Απέναντι στην ευτέλεια μιας ζωής, ή στα τόσα που χρωστάμε σε σύγχρονους αγίους και οσίους…
Σήμερα ξύπνησα με δυο επιθυμίες.
Η μια ήταν να ανάψω ένα τσιγάρο, μετά την πρώτη γουλιά καφέ.
Η άλλη ήταν να οδηγήσω.
Ήξερα πως ούτε την μια, ούτε την άλλη θα μπορούσα να θεραπεύσω, ή, έστω ν’ απολαύσω για λίγο.
Για τούτο, πήρα να τακτοποιώ κάποια πράγματα πάνω στο γραφείο μου. Δυο τρία, παρατημένα από βραδύς κομπολόγια, δυο τρεις πέννες, που δεν είχαν μπει στις θήκες τους, κάποια χαρτιά.
Το βιβλίο που διάβαζα την προηγούμενη νύχτα, «Το πανδοχείο της μνήμης» του κορυφαίου συγγραφέα Tony Judt, απέφυγα να το πιάσω στα χέρια μου. Το γεγονός πως ήξερα ότι ο Tony Judt είχε αρχίσει να το γράφει όταν τον είχε ήδη επισκεφθεί η ALS (γνωστή και ως αρρώστια του Λου Γκέρινγκ), ίσως να ήταν το κυριότερο εμπόδιο.
Ο Tony Judt έπασχε από μια ιδιαίτερα σπάνια ασθένεια, που τον κατέταξε στον χορό τών μαρτύρων της ανθρώπινης περιπέτειας. Έπρεπε να υπερβώ το εμπόδιο του υποκειμενισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στον πλανήτη, δίνουν αυτήν την στιγμή την μάχη τους κόντρα στον καρκίνο ή προσπαθούν να φιλιώσουν μαζί του, για να έχουν μια κάποια καλύτερη ποιότητα ζωής, μέχρι να οδηγηθούν στον θάνατο. Σε εμένα δεν ανήκε το εγωιστικό προνόμιο να είμαι ο πρώτος ή ο τελευταίος ασθενής, που στο εξής θα χαρακτηρίζομαι ως καρκινοπαθής. Είμαι ένας από τους πολλούς, ένας από εκείνους που βλέπει και νιώθει την ζωή του να φθίνει συνεχώς και της κουνά το χέρι, ελπίζοντας πως ο δρόμος που του απόμεινε θα έχει έστω συμβατικά λιγότερους πόνους.
Μιλώ για τον πόνο και χαμογελώ. Πρέπει να φιλιώσουμε μαζί του. Δεν γίνεται να πορευτούμε ως εχθροί, όση ζωή μού απομένει ακόμα. Πρέπει να βρούμε εκείνα τα κατατόπια που θα μας οδηγούν σε κάποια ξέφωτα αληθινής φιλίας, ή έστω σεβασμού, έτσι ώστε να μην ζει ο ένας σε βάρος τού αλλουνού.
Το ρολόι τού υπολογιστή μου δείχνει 04:53. Πριν είκοσι και περισσότερες ημέρες (πλησίαζαν Χριστούγεννα τότε), αυτήν την ώρα στήλωνα τα μάτια μου στην πόρτα τού δωματίου μου στο ΙΑΣΩ Θεσσαλίας, περιμένοντας την μασκοφόρο λευκή θεά να μου πει «καλημέρα» και να με ρωτήσει πώς ήταν η νύχτα μου. Δεν ρώτησα ποτέ το όνομά της. Δεν θέλησα να μάθω ποτέ το όνομά της. Δεν είχε σημασία για μένα, αν ήταν Μαρία, ή Άννα, Φωτεινή, ή Στέλλα. Για μένα ήταν μια και μοναδική. Ήταν η συμπύκνωση όλων των προσώπων που κινούνταν γύρω μου.
Ήταν οσία! Ήταν εκείνη που σαν τελείωνε η νοσηλεία ήθελα να πάρω τα δυο της χέρια στα χέρια μου και να τα φιλήσω. Αυτά τα χέρια που μου έπαιρναν τον πόνο, που ξεθόλωναν τα μάτια μου, που με άφηναν καθαρό και ασφαλή, πάλι, στα κολλαριστά σεντόνια.
Εκεί, λοιπόν, κάπου στις πέντε το πρωί… Χαμογελούσα με καρτερία, αλλά και μέσα σε αφόρητους πόνους. Και καθώς έβλεπα την ώρα στην οθόνη τού κινητού τηλεφώνου, οι στίχοι τού Λόρκα για τις πέντε η ώρα, «την ώρα που βραδιάζει», όμως (όχι την ώρα που ξημερώνει), με κύκλωναν για να μου ψιθυρίσουν ότι η ημέρα μου ξεκινούσε…
Και δεύτερος και τρίτος άγγελος στη σειρά. Αθόρυβα πλησίαζαν, όλοι τους όμοιοι. Η μάσκα καταργούσε τα χαρακτηριστικά, μόνο αν ήταν αντρικές ή γυναικείες παρουσίες ξεχώριζα. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Η σημαντικότητα εξαντλούνταν σε αυτό που εισέπραττα, την υπόσχεση πως σε λίγο οι πόνοι θα μειωθούν, εγώ θα πατούσα στα πόδια μου, θα έφτανα στο μπάνιο, θα σκόρπιζαν οι εφιάλτες τής νύχτας. Μαζί τους θα ξεθώριαζε και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» του Λόρκα και στην πολυθρόνα δίπλα μου ίσως ερχόταν να μου κρατήσει συντροφιά ο Οδυσσέας Ελύτης, με λέξεις γεμάτες φως, λέξεις από το «Φωτόδεντρο» ή έστω από τον «Κήπο με τις αυταπάτες»…
Ήρθε και η κυρία με τα λευκά, λεπτή οπτασία. Πιότερο έτρεμε η δική της φωνή, παρά η δική μου – έτσι νόμισα. «Θα κάνουμε παρακέντηση» την άκουσα να λέει και χαμογέλασα. Ανακάθισα στο κρεβάτι. Κουβέντα στην κουβέντα προχώρησε η διαδικασία… «…Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό πως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος».
Δεν της το είπα, όταν την άκουσα να λέει πως «τελειώσαμε» και «πως όλα πήγαν καλά». Το μόνο που ρώτησα ήταν το όνομά της. Ήθελα να κρατήσω κάτι απ’ αυτήν. «Χαρισίου, Κλεονίκη Χαρισίου… Είμαι η νευρολόγος…»
Κι εδώ έρχεται να μου μιλήσει ξανά ο Ελύτης, ψιθυρίζοντας από τον «Κήπο με τις αυταπάτες» πως «Τα πάντα είναι ζήτημα μυελού οστέων της φαντασίας».
Να έχει, άραγε, η φαντασία, μυελό οστέων; Πώς να το ξέρει αυτό, ο μια ζωή γραφιάς; Εγώ σερνόμουν πάντα πίσω από τις λέξεις που στεφάνωναν το κάλλος κι ας μου έλεγαν κάθε τόσο πως «παραδοξολογούσα».
Ήταν η ώρα που ένας μετά τον άλλον, αθόρυβα, γλιστρούσαν όλοι αυτοί οι άγιοι στο δωμάτιο.
Ο Χρήστος Ρίζος, γαστρεντερολόγος – ηπατολόγος, φίλος από παλιά και γιατρός μου από χρόνια, απέφυγε να με κοιτάξει στα μάτια. Πριν δυο τρεις ημέρες, καθώς με ξυπνούσε από την κολονοσκόπηση, τον είχα ρωτήσει ευθέως: «Θα παλέψουμε με καρκίνο;» «Τουλάχιστον όχι στο στομάχι, όχι στο έντερο», είχε απαντήσει και ναι, διέκρινα την αλήθεια στην φωνή του…
«Τότε γιατί δεν με κοιτάζεις στα μάτια;» θυμάμαι να τον ρωτάω. «Γιατί, ούτως ή άλλως, ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος…», μου απάντησε. «Αξίζει ο κόπος να τον περπατήσω;», επέμεινα. Δεν δίστασε ν’ απαντήσει: «Ναι, χωρίς την ελάχιστη αμφιβολία».
Και τότε, πλάι σ’ αυτόν τον φωτεινό άνθρωπο, λέξεις άρχισαν να μορφοποιούνται, παίρνουν σάρκα και οστά. Οι ακτές τής Ιθάκης ξεκαθάρισαν, ήταν ωραίο το ταξίδι. Το ίδιο απόγευμα, οι δικοί μου, εκπλήρωσαν την επιθυμία μου. Είχα κοντά μου τον Ελύτη και η σελίδα από τον «Κήπο με τις αυταπάτες», με καλούσε:
«Στην διάρκεια ενός σιγαρέττου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωσάκι που δεν σβήνει ακόμα κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες την ιδιωτική μας αιωνιότητα…»
Πόσες φορές η συντροφιά μας, που την είχαμε βαφτίσει «Θετταλών Συμπόσιο» είχε αναφερθεί σ’ αυτό το ταξίδι; Και πόσες φορές, ο Χρήστος Ρίζος, είχε ανοίξει την καρδιά του για να αφηγηθεί ιστορίες ανθρώπων που έφταναν απέναντι στον ορίζοντα της ζωής τους; Να, που τώρα, το ταξίδι αυτό αφορούσε εμένα. Και ήξερα πως ήταν κάτι που δεν θα ήθελε να το κουβεντιάσει.
Θυμάμαι πως αποσύρθηκε διακριτικά, πλάι στο μεγάλο παράθυρο, δίπλα σ’ έναν άλλο εξαιρετικό φίλο και συνετό επιστήμονα. Θα τον γνώριζα και δέκα μάσκες να φορούσε. Ήταν ο Θεόδωρος Ταλάρης, ο άνθρωπος που ανέλαβε να πάει το καράβι «ΙΑΣΩ – Θεσσαλίας», ως διευθύνων σύμβουλος, μέσα από τους όποιους ωκεανούς σε ασφαλή λιμάνια.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω… Έστρεψα το βλέμμα μου σε μιαν άλλη λευκοντυμένη φιγούρα, λιγομίλητη, που σίγουρα θα την επέλεγε ο Φειδίας αν ήθελε μοντέλο για να σμιλέψει το άγαλμα της καρτερίας.
«Είμαι η ογκολόγος Βίκυ Ριζούλη», μου είπε, προλαβαίνοντας την ερώτησή μου. Αργότερα, τις μέρες που ακολούθησαν, η σύζυγός μου θα προσπαθούσε να μου θυμίσει πόσες φορές είχα μιλήσει εκτενώς με την γιατρό, πόσες φορές είχαμε εξαντλήσει το θέμα κι εγώ δεν θυμόμουν το ελάχιστο απ’ αυτές τις συζητήσεις.
Να είσαι καλά γιατρέ, που με ανέχτηκες, να είσαι καλά που μου έπιασες το χέρι κι έστω για λίγο βαδίσαμε πλάι πλάι σ’ εκείνο το μονοπάτι.
«Δεν θα πονάς», με βεβαίωσες και δεν ήταν σχήμα λόγου. Ένιωθα το φάρμακο να εισχωρεί από την φλέβα και ναι, ήξερα, πως όλοι εσείς οι άνθρωποι γύρω μου, το μόνο που θέλατε ήταν να δημιουργήσετε έναν μικρό στρατό, μια ομάδα σωματοφυλάκων, που θα έμπαινε ανάμεσα σ’ εμένα και τον πόνο, προσφέροντάς μου ώρες αξιοπρέπειας…
Η μικρή ομάδα από τους δικούς μου αγίους και οσίους. Όχι πορτρέτα βυζαντινών αγίων, μορφές στατικές, με βλέμματα αυστηρά, τοποθετημένες σε ακίνητες νεκρές φύσεις, που σκοπό έχουν να αφαιρέσουν ζώσα ζωή και να προσθέσουν ανερμήνευτη, ίσως, πνευματικότητα, αλλά πρόσωπα που εκπέμπουν την εμπιστοσύνη απέναντι στον άνθρωπο, τον πάσχοντα έκπτωτο άγγελο της ζωής, τον συνάνθρωπο που θέλει ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί.
Εδώ, σ’ αυτόν το χώρο, που όλα δείχνουν σαν να έχουν σχεδιαστεί για να επιχειρούν την υπέρβαση, το σημαντικό είναι άλαλο. Καθώς παρακολουθώ μια κυρία Μίχου, η οποία όπως αντιλαμβάνομαι είναι η προϊσταμένη τής παθολογικής πτέρυγας, επιστρέφουν από ημέρες παρελθόντος κάποιοι στίχοι που είχα γράψει πασχίζοντας να ιχνογραφήσω την πορεία μου:
«Αναπνέω μια σιωπή.
Αυτήν την σιωπή σχηματοποιώ
σε μάτια και χείλη,
σε γήινες εκφράσεις που θέλουν ν’ αποδράσουν
στην μεταφυσική τών ανεκπλήρωτων ερώτων.
Εσχατολογική αναζήτηση πια
το καταβύθισμα στα μάτια σου,
αφού καμιά ιστορία δεν θα σταθεί
στο άσημο των ημερών μου…»
Να ήταν τόσο άσημες οι μέρες μου, άραγε; Διστάζω να στρέψω τα μάτια πίσω, με τρομάζει η πιθανότητα να συναντήσω προσθαφαιρέσεις που καταλήγουν στο μηδέν. Πάντα μέσα μου έκαιγε ένα μικρό κερί, που η φλόγα του ήθελε να ζεσταίνει την αγωνία τού «ποιος είμαι;» και «πού πάω;»
Και είχα γράψει, τότε, χωρίς να υποθέτω πως θα βίωνα αυτήν την αγωνία πως
«Η δική μας μικρή ιστορία
δεν μπορεί να είναι το εγωιστικό υπόλοιπο
των προσθαφαιρέσεων που εγκλώβισαν τη ζωή μας.
Ίσως και να είναι μια μουσική από κάποια σονάτα
που έτυχε ν’ ακούσουμε ανάμεσα σε δυο τσιγάρα.
(BEETHOVEN
Violin sonata, opus 30 )1 -b- Adagio molto espressivo)».
Ποιος είμαι εγώ, γέρο παράξενε Μπετόβεν; Άραγε θα ξανακούσω το «Fur Elise»; Θα μείνω άλλη μια φορά βουβός, ακολουθώντας τα βήματά σου στην ακίνητη επιφάνεια της λίμνης, που την έστειλες να περπατήσει στην αιωνιότητα ως «Piano Sonata, opus 27, Moonlight»;
Η λευκοντυμένη γυναίκα απέναντί μου, μου χαμογελά επίμονα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν έχω ξαναδεί το πρόσωπό της. Χαμογελά, όμως και η σύζυγός μου. «Δεν την θυμάσαι;», με ρωτά. Όχι… Δεν θυμάμαι τίποτα. Οι ώρες που είχαν περάσει μέσα σε παραληρηματικό πόνο, ήταν σαν ένα σφουγγάρι που έσβησε τα πάντα από όσα βίωσα. «Είναι η αναισθησιολόγος Γεωργία Σταματίου», συνεχίζει η γυναίκα μου. «Έκανε τόσα για σένα…»
Νιώθω αμήχανα. Τόσοι άνθρωποι… Πόσα έχουν κάνει όλοι αυτοί, όταν εγώ έφευγα και επέστρεφα ως λαθρεπιβάτης τής ζωής;
Ψελλίζω ένα «ευχαριστώ», ξέροντας πως είναι το ελάχιστο που θα μπορούσα ν’ αρθρώσω. Κρατώ την εικόνα της. «Μαζί θ’ αντιμετωπίσουμε τον πόνο», θυμάμαι να μου λέει και αντιλαμβάνομαι πως το ταξίδι άρχισε και πρέπει να ευγνωμονώ την ίδια την ζωή, που παραμένει καλή μαζί μου.
Τα μάτια μου την ακολουθούν μέχρι που βγαίνει από τον θάλαμο. Δεν είναι ώρα για να μιλήσω μαζί της για ανερμήνευτες καταστάσεις. Ο πόνος καταδείχνει στον άνθρωπο το πόσο αδύναμος είναι, πόσο προσωρινός, πόσο ευάλωτος, πόσο γελοίος φαντάζει μέσα στον εγωιστικό του μικρόκοσμο. Και οι γιατροί, οι δικοί μου όσιοι και άγιοι, το ξέρουν καλά αυτό…
Κλείνω τα μάτια. Δεν έχω αντοχές. Η κούραση με κατακτάει αργά, αλλά σταθερά. «Επόμενο είναι» ακούω την γυναίκα μου να λέει προς κάποιον που δεν έχω δει ακόμα. Δευτερόλεπτα μετά, αυτός ο άγνωστος, μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. Μου χαμογελά και κάνει το σήμα τού χαιρετισμού. Είναι ένα οικείο χαμόγελο. Σαν αυτά που ανταλλάσσεις με φίλους όταν τυχαία συναντιέσαι σ’ έναν πεζόδρομο και πίνεις έναν καφέ μαζί τους.
«Είμαι ο Βαγγέλης Αδαμόπουλος, παθολόγος, διευθυντής τής κλινικής», μου συστήνεται. Με ρωτά αν πονάω. «Όλο και λιγότερο», απαντώ και είναι αλήθεια. «Όλα αλλάζουν μετά το πρώτο σοκ», με βεβαιώνει. «Να μιλάμε καθαρά, μεταξύ μας γιατρέ», του ζητάω, εξηγώντας του πως δεν είναι ο θάνατος αυτός που με λυγίζει (ψέματα έλεγα), αλλά ο πόνος και κάποια πράγματα που ήθελα να ζήσω ακόμα. Μου χαμογελά με κατανόηση. Ίσως αυτός ξέρει πολύ καλύτερα από μένα τι φυτρώνει στο υποσυνείδητο του ασθενή. Εγώ, όσα ξέρω, τα ξέρω διαβάζοντας συγγραφείς. Από τον Κικέρωνα (Όταν σκέφτομαι τον θάνατο) μέχρι τον Στίβεν Χόκινγκ (Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα), από τον Σάμουελ Μπέκετ (Ο Μάλον πεθαίνει), μέχρι τον Άντριου Μίλερ (Ο λυτρωτής πόνος)…
Πριν χρόνια, παλεύοντας με τις λέξεις για να συνθέσω το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι, είχα γράψει:
«Ταξιδεύω στη νύχτα με την επίγνωση του τέλους.
Κάτω απ’ το πουκάμισο κρύβω τα τρομερά «γιατί»,
που έγιναν φράχτες αδιάβατοι.
Στις τσέπες μου κρύβω μια παλιά μουσική,
που φύλαξα ζηλότυπα απ’ τους ανθρώπους.
Έχει και η μνήμη την δική της μουσική επένδυση…»
Τώρα η μνήμη μου είναι φορτωμένη με γελοιότητες που η ανθρώπινη αλαζονεία παράγει. Σκουπίδια που επείγομαι να πετάξω και καθαρός να ετοιμαστώ να προσεγγίσω την μουσική τού μέλλοντος, έστω μέσα από έναν θάνατο.
Και πώς να προλάβεις να ζητήσεις από τόσους και τόσους ανθρώπους, συγγνώμη; Ξέρω πως ο γιατρός αντιλαμβάνεται το δίλημμα και φεύγει αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο χαμόγελο κατανόησης. Το μόνο ίσως που χρειάζομαι.
Η ώρα περνά. Η γραφή, διακεκομμένη, πρέπει να φτάσει στο τέλος της. Η γυναίκα μου αποτολμά μια παρέμβαση: «Είμαι σίγουρη πως θυμάσαι και άλλους, απλά, μάλλον η κούραση σ’ εμποδίζει να τους αναφέρεις», μου λέει.
Ναι, θυμάμαι. Τον πνευμονολόγο Ανδρέα Δημουλή, αλλά κι έναν παθολόγο υπηρεσίας, καλή του ώρα, που αργά μετά τα μεσάνυχτα είχε σπεύσει να αντιμετωπίσει κάποιους φριχτούς πόνους. Σκρίμπας το όνομά του, θα τον θυμάμαι σαν εκείνες τις μορφές τού σιωπηλού Άθω, που ρίχνουν βάλσαμο στην ψυχή, ακόμα κι αυτών που δεν πιστεύουν…