χριστούγεννα να αισθανθώ. Σαράντα μέρες νηστεύω για να μεταλάβω, να προσκυνήσω τις άγιες εικόνες, αλλά δεν μας αφήνουν. Τι κράτος είναι αυτό; Πρώτη φορά δεν θα κοινωνήσω στα 70 μου χρόνια. Θα πέσει κεραυνός να μας κάψει…»
Της απάντησα πως ο θεός είναι παντού, αρκεί να τον έχουμε στην καρδιά μας.
«Αν δεν πάρω μεταλαβιά και δεν φιλήσω το χέρι τού παπά, δεν μπορώ να αισθανθώ Χριστούγεννα. Ο ‘‘έξωαπόεδώ’’ μας κυρίευσε…»
Έφυγα. Δεν είχε κανένα νόημα η συζήτηση.
Επέστρεψα στο σπίτι για τις ειδήσεις των 8. Ένας ταλαιπωρημένος και σχεδόν ανύπαρκτος Χαρδαλιάς, ανακοίνωνε τα νέα μέτρα. Μέχρι 9 άτομα τα οικογενειακά τραπέζια. Μια χαρά.
Και ποιος θα ελέγξει αν εφαρμόζεται αυτή η οδηγία; Θα πάρουν σβάρνα οι μισητοί αστυνομικοί τις πόρτες τών διαμερισμάτων; Θα ψάχνουν μήπως κανένας κρύφτηκε στην τουαλέτα ή κάτω από κάποιο κρεβάτι;
Το μόνο, ίσως, που θα κατορθώσουν είναι να ματαιώσουν τα νυχτερινά ραντεβού των εραστών, που κατέφευγαν σε κάποιο χωράφι και μετέτρεπαν το αυτοκίνητό τους σε ερωτική κρεβατοκάμαρα. Αυτούς δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους τα μηνύματα από το 1 ως το 6. Ίσως θα έπρεπε να προβλεφθεί και ένα μήνυμα με κωδικό αριθμό 69.
Έλεγε και άλλα ο Χαρδαλιάς. Όμορφα σχεδιασμένα με λέξεις πάνω σε χαρτιά. Δεν ήξερε πως την άλλη μέρα στον Βόλο αυτοί με το νέο όνομα πλέον Ρομά, θα τελούσαν τα νεκρικά τους καθήκοντα, όπως δεκαετίες τώρα τελούν. Και αν μεθαύριο ο Βόλος παρουσιάσει δραματική αύξηση κρουσμάτων, ολόκληρη η πόλη θα μπει σε καραντίνα, με τον βιβλιοπώλη να αναρωτιέται σε τι έφταιξε αυτός, που τηρούσε ευλαβικά τα μέτρα;
Παράκρουση παντού. Για κάποιους που την περισσότερη μέρα τους ασχολούνται με το κινητό τους και τις εφαρμογές του, όλα καλά. Για κάποιους που το χρησιμοποιούν για να μάθουν αν η αδελφή τους είναι καλά, ή για να ειδοποιήσουν την σύζυγο πως όπου να είναι επιστρέφουν, για να ετοιμάσει το μεσημεριανό τραπέζι, κομματάκι δύσκολο. Όπως αδιανόητο για το φίλο του βιβλίου που θέλει να μπει και να ενημερωθεί για το βιβλίο, διαβάζοντας ενδεχομένως το οπισθόφυλλο, αδιανόητο. Ακόμα και γι αυτόν που θέλει να δοκιμάσει πέντε μπλούζες για να καταλήξει ποια θα αγοράσει.
Τι έπρεπε να γίνει; Δεν θα το πω εγώ. Είμαι ένας απλός πολίτης. Θα το πει αυτός που ψήφισα και που από το γραφείο του με είχαν τηλεφωνήσει τουλάχιστον πέντε φορές για να με πείσουν ότι είναι ο καλύτερος.
Υπάρχουν και άλλα πολλά. Η δόλια αστυνομία τα εισπράττει με καταγγελίες. Κάνει ελέγχους και επιβάλλει πρόστιμα, είναι «κωλόπαιδα». Κλείνει τα μάτια και αφήνει κάποιοι να κυκλοφορούν έστω παράνομα, είναι «τεμπέληδες». Στον πρώτο καιρό της καραντίνας, που εφάρμοζε σκληρότερα τα μέτρα, κάποιος επιχειρηματίας που σχεδόν δίπλα από το μπλόκο ήταν το εργοστάσιό του, και δεν είχε ανάγκη τα τριάντα ή σαράντα ευρώ, σταματούσε σε ένα φούρνο, που ήταν στην διαδρομή του, και αγόραζε σάντουιτς, καφέδες και νερά και τους τα πήγαινε για «καλημέρα», κατηγορήθηκε από άλλον επιχειρηματία, πως θέλει να τους δωροδοκεί. Μέχρι εκεί έφτανε η σκέψη του…
Παράκρουση, με την ηλιθιότητα να μην έχει όριο. Και δυστυχώς αυτήν την φορά, η ηλιθιότητα ξεκινάει από ψηλά…
Αυτά τα λίγα. Δεν έχω αντοχές να γράψω περισσότερα…
Υ.Γ.
Κάποιοι αναγνώστες ίσως βρουν ορθογραφικά λάθη. Ας με συγχωρήσουν. Τα δάκτυλα δεν με υπακούουν πάντα.
Λάρισα, 20/12/2020