Μια εξομολόγηση: Για λόγους εντελώς προσωπικούς αραίωσα την συχνότητα με την οποία αρθρογραφούσα, παρ’ ότι υπάρχουν ώρες που νιώθω έντονα την έλλειψή της. Όμως, γεγονότα σαν και αυτά που πρόσφατα βασανίζουν τον δημόσιο κοινωνικό χώρο, με ωθούν να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου…
Περίλυπος παρακολουθώ, μέρες τώρα, την ρυπαρή προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσης των όσων συμβαίνουν στον χώρο τού θεάτρου και των ηθοποιών. Αυτές οι ανήθικες απόπειρες από ανθρώπους που επιδιώκουν να είναι το πολιτικό μέλλον τής χώρας, δεν δείχνουν μόνο την απουσία τού πολιτικού λόγου, αλλά δείχνουν πόσο εγκληματικές είναι οι τακτικές τους και πόσο αδίστακτοι και χωρίς φραγμό είναι αυτοί που αντιπροσωπεύουν κι εκφράζουν τα κόμματά τους.
Είναι πρόσωπα ικανά να οδηγήσουν την χώρα σε εμφύλιο πόλεμο, να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, αρκεί να μην κυβερνά άλλος από αυτούς. Πρόσωπα που το εκλογικό σώμα τα παραμέρισε, επιχειρούν να δείξουν πως είναι τα καλύτερα, τα ικανότερα. Έχουν χάσει κάθε διάθεση αυτοκριτικής και βρίσκονται με ένα συνεχές «κατηγορώ», μη αναλογιζόμενα πως για να καταδικαστούν και πλέον να είναι στην αντιπολίτευση (και να παραμένουν στις δημοσκοπήσεις), ίσως να ευθύνονται τα ίδια…
Μόνο πίκρα αποκόμισα από την συζήτηση στην Βουλή, την Πέμπτη, 25 Φεβρουαρίου. Στα άδεια έδρανα του Κοινοβουλίου είδα να κάθεται η ανεντιμότητα και το ψεύδος, η δολοπλοκία και η πολιτική αηδία.
Τσίπρας, Γεννηματά, Βαρουφάκης…
Και οι τρεις υπήρξαν κυβέρνηση. Κάποτε αποφάσιζαν για λογαριασμό μας. Ο πρώτος, βέβαια, ως πρωθυπουργός. Για πέντε συναπτά έτη. Και στάθηκαν μέσα στο Κοινοβούλιο ως μηχανές παραγωγής λάσπης. Καμιά κοινωνική κριτική. Ψευδολογίες, συνθήματα, εντυπωσιασμοί για ένα θέμα που λερώνει κάθε κοινωνία, αφού όλες οι κοινωνίες τού κόσμου έχουν να δείξουν σεξουαλικά διεστραμμένους ανθρώπους.
Είχα την απαίτηση, ως δημόσιοι ταγοί, ν’ αρθρώσουν πολιτικό λόγο, με προτάσεις, προβληματισμούς, νουθεσίες. Να μιλήσουν για την σεξουαλικότητα στον δημόσιο βίο, για το πώς η κοινωνία και η πολιτεία θα μπορούσε να προστατεύσει αδύναμα άτομα από την εκμετάλλευση των ισχυρών. Τίποτα, ούτε λέξη για το πρόβλημα.
Απέναντί τους δεν έβλεπαν τον εξευτελισμό τού ανθρώπου και το χρέος που έχουμε να στηρίξουμε τους αδικημένους. Τον πρωθυπουργό έβλεπαν, μόνο. Λες και αυτός είχε συλληφθεί για ανομήματα που εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Δεν τους πονούσε καν το γεγονός πως πριν λίγο καιρό, ένας απ’ αυτούς που κατηγορούνται για μη σωστή συμπεριφορά, ήταν σημαντικό κυβερνητικό στέλεχος, υφυπουργός, και η δικαιολογία που ψέλλισε ήταν πως «είναι άντρας παλιάς κοπής».
Τίποτε… Στον ορίζοντα μόνο ο πρωθυπουργός… Ο «άντρας παλιάς κοπής» έμεινε προφυλαγμένος και μαζί του όσοι του έδειξαν εμπιστοσύνη και του ανέθεσαν κυβερνητικό πόστο.
Για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκα πόση μπόχα μπορεί ν’ αντέξει ο δημόσιος βίος…
Και κάπου εδώ μπούκωσα για μια ακόμα φορά με αηδία για έναν χώρο που γνωρίζω καλά, τα ΜΜΕ. Χωρίς φραγμό αισθητικής και ευπρέπειας, έφτασαν στο σημείο να περιγράφουν μέχρι και τις διαδικασίες τής ερωτικής πράξης, αναπαράγοντας διαρκώς τόσο τις ιδιωτικές στιγμές των προσώπων, όσο τις εμετικές συμπεριφορές των πρωταγωνιστών. Ο κατήφορος αυτών που φιλοδοξούν να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη δεν έχει όριο. Η κόλαση που καλλιέργησε, πριν αρκετές δεκαετίες, η «Αυριανή» και κάποιες ακόμα ρυπαρές φυλλάδες, έσπασε κάθε σύνορο, απολαμβάνοντας, μάλιστα, κομματική προστασία.
Στην παραζάλη τών διαστροφών η κοινωνία μας. Μια κοινωνία χορτάτη και αμετανόητη. Κοινωνία αρκετά ηδονιστική, παρά την δήθεν έκπληξη πολλών πως τάχα «γίνονται τέτοια πράγματα;» Αυτή η κοινωνία, που προσποιείται την έκπληκτη και εκφράζει τον αποτροπιασμό της, είναι η τόσο αχόρταγη κοινωνία στο να διαβάσει και να σχολιάσει οτιδήποτε έχει σχέση με τα γεννητικά όργανα των άλλων.
Βέβαια, δικαίωμα του καθενός οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, αρκεί αυτές να περιορίζονται στον εαυτό του και σε πρόσωπα που συναινούν μ’ αυτές. Το πρόβλημα γεννιέται από την στιγμή που υπάρχει έστω ελάχιστο ίχνος εκμετάλλευσης, άσκηση βίας, ή άσκηση εξουσίας.
Από τον Ντε Σαντ μέχρι τον Μαζόχ, από τον Ζενέ και τον Μπατάιγ μέχρι τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Μισέλ Ουελμπέκ, υπάρχει μια άβυσσος, όπου μέσα της μαγειρεύονται όλες οι διαστροφές που επινόησε ο άνθρωπος, προκειμένου να βρει τους ‘‘παραδείσους’’ του, όταν έχει χορτάσει από αυτούς που του προσφέρει μια συντηρητική κοινωνία. Μοντερνισμός; Περιέργεια; Νοσηρότητα; Όλα μαζί… Που σ’ έναν χώρο με τις ιδιαιτερότητες του Θεάτρου μπορεί να ανθίσουν ακόμα και καταχείμωνο.
Οι νομικοί σκαρφίζονται σενάρια προκειμένου να λειτουργήσουν ως απορρυπαντικά και να καθαρίσουν τους πελάτες τους από τα βοθρολύματα που εκείνοι δημιούργησαν κι έπεσαν μέσα και κολυμπούν σ’ αυτά.
Δυστυχώς έτσι είναι δομημένη η κοινωνία μας, όπως και κάθε άλλη κοινωνία. Αν τα πρόσωπα που εμπλέκονται δεν ήταν λόγω επαγγέλματος και συνθηκών αυτά που είναι, αλλά ήταν απλοί «ανώνυμοι» πολίτες, κανείς δεν θα ασχολούνταν περισσότερο από μερικά λεπτά τής ώρας. Όμως δεν είναι απλοί «ανώνυμοι» πολίτες.
Συνηθίσαμε να τους χαρακτηρίζουμε διάσημους, προβεβλημένους, παραβλέποντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από κοινοί άνθρωποι, που δεν δικαιούνται παρά δυο μέτρα γης και κάποιες χιλιάδες σκουλήκια, που θα ροκανίσουν την νεκρή τους σάρκα.
Εκτός όμως από αυτό, που αποτελεί και την ουσία τής ζωής, υπάρχει για την συγκεκριμένη περίπτωση, μια ιδιομορφία σημαντικού βάρους. Είναι ο χώρος μέσα στον οποίο καλλιεργήθηκαν αυτά τα περιστατικά, ο ιερός, δηλαδή, χώρος τού Θεάτρου.
Την επιρροή τους σ’ αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύτηκαν τα πρόσωπα που δημιούργησαν τις σκανδαλώδεις ιστορίες, προχωρώντας σε εκβιασμούς και καταχρήσεις εμπιστοσύνης, ή και εξουσίας.
Θεωρητικά, για τον χώρο τους, ήταν ιερά πρόσωπα. Δεν μπορείς να υπηρετήσεις το Θέατρο αν δεν νιώθεις την ιεροσύνη του. Αυτό, τουλάχιστον, μας δίδαξαν οι μεγάλοι θεατράνθρωποι του τόπου μας, ο οποίοι αποτελούν ανεκτίμητη κληρονομιά, με ζωντανούς τους θησαυρούς τής μεγάλης αυτής Τέχνης, που ξεκινά από την κλασική αρχαιότητα.
Το χώρο αυτόν τον μόλυναν με τις συμπεριφορές τους τα πρόσωπα που πλέον αιχμαλωτίζουν το ενδιαφέρον τής κοινής γνώμης. Αυτό είναι ένα ακόμα έγκλημα που θα μείνει χωρίς τιμωρία. Η σπίλωση του Θεάτρου. Καταρρακώνει την ιερή αποστολή του Θεάτρου, που είναι να διδάσκει τις πανανθρώπινες αξίες. Ευτυχώς που τα πρόσωπα αυτά είναι η μειονότητα.
Στέκομαι μπροστά στα ράφια τής θεατρικής μου βιβλιοθήκης. Συλλογίζομαι πόση αγανάκτηση και ντροπή θα ένιωθαν σήμερα εκείνα τα μεγάλα αναστήματα που έχτισαν το ελληνικό θέατρο. Ο Μινωτής, ο Κουν, η Παξινού, η Κυβέλη…
Ανασύρω, τυχαία, ένα βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη· το «Από σκηνής και από πλατείας», του 1990. Τυχαία το ανοίγω σ’ ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα. Αναφέρεται στην γνωριμία τού Καμπανέλλη με τον Κάρολο Κουν, στη δεκαετία τού ’40. Περιγράφει έναν σεμνό άνθρωπο, ο οποίος έδινε στον νέο που ήθελε να ασχοληθεί με το Θέατρο, όλον τον χώρο να ξεδιπλώσει τα φτερά του…
Διαβάζω: «Και δεν θα ξεχάσω ακόμα ποτέ το ξάφνιασμά μου, όταν στις δοκιμές ο μεγάλος Κουν ρώταγε εμένα το μαθητή του, αν συμφωνώ με τη διδασκαλία του, μήπως κάτι το θέλω αλλιώς, αν είμαι ευχαριστημένος, αν βρίσκω ότι δεν κάνει λάθος!»
Ο μεγάλος Κουν ρωτούσε τον μαθητή του. Ιδού το μεγαλείο και η διαφορά. Δεν εκβίαζε για να δώσει κάποιον ρόλο.
Συλλογίζομαι, πως αν ο Καμπανέλλης έγραφε ένα σημείωμα για να σχολιάσει αυτά που ακούγονται πως συμβαίνουν σήμερα, μόνο έναν τίτλο θα έβαζε: «Όταν έκλαψε ο Κουν…» και αηδιασμένος θα κλεινόταν σε μια ερμητική σιωπή…
Λάρισα, 28/2/2021