Αθηνά Κακούρη: «Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Η Αθηνά Κακούρη έχει γεννηθεί το 1928, δηλαδή σήμερα «περπατά» στο 93ο έτος της. Είναι συγγραφέας δεκάδων βιβλίων. Το τελευταίο της, αν μη τι άλλο, διακρίνεται για την σοφία του και ένα πνεύμα γενναιοδωρίας, που το διατρέχει. Αυτό και μόνο το κάνει σημαντικό.
Χαρακτηριστικό του, το ότι η συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη ωσάν να είναι ζωντανός συνομιλητής της. Την φαντάζομαι να κάθονται απέναντι και να του μιλά ήρεμα και απλά, χωρίς έπαρση, με ιδιαίτερη συμπάθεια, επισημαίνοντάς του πράγματα που είτε του έχουν διαφύγει, είτε δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή του.
Ένα απόσπασμα, ως παράδειγμα:
«Η Ιστορία είναι σαν ένα πελώριο τοπίο. Μπορείς να το σχεδιάσεις με ακρίβεια και πληρότητα, σαν λεπτομερές τοπογραφικό, όπως κάνουν οι ιστορικοί. Μπορείς όμως και να δοκιμάσεις να το ζωγραφίσεις ελεύθερα, όπως θα έκανες για μια θέα που αγαπάς πολύ και θα ήθελες να μοιραστείς με άλλους το ενδιαφέρον και τη σημασία της.
»Εγώ λοιπόν δεν θα σου πως όλη την Ιστορία. Αυτό δεν θα μπορούσα να το κάμω, αλλά και δεν το θέλω. Εγώ θέλω να σου πω εκείνο το μέρος της Ιστορίας που σε αφορά…
[…]
»Αυτό, λοιπόν, που θέλω εγώ είναι να σε κάνω να δεις πώς λειτουργεί ο μεγάλος αυτός πίνακας, τι κάνει τα φωτάκια ν’ αναβοσβήνουν και τα ρολόγια να γυρίζουν, και κυρίως – κυριότατα – να καταλάβεις τι μετρά ο πίνακας. Γιατί τότε θα δεις πως η ιστορία μετρά τη ζωή μας, τη ζωή τη δική μου και τη δική σου και των δικών σου όχι σε κάποιον αόριστο, πεπερασμένο χρόνο αλλά σήμερα, εδώ που μιλάμε, τώρα…»
Τόσο απλά. Μια αφήγηση – συζήτηση, ελκυστική, ουσιαστική, που στοχεύει στο να αφήσει στον αναγνώστη όχι μόνο γνώσεις, αλλά ευκαιρίες για ν’ αναπτύξει και την δική του κρίση.
Και, η Αθηνά Κακούρη, όπως και η μεγάλη μας ιστορικός Μαρία Ευθυμίου (αναζήτησε τα βιβλία της από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ) στρέφεται πρώτα στη γλώσσα:
«Για δες λοιπόν τι έχεις ως κληρονομιά σου…
»Έχεις μια γλώσσα – και κοίτα καλά μην τη χάσεις – που μεταχειρίζονταν ήδη οι Μυκηναίοι, εδώ και τέσσερεις χιλιάδες χρόνια. Όταν οι Μυκηναίοι και ο πολιτισμός τους χάθηκαν, η γλώσσα έμεινε, και μ’ αυτήν την ίδια γλώσσα δημιουργήθηκε ο επόμενος πολιτισμός, ο αρχαίος ελληνικός με συνέχειά του τον ελληνιστικό, δηλαδή τις σοφές προσαρμογές που ακολούθησαν την εξάπλωση του Μεγαλέξανδρου μέχρι τα σύνορα των Ινδιών και την Αίγυπτο· μετά ο ανατολικός ρωμαϊκός (Βυζάντιο τον είπαν πολύ αργότερα), όπου με κυρίαρχη θρησκεία τον χριστιανισμό πολλοί διαφορετικοί λαοί προσμείχθηκαν γόνιμα».
Το πνεύμα της γενναιόδωρης κρίσης, αλλά και της βαθιάς ιστορικής κατανόησης, εκ μέρους τής Αθηνά Κακούρη, είναι εμφανές από τις πρώτες κι όλας αναφορές στα προεπαναστατικά χρόνια. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η άποψή της, για τον ρόλο τής Εκκλησίας στα προεπαναστατικά χρόνια, ζήτημα που τα τελευταία χρόνια γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης πολλών ιστορικών, που δήθεν παρουσιάζονται ως αιρετικοί, επιθυμώντας να εντυπωσιάσουν με εριστικές θέσεις, και, βεβαίως, κρίνοντες με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης των διακοσίων χρόνων.
Παραθέτω ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«…Τη ζωή του κανένας Ρωμηός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν την είχε σίγουρη.
……………………………
»Σίγουρη εν τούτοις είχε την πίστη του.
»Κι αυτό γιατί οι Οθωμανοί, προκειμένου να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά τη διοίκηση του βυζαντινού κόσμου που σιγά σιγά κατακτούσαν, δεν παραχώρησαν μόνον θρησκευτική ελευθερία σε όσους πίστευαν στη Βίβλο – δηλαδή τους Εβραίους, τους Αρμένιους και τους Ελληνορθόδοξους – αλλά τους έδωσαν και το δικαίωμα να ορίζουν τους θρησκευτικούς τους ηγέτες. Ο καθένας απ’ αυτούς τους θρησκευτικούς ηγέτης ήταν υπόλογος απέναντι στον Κυρίαρχο για τη συμπεριφορά του ποιμνίου του και για την καταβολή των φόρων. Όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, ο αντίστοιχος ηγέτης – στη δική μας περίπτωση ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως – πλήρωνε ακόμα και με τη ζωή του.
»Αυτή ήταν μια συμφωνία που κλείστηκε αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Η πρωτοβουλία ήταν του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού όταν όρισε πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο.
»Βεβαίως έτσι ο Πατριάρχης, και ολόκληρος ο κλήρος, έγιναν κατά κάποιον τρόπο, όμηροι του Σουλτάνου. Εξασφάλισαν όμως το δικαίωμα των Χριστιανών να διατηρούν την πίστη τους, να έχουν και να λειτουργούν τις εκκλησίες τους…
[…]
»Το αποτέλεσμα ήταν πως οι παλαιοί εκείνοι Βυζαντινοί έμειναν οργανωμένοι γύρω από την εκκλησία τους. Κι έτσι δεν έχασαν ανά τους αιώνες τις αναμνήσεις τους – δηλαδή τη συνείδηση ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού…
[…]
Αναφερόμενη, δε, στον Πατριάρχη, που τόσες κατηγορίες έχει φορτωθεί από πολλούς ιστορικούς, για δήθεν συνεργασία με τον Σουλτάνο, εξ αιτίας τού αφορισμού τών αγωνιστών και τις παραινέσεις του να μείνουν υπάκουοι στις εντολές τής Πύλης, διατυπώνει την απόλυτα σωστή θέση της:
«…ο Οικουμενικός Πατριάρχης καθήκον είχε να φροντίζει τα συμφέροντα ολόκληρου του ποιμνίου του και μάλιστα με προοπτική αιώνων. Γι’ αυτό οι ελιγμοί του και οι αποφάσεις του δεν μπορούν να κριθούν παρά μόνον αν νοερά καθίσει κανείς στον θρόνο του, και απλώσει το βλέμμα του από την Τραπεζούντα στο Βιδίνι, κι από την Κορυτσά στην Καισάρεια, λαβαίνοντας υπ’ όψιν του και τους Επτανήσιους – Ελληνορθόδοξους που ζούσαν υπό Βενετική Προστασία -, τους ξενιτεμένους σ’ όλη την Ευρώπη ορθοδόξους, τις κοινότητες Ελλήνων στη νότιο Ρωσία, κοντολογίς όλα τα εκατομμύρια που τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης αναγνώριζαν ως ηγέτη τους, πνευματικό και όχι μόνον.
»Απ’ αυτόν περίμεναν σωφροσύνη, προβλεπτικότητα, διπλωματία – κοντολογίς να περισώσει ό,τι μπορούσε από το Βυζάντιο, τη χριστιανική Ανατολή. Γι’ αυτό ακριβώς συμβολικά είχε φορέσει ο Πατριάρχης, μαζί με τα άλλα του άμφια, και το αυτοκρατορικό επίσημο ένδυμα, τον Σάκκο, και είχε βάλει στο κεφάλι του το Στέμμα, δηλαδή τη Μίτρα. Έπρεπε τα εμβλήματα αυτά να τα διατηρήσει ζωντανά ώστε να τα ξαναδώσει κάποτε στον δικαιούχο που αναγνώριζε, δηλαδή στον Ελληνορθόδοξο Αυτοκράτορα…»
Η Αθηνά Κακούρη, με σοφία, καθώς εξετάζει τις συνθήκες τής εποχής, κάνει ένα βήμα σε μια παράλληλη πορεία και στέκεται στην συγκλονιστική μορφή τού Καποδίστρια.
Αφιερώνει αρκετές σελίδες στην δράση του, προεπαναστατικά, έτσι ώστε ακόμα και αν κάποιος δεν έχει ακούσει καν το όνομα του πρώτου Κυβερνήτη, να σχηματίσει μια πραγματικά πλήρη εικόνα για την προσωπικότητά του, καθώς και για την σπουδαία προσφορά στην υπόθεση της επανάστασης.
«Εκείνο που δεν σταματούσε να κάνει ήταν να μιλά παντού για τα βάσανα της της πατρίδας του, να συγκεντρώνει χρήματα , να μελετά να νέα συστήματα για την εκπαίδευση, που πίστευε ότι χρειάζονταν οι Έλληνες και να προετοιμάζεται για να καλύψει κάποτε τις ανάγκες διοίκησης ενός κράτους. Άνθρωποι σπουδαίοι που τον αγάπησαν σαν τον Έλληνα επιχειρηματία Δομπόλη και τον Ελβετό μεγαλοτραπεζίτη Εϋνάρδο – αγάπησαν μέσα απ’ αυτόν και το όραμά του, και μάλιστα τόσο θερμά, ώστε εξακολούθησαν να την πονούν και να την προικίζουν εκείνη την Ελλάδα που είχε ονειρευτεί να πλάσει, ακόμα και αφού είχα δει τον ακριβό τους φίλο να δολοφονείται από χέρι ελληνικό».
Έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορική κρίση ένας προβληματισμός τής Κακούρη και για την άρνηση του Καποδίστρια να μπει επικεφαλής τής Φιλικής Εταιρείας, ζήτημα που επίσης έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς. Η Κακούρη, χωρίς να είναι ιστορικός, με την σοφία τής ηλικίας της, δίνει την δική της άποψη, που θεωρώ πως προσεγγίζει με θάρρος την αλήθεια:
«Ο Καποδίστριας δεν είχε δεχτεί να μπει ο ίδιος επί κεφαλής της Φιλικής Εταιρείας. Μήπως όμως είχε εγκρίνει την άλλη επιλογή των Φιλικών, δηλαδή τον Αλέξανδρο Υψηλάντη; Και λέμε μήπως, γιατί πολλά έγιναν τότε (‘όπως γίνονται και σήμερα ακόμα και θα γίνονται στο μέλλον) κρυφά, πολλά δεν καταγράφηκαν επισήμως και ο καθένας που τα ανέφερε αργότερα είτε τα είπε όπως ήθελε ο ίδιος, είτε λογόκρινε το τι έλεγε, καθώς οι καιροί είχαν αλλάξει.
»Μήπως, λοιπόν.
»Κι εδώ θα ήθελα να πω ότι η μαγεία της ιστορίας είναι αυτά τα μήπως, δηλαδή αυτά που μένουν μετέωρα, που δεν πέτρωσαν μέσα στον παρελθόντα χρόνο αλλά πάλλονται αμφίσημα και σε προκαλούν να ερευνήσεις, να σκεφτείς, α αποπειραθείς να βρεις τις απαντήσεις. Τι ακριβώς διαμείφθηκε ανάμεσα στον Καποδίστρια και στον Υψηλάντη; Ποιος από τους δυο λέει την αλήθεια στα γραπτά του; Μήπως ο Καποδίστριας προστατεύει τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ με αυτά που γράφει στα 1826 προς τον διάδοχό του τσάρο Νικόλαο; Μήπως ο Υψηλάντης παρανόησε; Τι διάβαζε μέσα από τις φράσεις του ενός , αλλά και του άλλου ο τσάρος Νικόλαος Α΄, προς τον οποίο απευθύνονταν πλέον τόσο ο Υψηλάντης λίγο πριν πεθάνει, όσο και ο Καποδίστριας όταν ετοιμαζόταν να έρθει στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης;»
Η γενναιοδωρία τής Κακούρη μάς αποκαλύπτεται παντού όπου συναντάμε αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως αυτό του Σουλίου, ενός τόπου που πέρασε μέσα από την φωτιά και έγινε σύμβολο αυτοθυσίας και όχι μόνο. Στέκομαι σ’ ένα μικρό απόσπασμα:
«…η ιστορία των σχέσεων των Σουλιωτών με τον Αλή πασά – και γενικότερα των Ελλήνων με τον Αλή πασά – είναι γεμάτη διακυμάνσεις, γιατί ο πασάς ήταν μεγάλος μάστορας της δολιότητας και των μεταστροφών, και οι Σουλιώτες πάλι είχαν συνηθίσει να κάνουν βραχυπρόθεσμες επιλογές, προκειμένου να επιζούν. Όλα αυτά πρέπει να τα εξετάζει κανείς στις λεπτομέρειές τους και ούτε στιγμή να μην ξεχνά την κατάσταση της ανομίας και της αγριότατης αυθαιρεσίας μέσα στην οποία αναγκάζονταν να ζουν οι πρόγονοί μας (σ’ έναν τόπο που φύτρωναν μόνο πέτρες – συμπληρώνω εγώ). Ο σκοπός δεν είναι να κρίνουμε και μάλιστα με σημερινά κριτήρια (όπου ένας σχετικά άνετος ασφαλτοστρωμένος δρόμος μάς μεταφέρει ατσαλάκωτους στο Σούλι – κι αυτό, δική μας παρέμβαση). Σκοπός είναι να καταλάβουμε και τις συνθήκες τής εποχής και τους ανθρώπους…»
Προχωρώντας στις κρίσεις της για την συμπεριφορά τών αγωνιστών, θα καταθέσει, με σοφία, μια ατράνταχτη αλήθεια, την οποία επίσης παραβλέπουν πολλοί ιστορικοί, επικαλούμενοι την επιστημονική τους κατάρτιση:
«Με το ξέσπασμα της επανάστασης, ο κάθε οπλαρχηγός κι ο κάθε κυβερνήτης πλοίου κινήθηκε σύμφωνα με τα όσα του υπαγόρευε το θάρρος του, η πείρα του και η εξυπνάδα του.
»Η μεγάλη σύγχυση που επικράτησε πολλές φορές, ακόμα κι οι συγκρούσεις, ήταν πράγματα φυσικά και αναμενόμενα. Δεν υπήρχε τότε κράτος στο οποίο να έχει συνηθίσει ο καθένας να υπακούει, από το οποίο να περιμένει να εξασφαλίσει τη ζωή και τη συντήρηση της οικογένειας που άφηνε πίσω, κράτος το οποίο να εμπιστεύεται πως θα κάνει τους κατάλληλους χειρισμούς, στρατιωτικούς και διπλωματικούς. Επί αιώνες είχαν μάθει ότι ο καθένας ήταν για τον εαυτό του – για τη φαμίλια του και για τους στενούς δικούς του ανθρώπους ήταν ο ίδιος υπουργός στρατιωτικών, πληροφοριών, προνοίας, οικονομικών, εξωτερικών κι επιφύλασσε στον εαυτό του το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να αποφασίζει πότε να επιτίθεται και πότε να συμβιβάζεται.
»Η τυραννία που περιγράφει ο Κολοκοτρώνης, όπως αναφέρουμε παραπάνω, εκεί που λέει το πόσο δύσκολο ήταν να διοικήσει κανείς έναν ελληνικό στρατό, η τυραννία λοιπόν ήταν το φυσικό επακόλουθο των συνθηκών μέσα στις οποίες είχε ζήσει αιώνες αυτός ο ελληνικός κόσμος».
Μια ακόμα τρανταχτή απάντηση δίνει η Αθηνά Κακούρη σε όσους εξαπολύουν επιθέσεις κατά του Πατριαρχείου, πως δήθεν συνεργάστηκε με τον Σουλτάνο και κράτησε ανθελληνική στάση. Η συγγραφέας εισχωρεί κάτω από τις επιφάνειες και ξεσκεπάζει τους φριχτούς εντυπωσιασμούς τών δήθεν αναθεωρητών τής Ιστορίας. Με το ξέσπασμα της επανάστασης ο Σουλτάνος εξαγριώθηκε τόσο, ώστε να απειλεί τον πλήρη αφανισμό τών αμάχων. Ο Πατριάρχης, όμως, «πρόφτασε να τρέξει και να διαβεβαιώσει τον Χατζή Χαλήλ εφέντη ότι το Γένος ήταν αθώο της επαναστάσεως. Με τα πολλά, και αφού μεταξύ άλλων αφόρισε και τον Υψηλάντη, κατόρθωσε ο Πατριάρχης να γλυτώσει το ποίμνιό του, τρία και πλέον εκατομμύρια, από το τουρκικό μαχαίρι.
»Ο αφορισμός του Πατριάρχη ήταν μια πράξη πολιτική, όπως είδαμε παραπάνω, αποτέλεσμα της φοβερής ανάγκης, πράγμα που μπορούσαν να κατανοήσουν οι Έλληνες – γι’ αυτό κι έκανε ελάχιστη εντύπωση ακόμα και στον ίδιο τον Υψηλάντη, ο οποίος έγραφε στον ίδιο τον Κολοκοτρώνη: ‘‘Ο μεν Πατριάρχης… βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθείτε με την Πόρτα· σεις όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα. Καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου».
Αυτή είναι η αλήθεια. Και επί πλέον. Όταν ο κίνδυνος για τον Πατριάρχη ήταν περισσότερο από ορατός, εκείνος αρνείται να φύγει για να σωθεί. Είναι ο Γρηγόριος Ε΄ αυτός που απαντά (και στους επιτιθέμενους σήμερα για δήθεν φιλοτουρκική στάση):
«Άγιε Δέρκων, γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου, του καλέσαντος ημάς εις την δεινοτάτην ταύτην δοκιμασίαν, ην οφείλομεν και με το ίδιον ημών αίμα να ελαφρύνωμεν. Τούτον συμφέρει εις το Έθνος… και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν· ο θάνατος ημών θα δώσει δικαίωμαεις την Χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του τυράννου…»
Μπαίνοντας στο πολυσυζητημένο κεφάλαιο των σφαγών τής Τριπολιτσάς, η Κακούρη, δίνει την δική της αποστομωτική απάντηση σε όσους εμφανίζονται ως ετεροχρονισμένοι ‘‘ανθρωπιστές’’ και χύνουν δάκρυα για την τύχη τού μουσουλμανικού πληθυσμού:
«Οι Έλληνες όταν κατέλαβαν την Τριπολιτσά, έσφαξαν και πολλούς αμάχους. Ακριβώς όπως στα 1453 οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν την Πόλη, έσφαζαν επί τρεις μέρες αμάχους (αλλά εξακολουθούσαν να σφάζουν και για τα επόμενα 400 χρόνια – συμπληρώνω). Και επίσης , πριν από λίγους μόνο μήνες, έσφαζαν Έλληνες αμάχους από την Πόλη μέχρι την Κύπρο.
»Εκτός Ελλάδος οι σφαγές προκάλεσαν μια εντύπωση άσχημη, αλλά παροδική – δεν απείχαν δα και πολύ οι πολλαπλασίου μεγέθους αγριότητες της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεοντείων πολέμων.
»Έκτοτε όμως, μια στα τόσα, κάποιος – ξένος ή Ρωμηός – ανακαλύπτει εξ αρχής τη βαρβαρότητα των Ελλήνων στην Τρίπολη και την καταγγέλλει ως πράγμα ανήκουστο.
»Ο φαρισαϊσμός χορεύει ωραία με ταίρι του την άγνοια…»
Η Κακούρη δεν διστάζει στο ελάχιστο να μπει στις μαύρες σελίδες τού 1821 και να χρησιμοποιήσει χωρίς δισταγμό τον αδέκαστο λύχνο της ιστορίας, για την κατανόηση των γεγονότων:
«Δραγατσάνι, Γραβιά, Βαλτέτσι, Αλαμάνα, Βασιλικά, Ερεσσός, Τρίπολη, νάουσα, Χίος, Δερβενάκια, Μεσολόγγι.
»Πενήντα και πλέον χιλιάδες ο τουρκικός στρατός, τα πλούτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το μεγάλο της ναυτικό, το ελεύθερο να σφάζουν κατά δεκάδες χιλιάδες αμάχους και να τους εξανδραποδίζουν – αυτά από τη μία.
»Και από την άλλη 500 παλληκάρια εδώ, 300 εκεί, αριθμοί μικρότατοι· και ως μέσα, μοναχά οι μικρές ή έστω κάπως μεγαλύτερες, αλλά πάντως πενιχρές εμπρός στα Ταμεία τού Σουλτάνου, ατομικές περιουσίες των Ρωμηών και οι δωρεές των Φιλελλήνων.
»Είναι σπάνιες τέτοιες ώρες – σπανιότατες στην παγκόσμια Ιστορία – και σε θαμπώνουν με τη λάμψη τους.
»Τα χρόνια που ακολούθησαν έχουν λίγες ανάλογες δόξες και πλήθος πράξεις θλιβερές, ταπεινές, αξιοκατάκριτες, έχουν ανοησίες καταστροφικές και εξοργιστικά πάθη. Αυτά όμως είναι πράγματα κοινά, τα βρίσκεις σε όλους τους αιώνες και όλους τους πολιτισμούς. Γι’ αυτό θα τα πω συνοπτικά, και τούτο όχι γιατί προκρίνω να τα κρύψω αλλά επειδή δεν το αξίζουν.
»Πες πως μπαίνεις σ’ ένα πλούσιο Μουσείο. Πού θα σταθείς περισσότερο; Φυσικά στα δυο τρία απόλυτα αριστουργήματα που θα δεις εκεί μέσα. Και τι θα γυρέψεις να πάρεις καλά δεμένο στον νου σου φεύγοντας; Τα πολυάριθμα σημαντικά μεν αλλά δευτερότερα εκθέματα , αντικείμενα που παρόμοιά τους βρίσκεις και σε πλήθος άλλα Μουσεία; Όχι βέβαια. Αυτά μπορείς να τα δεις σαν ένα σύνολο και να τα μισοξεχάσεις, ενώ τα άλλα, τα δυο τρία απόλυτα αριστουργήματα, αυτά θα θέλεις να σε συνοδεύουν σ’ όλη τη ζωή σου, πηγή θαυμασμού , απόλαυσης και παρηγοριάς.
»Και γι’ αυτό γυρίζει και ξαναγυρίζει ο νους μας στο Δραγατσάνι, την Αλαμάνα, τη Γραβιά, το Βαλτέτσι, τα Βασιλικά, την Ερεσσό, την Τρίπολη, τη Νάουσα, τη Χίο και τον Τσεσμέ,τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι…»
Αν κάποιοι έχουν δικαίωμα ν’ ασκήσουν κριτική, είναι (ήταν) οι αναμάρτητοι σύγχρονοί τους και όχι όλοι, όχι όσοι δεν έπιασαν ντουφέκι και δεν συνομίλησαν με τον Χάρο, έχοντας απέναντί τους τον Τούρκο. Βέβαια και η κρίση εκείνων (των αγωνιστών) δεν μπορεί να θεωρηθεί πάντα αδέκαστη, γιατί και σ’ αυτούς υπάρχουν στοιχεία μεροληψίας, ανταγωνισμού, εγωπάθειας. Σε τόσο ταραγμένη εποχή, όλα είναι υπό αίρεση, πλην ενός: Του αίματος που χύθηκε μέχρι να φτάσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής να αποφασίσουν για την ανεξαρτησία τής χώρας.
Το μεγαλύτερο μέρος τού βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Καποδίστρια, δηλαδή στην «αρχή» που έγινε. Με ιδιαίτερη σύνεση η Κακούρη εξετάζει όλα τα επίπεδα στα οποία δραστηριοποιήθηκε ο Καποδίστριας προκειμένου να μετατρέψει το τίποτα σε Κράτος. Αλλά…
Σ’ αυτό το «αλλά» στέκεται με ιδιαίτερη φρόνηση και μετριοπάθεια η συγγραφέας, συνοψίζοντας σε λίγες φράσεις αυτά που εμπόδισαν να ολοκληρωθεί η «αρχή»:
«Δεν ήταν τίποτα σπουδαία ιδανικά που στάθηκαν αμετακίνητα εμπόδια στις σημαντικότατες προσπάθειες του Καποδίστρια, αλλά η ωμή ιδιοτέλεια.
»Στη μία βλέπουμε έναν εμπορικό κόσμο που αντιδρά στο εσωτερικό διαφορετικά απ’ ό,τι στο εξωτερικό. Οι Έλληνες έμποροι του εξωτερικού προσφέρουν διαρκώς και απλόχερα. Οι Έλληνες έμποροι του εσωτερικού, σε σύντομο χρονικό διάστημα, προσκολλώνται στην πολιτική μερίδα που τους υπόσχεται ασυδοσία και παραβλέπουν το εθνικό συμφέρον.
Στην άλλη, με το κτηματολόγιο εκδηλώνονται οι δυσαρμονίες με τους Αγωνιστές και τους Προύχοντες. Το κράτος, ανύπαρκτο ακόμη, δεν είχε μέσα, ούτε οικονομικά, ούτε άλλα, για να ικανοποιήσει τους Αγωνιστές για τις θυσίες τους. Οι περισσότεροι έμειναν με την πικρία ότι ο Κυβερνήτης στάθηκε αγνώμων. Η διάχυτη δυσαρέσκειά τους, δικαιολογημένη εν μέρει, έγινε αίτιο αυθαιρεσιών και προστριβών…»
Το μεγαλύτερο από τα εμπόδια που αντιμετώπισε ο Καποδίστριας ήταν η αλλαγή της νοοτροπίας, που καθόριζε την μέχρι τότε ζωή τών υπόδουλων, που αίφνης βρέθηκαν ελεύθεροι:
«Πώς να επιτευχθεί όμως μια αλλαγή νοοτροπίας, όταν πατρίδα δεν υπήρχε παρά μόνο ως όνειρο, και στη θέση του Αρχηγού, του φυσικού προσώπου που μπορείς να το πιάσεις, να το δεις, να το ακούσεις να σου μιλά και να σε οδηγεί, βάζεις ιδέες αφηρημένες – το κράτος, η κυβέρνηση, η ισότητα – ιδέες πολύπλοκες, γεννημένες αλλού στη διάρκεια αιώνων, με τελείως άλλες συνθήκες…»
Αυτές οι νοοτροπίες στάθηκαν το μέγα εμπόδιο στις προσπάθειες του Καποδίστρια να οικοδομήσει κράτος δικαίου, που να επιδιώκει την ευημερία για όλους.
Η Μάνη με τους Μαυρομιχαλαίους και η Ύδρα με τους Κουντουριώτηδες, τον Μαυροκορδάτο και τον Μιαούλη, στάθηκαν με μίσος απέναντι στον Κυβερνήτη, με καθαρή την επιδίωξη ό,τι άρχισε το 1821 να μην ολοκληρωθεί.
Σε τελική ανάλυση ο Καποδίστριας «…ήταν μόνος. Τη μοναξιά του την αποδίδει αξέχαστα μια περιγραφή του Εντγκάρ Κινέ, του μετέπειτα διάσημου ιστορικού, ποιητή και φιλοσόφου, που ως νεαρός αρχαιολόγος βρέθηκε στην Ελλάδα στα 1829. Στις 31 Μαρτίου συνάντησε τον Κυβερνήτη, που τον συνόδευαν ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς, οι γραμματικοί του και μερικοί στρατιώτες. Ο Κινέ του συστήθηκε και του ομολόγησε ότι είχε έρθει προκατειλημμένος εναντίον του και πόσο πολύ είχε αλλάξει γνώμη…»
Η περιγραφή τού Κινέ, που ακολουθεί, είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεικτική τού χαρακτήρα τού Κυβερνήτη:
«Πήγαινε με τα πόδια, όπως και όλη του η συνοδεία. Οι σημαίες των λογχοφόρων προπορεύονταν μερικά βήματα. Περπατούσε ανάμεσα στους καπεταναίους που φορούσαν κάτασπρη λινή στολή. Ξοπίσω έρχονταν τα άλογά τους. Έμεινα για πολλήν ώρα στην ίδια θέση, με τα μάτια καρφωμένα πάνω σ’ αυτό το καραβάνι, καθώς κατέβαινε από κάτω μας, κάνοντας όλο στροφές ως το βάθος της κοιλάδας. Μ’ αυτήν τη θανατερή ζέστη, έβλεπα να περπατάει πάντα επί κεφαλής, με βήμα σταθερό, αυτός ο ίδιος άντρας με την μπλε ρενδιγκότα, καταβεβλημένος ήδη από τα χρόνια, ενώ η ζωή του δεν τον είχε προετοιμάσει για τέτοιες ταλαιπωρίες, Όταν σκέφτηκα ότι μόνον η δύναμη της ψυχής του τον συγκρατούσε σ’ αυτό το καθήκον, η σκηνή με συγκίνησε ακόμα πιο πολύ. Όλοι εκείνοι που τον περιστοίχιζαν έμοιαζαν σαν να είχαν μαζευτεί τριγύρω του για να υπερασπίσουν την ιδέα που αυτός αντιπροσώπευε. Γιατί ήταν μόνος δίχως όπλα. Αναλογίστηκα πως δεν ήταν χωρίς την επέμβαση της Θείας Πρόνοιας που αυτή η αχαλίνωτη επανάσταση κι εκείνες οι αμέτρητες μέρες σφαγής είχαν επιτέλους βρει για να τις σταματήσει και για να τις ενώσει με την κοινωνία της Ευρώπης, τον άνθρωπο τον πιο ήρεμο, τον περισσότερο ήσυχο, τον λιγότερο πολεμικό, τον πιο νηφάλιο, το πνεύμα το περισσότερο ανοιχτό στις μέρες μας…»
Δεν ωφελεί να συνεχίσω την παρουσίαση. Άλλωστε ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως αν αυτό που ξεκίνησε το 1821 δεν ολοκληρώθηκε, ήταν γιατί ήρθε η δολοφονία τού Κυβερνήτη. Άραγε, αν δεν είχε συμβεί, ποια θα ήταν η εικόνα τής χώρας σήμερα; Η Κακούρη απαντά με το θάρρος τής σοφίας της και προσκαλεί κάθε Έλληνα να σκύψει με σεβασμό πάνω στο βιβλίο της…
Λάρισα, 30/3/2021