Τον συγγραφέα τον γνώρισα μέσα από το ιδιαίτερα σημαντικό του βιβλίο «Ελλάδα 1453 – 1821», που συνοψίζει πολλά επί μέρους μελετήματα για τους αιώνες τής Οθωμανικής κατοχής. Πρόκειται για έναν μελετητή τής ιστορίας τής χώρας μας, που διαθέτει το χάρισμα της ομαλής αφήγησης. Με το νέο του βιβλίο, ο David Brower, προχωρά στα κρίσιμα χρόνια τής εθνικής παλιγγενεσίας. Με βήματα ιδιαίτερα προσεκτικά και με συνετή κριτική διάθεση…
David Brower: Η φλόγα της ελευθερίας 1821 – 1833
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Είναι Βρετανός. Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία και ιστορία στην Οξφόρδη, και έχει αφιερωθεί στην μελέτη τής ελληνικής ιστορίας.
Ένα μελέτημα αφιερωμένο κι αυτό στα 200 χρόνια από την έναρξη της Επαναστάσεως και την κήρυξη του Αγώνα για την ανεξαρτησία.
Αρχή τής αφήγησής του, η σύνδεση της Επανάστασης με την Εκκλησία, με τον David Brower να τονίζει:
«Η εκκλησία υπήρξε πράγματι ο βασικός συντελεστής της διατήρησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας σ’ όλη τη διάρκεια των σχεδόν 400 χρόνων της Τουρκοκρατίας».
Στη συνέχεια εστιάζει στην σχέση Πατριάρχη – Σουλτάνου, εκφράζοντας άμεσα την κατανόησή του για την πολιτική υποταγής, που ακολουθούσαν οι Πατριάρχες, οι οποίοι προΐσταντο μιας χριστιανικής κοινότητα, με την απειλή, όμως, παρούσα σε κάθε και για κάθε ενέργειά τους, που θα μπορούσε να εκληφθεί, έστω στο ελάχιστο, επαναστατική:
«Στο τέλος του 18ου αιώνα ο πατριάρχης βρισκόταν πια μπροστά σ’ ένα ολοένα και πιο πιεστικό δίλημμα. Αφενός η εκκλησία ήταν για τον ελληνικό λαό ο θεματοφύλακας της σύνδεσής του με το παρελθόν και πολλοί τη θεωρούσαν εγγυητή της μελλοντικής τους απελευθέρωσης. Αφετέρου, με την ανάληψη του αξιώματός του, ο πατριάρχης είχε ορκιστεί αφοσίωση στον σουλτάνο, αποδεχόμενος τη συμφωνία που είχε υπογράψει ο Γεννάδιος στην αρχή της Τουρκοκρατίας…»
Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εισαγωγικά, δεδομένου ότι εκφράζουν την πρόθεση του συγγραφέα να περιγράψει με αδρές γραμμές την κατάσταση δουλείας τών Ελλήνων, τα δεινά τών σκλαβωμένων και την απελπιστική απόγνωση που βίωναν επί 400 χρόνια.
Σε λίγες σελίδες επιχειρεί να περιγράψει εκατοντάδες χρόνια εθνικής ταπείνωσης, ενός έθνους βυθισμένου σε μια τρομακτική υποδούλωση. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση ότι απέναντι στο απόλυτο σκότος είχε αρχίσει να διαφαίνεται η ελπίδα που γεννούσαν φωνές τών Ελλήνων τής διασποράς για τον ρόλο τής παιδείας στην αναγέννηση του έθνους, μεταξύ των οποίων και αυτή του Καποδίστρια:
«…οι Έλληνες οφείλουν να ασχολούνται αποκλειστικά με την ηθική και φιλοσοφική διαπαιδαγώγηση της Ελλάδας· κάθε άλλο αντικείμενο είναι μάταιο, κάθε άλλη εργασία είναι επικίνδυνη!»
Βέβαια, ο Καποδίστριας, ζούσε στην Ελβετία και μπορούσε να επιλέξει το τι θα έτρωγε τα μεσημέρια του και όχι σε κάποια καλύβα τού Ολύμπου, με την πείνα να τον θερίζει, τον Τούρκο να του βιάζει τη γυναίκα και την κόρη (και τον γιο, ενδεχομένως) και άλλα πολλά, απερίγραπτα.
Η ιστορία είναι δύσκολα άθλημα, ιδιαίτερα αν πρέπει οι αναφορές να είναι σύντομες και περιεκτικές. Έτσι όταν ο David Brower φτάνει στους προάγγελους της επαναστατικής ιδέας, Ρήγα Φεραίο και Αδαμάντιο Κοραή, θα συνοψίσει:
«Η αξία της συνεισφοράς του Ρήγα στον ελληνικό αγώνα ήταν ότι πήρε τις αρχές που βρίσκονταν στα θεμέλια της αμερικανικής και γαλλικής επαναστατικής διακήρυξης και τις προσάρμοσε στην κατάσταση της Ελλάδας…»
Και για τον Κοραή, σημειώνει, πως αυτές οι δυο επαναστάσεις αποτελούσαν οδηγό και φάρο ελευθερίας. Βέβαια, στην προσωπικότητα του Κοραή, αναγνωρίζει την μεγάλη έμφαση που έδινε εκείνος ο τεράστιος Έλληνας στην παιδεία.
Δυστυχώς, και ο David Brower πέφτει στο λάθος να κρίνει κάποιες από τις απόψεις τού Κοραή με την ασφαλή (και αφελή) απόσταση των 220 ετών, και την αποκτηθείσα, εν τω μεταξύ, ιστορική γνώση, χωρίς να επιχειρεί να μπει στις συνθήκες τής εποχής και στην ιδιοσυγκρασία τού ανθρώπου (κάτι που φωτίζεται επαρκώς από τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο στο βιβλίο του «Κατακτώντας την ανεξαρτησία» – επίσης από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ).
Παρά ταύτα είναι ιδιαίτερα εύστοχος σε πολλές από τις αναφορές του, όπως, για παράδειγμα, την Φιλική Εταιρεία, τους πρωτεργάτες της, τους μυστικούς κώδικες, αλλά και τις εκτελέσεις τών θεωρούμενων ως μη έμπιστων.
Στο κεφάλαιο που αφιερώνει για τον Αλή Πασά ξεκινά με την αναφορά τού λόρδου Μπάιρον στον πασά τών Ιωαννίνων, στην οποία υπάρχει ο χαρακτηρισμός τού Αλή ως μωαμεθανού Βοναπάρτη. Διατρέχοντας εν συντομία την ιστορία τού Αλή Πασά, ο David Brower, θα αναρωτηθεί:
«Ήταν, λοιπόν, ο Αλή-πασάς άξιος να συγκρίνεται με τον Ναπολέοντα;», για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως: «…ο Αλής, ακόμα και στην περιορισμένη κλίμακά του, δεν ήταν Βοναπάρτης. Τα κίνητρά του στην καλύτερη περίπτωση ήταν η δική του ασφάλεια, στη χειρότερη η απληστία και η εκδίκηση. Χρησιμοποίησε τις γνώσεις του για τους λαούς και τις φατρίες που κυβερνούσε μόνο σε προσπάθειες χειραγώγησής τους για δικό του βραχυπρόθεσμο όφελος. Δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει υποστήριξη από καμιά εξωτερική δύναμη. Οι επιφανείς επισκέπτες του συνήθως τον έβλεπαν μάλλον ως γραφικό κάθαρμα παρά σαν μεγάλο άνδρα. Είχε δίκιο επομένως ο Βίκτορ Ουγκό όταν έλεγε ότι ο Αλής σε σχέση με τον Ναπολέοντα δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι ο γύπας σε σχέση με τον αετό».
Στη συνέχεια, ο David Brower, επιλέγει ν’ αναφερθεί στην εκκίνηση της Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, δίνοντας σε αδρές γραμμές τις δραματικές αποφάσεις και την τραγική κατάληξη του εγχειρήματος. Η κριτική ιστορική του ματιά εισέρχεται με ευαισθησία στις συνθήκες τής εποχή, αποδίδοντας αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως δικαιοσύνη.
Στηριγμένος στην μεγάλη και ήδη γνωστή βιβλιογραφία για την Επανάσταση και επιχειρώντας να εντοπίσει την αλήθεια, απομυθοποιώντας κάποια αμφιλεγόμενα σημεία, δίνει επαρκή εικόνα τών γεγονότων, αλλά και των χαρακτήρων τών προσώπων που έπαιξαν σημαντικούς ρόλους στην Εθνεγερσία.
Ακόμα, προχωρά και σε σημαντικές αντιπαραβολές κειμένων, ιδιαίτερα των ξένων, που αναφέρονται στην Επανάσταση, όπως του Φίνλεϊ, του Γκόρντον, του Πουκεβίλ, του Γκριν, του Χάου κ. ά. Πέρα, βέβαια, από τους ξένους, χρησιμοποιεί την βιβλιογραφία τών Ελλήνων ιστορικών, με κορμό τα απομνημονεύματα των αγωνιστών.
Ο David Brower, σε γενικές γραμμές, επιχειρεί κάτι ιδιαίτερα δύσκολο και ευαίσθητο: Να συνοψίσει σε 450 σελίδες, προθέσεις, γεγονότα και χαρακτήρες που έχουν παρουσιαστεί από προηγούμενους ιστορικούς σε χιλιάδες σελίδες. Στο εγχείρημα αυτό καταθέτει και τις δικές του απόψεις, αντιμετωπίζοντας τα γεγονότα από την απόσταση ασφαλείας τών διακοσίων ετών. Είναι ασφαλής ο δρόμος που ακολουθεί;
Η συνεισφορά τών σύγχρονων ιστορικών έγκειται στην ερμηνεία. Το κρίσιμο αυτό στοιχείο, το συναντάμε στις σελίδες του και είναι αυτό το οποίο ελέγχεται. Για παράδειγμα: Είναι εμφανής η απουσία διαχωρισμού Αλβανού και Αρβανίτη, θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο σε όσα αφορούν τους εν Ελλάδι Αρβανίτες. Παρά ταύτα, αρκετές από τις επισημάνσεις του, είναι χρήσιμες, ιδιαίτερα για τον αναγνώστη που δεν έχει μελετήσει επαρκώς εκείνη την τόσο σημαντική περίοδο.
Είναι ενδιαφέρουσα η τοποθέτησή του απέναντι στο κείμενο του Φίνλεϋ για το πρώτο Σύνταγμα:
«Για την απήχηση που είχε η νέα διοίκηση στις ξένες δυνάμεις ο Φίνλεϋ έγραψε καυστικά: ‘‘Πολλά εγίνοντο υπό των Ελλήνων εν Επιδαύρω προς εξαπάτησιν της Ευρώπης· ελάχιστα όμως προς οργάνωσιν της Ελλάδος’’. Αυτό ήταν άδικο. Εκείνο που ήθελε η Ελλάδα από την Ευρώπη ήταν αναγνώριση και χρήματα. Μετά την Επίδαυρο υπήρχε η δυνατότητα συγκέντρωσης χρημάτων με δάνεια από το εξωτερικό, αφού η Ελλάδα διέθετε τώρα μια κανονικά θεσμοθετημένη διοίκηση, στην οποία, λογικά, μπορούσαν να δοθούν δάνεια…»
Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς επιστήμονες αγνοούν ή παραβλέπουν πολλά, σημαντικότατα στοιχεία, προφανώς για να προβάλουν την δική τους μοντέρνα αντίληψη.
Έτσι αφήνουν μακριά καθοριστικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν μια ιστορική πραγματικότητα. Αναφέρονται στους Έλληνες της εποχής χωρίς να κάνουν αναφορά στο ότι εκείνοι οι άνθρωποι, για τουλάχιστον 400 χρόνια (εγώ θα έλεγα για τουλάχιστον 1.900 / από την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους) δεν είχαν για τους αφέντες τους (Ρωμαίους / Τούρκους) περισσότερη αξία από ένα σκύλο ή μια γάτα. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε ο κατακτητής (ή ο ντόπιος αφέντης), να τους στερήσει την ζωή ή την ζωή τής οικογένειάς τους, χωρίς να λογοδοτήσει κάπου. Χρησίμευαν στον κατακτητή (ή στον αφέντη) ως εργαλεία για την επιβίωση εκείνου. Γενιές ολόκληρες βίωναν αυτήν την πραγματικότητα σε σημείο που να μην γνωρίζουν αν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής.
Αποκρύπτουν ή παραλείπουν, ακόμα (οι μοντέρνοι ιστορικοί), ότι το συντριπτικό σύνολο εκείνων των Ελλήνων, αγνοούσαν ότι ήταν Έλληνες, πως πολλούς αιώνες πριν, στον τόπο που ζούσαν αυτοί, έζησαν άνθρωποι με ιδιαίτερα υψηλό πολιτισμό και ιδιαίτερα αναπτυγμένη σκέψη.
Ήξεραν πως ήταν Ρωμιοί, Γραικοί, ή ραγιάδες, ήξεραν πως ήταν Χριστιανοί, όχι όμως Έλληνες. Σ’ ένα πολύτιμο βιβλίο του, ο Ιωάννης Θ. Κακριδής, το «Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση – Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.) έχει συγκεντρώσει κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές λαϊκές παραδόσεις για το τι πίστευε ο απλός άνθρωπος για τους αρχαίους Έλληνες. Θα είναι επωφελές για όσους θέλουν να έχουν λόγο για το 1821, να του ρίξουν μια έστω βιαστική ματιά. Πολλά έχουν να μάθουν.
Άλλο σημαντικότατο στοιχείο ήταν το τι γνώριζε ο απλός χωρικός από πόλεμο και πολεμική τακτική. Τι γνώριζε από τον παράγοντα ψυχραιμία; Και, επιπλέον, τι όπλα είχε στη διάθεσή του, για ν’ αντιμετωπίσει έναν κανονικά οπλισμένο αντίπαλο; Ο Έλληνας σκλαβωμένος κάτοικος της υπαίθρου δεν είχε βασικά είδη διατροφής και ένδυσης, θα είχε σύγχρονο οπλισμό;
Άπειρες είναι οι καταγραφές που μιλούν πως οι περισσότεροι, κατά την έναρξη του αγώνα, ακολουθούσαν τους αρχηγούς τους (καπεταναίους) με αξίνες, γκλίτσες, ραβδιά και πέτρες. Υπάρχει δε εκείνη η σημαντική κατάθεση του Φωτάκου στα απομνημονεύματά του που μιλά για ένα τσοπανόπουλο, το οποίο, πριν την μάχη στα Δερβενάκια παρουσιάστηκε στον Κολοκοτρώνη, ζητώντας του όπλο για να πολεμήσει. Ο Κολοκοτρώνης τού απάντησε, δείχνοντάς του την γκλίτσα, πως έχει. Ας σκότωνε μ’ εκείνη έναν Τούρκο και ας έπαιρνε τ’ άρματά του. Μετά την μάχη, ο ίδιο τσοπανόπουλο, παρουσιάστηκε μπροστά στον Κολοκοτρώνη και του είπε πως έκανε ό,τι του είχε συμβουλέψει. Ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας μπροστά του έναν καλά αρματωμένο νέο, δεν τον γνώρισε. Τον ρώτησε, λοιπόν, ποιος ήταν. Και με καμάρι το τσοπανόπουλο, του απάντησε: «Αυτός καπετάνιε που σου ζήτησα άρματα. Σκότωσα Τούρκο και του τα πήρα!»
Όταν τον Μάρτιο του 1821 ξεκίνησε ο αγώνας, ελάχιστοι ήταν οι οπλισμένοι., ελάχιστοι ήταν οι χορτάτοι, ελάχιστοι ήταν οι ποδεμένοι, ελάχιστοι ήταν οι γραμματισμένοι. Στην συνέχεια, με τις αφίξεις τών όπλων που συγκέντρωναν στην Ευρώπη οι Φιλέλληνες, αρκετοί οπλίστηκαν. Με τους Τούρκους, όπου εκδιώχνονταν, να μην λεηλατούν το βιός τους, επίσης, αρκετοί έβαλαν φαγητό στο στόμα τους. Και ολοένα και περισσότεροι βίωναν αυτό που θα ονομάζαμε αφύπνιση της εθνικής συνείδησης.
Ο David Brower αναφερόμενος στις επαναστατικές πράξεις στη θάλασσα, προβαίνει σε κάποιες πολύ χρήσιμες συγκρίσεις τών ελληνικών πλοίων με τα πλοία τού τουρκικού στόλου. Πόση παραφροσύνη έπρεπε να διέθεταν εκείνοι οι Έλληνες νησιώτες για να τολμήσουν ν’ αντιπαρατεθούν απέναντι στα τουρκικά πολεμικά; Πώς να συγκρίνεις ένα σημερινό ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, με ένα κρουαζιερόπλοιο; Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην ξηρά.
Υπάρχουν πολλά, που αγνοούν ή ηθελημένα παραβλέπουν οι ιστορικοί. Αναφέρονται σε σφαγές (Τριπολιτσά) σε απάνθρωπες συμπεριφορές, σε λεηλασίες. Από ποιους έχουν απαίτηση να φέρονταν πολιτισμένα; Όσοι μπήκαν στην Τριπολιτσά, ήταν ό,τι είχε απομείνει από σφαγές, λεηλασίες, ταπεινώσεις 400 χρόνων. Πόσο πολιτισμένα μπορούσαν να φερθούν απέναντι σ’ εκείνους που επί τέσσερις αιώνες δεν τους λογάριαζαν ως ανθρώπους; Το ‘‘ένα τίποτα’’, με κόστος την ζωή του, σε κάποια στιγμή έγινε ‘‘κάτι’’. Πόσες απαιτήσεις μπορούμε να έχουμε απ’ αυτό το ‘‘’ένα τίποτα’’ να έχει κόσμια συμπεριφορά;
Χαρακτηρίζονται οι Έλληνες, από τους τότε περιηγητές που έγραψαν τα δικά τους βιώματα από την Επανάσταση, ως φιλοχρήματοι, πονηροί, αναξιόπιστοι. Τετρακόσια χρόνια , ατελείωτες γενιές ανθρώπων βίωναν την στέρηση ως το πλέον φυσιολογικό γεγονός, μετέρχονταν άπειρες πονηριές για να επιβιώσουν, πώς να γνωρίζουν την έννοια της αξιοπρεπείας; Όταν, από την ώρα που βλέπεις το φως τής ζωής, κοιμάσαι στο χώμα ή στα άχυρα, χωρίς να γνωρίζεις την ύπαρξη εσώρουχου ή βασικών κανόνων υγιεινής, βρίσκεσαι ξαφνικά σ’ ένα δωμάτιο, με χαλιά, κρεβάτια και άλλες πολλές ανέσεις, που δεν μπορούσες να ονειρευτείς ότι υπάρχουν, πώς θ’ αντιδράσεις;
Ο David Brower παραθέτοντας πολλά αποσπάσματα από τον αμερικανό φιλέλληνα γιατρό Χάου, ανατρέπει αυτούς τους χαρακτηρισμούς, επισημαίνοντας πως υπάρχουν και άλλες οπτικές από τις οποίες μπορεί να δει κανείς τους Έλληνες της εποχής.
Άφησα τελευταία την έννοια της ελευθερίας και του σεβασμού τών νόμων. Είναι γεγονός πως δεν του άρεσε του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ο Καποδίστριας και οι αποφάσεις του για φορολογήσεις, καθώς και άλλα. Ποιος ήταν ο ένας και ποιος ο άλλος, για το μυαλό του Πετρόμπεη; Ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα, όταν όλα είχαν σχεδόν τελειώσει, χωρίς να έχει καν ακούσει αντίλαλο μάχης. Καμιά προσωπική θυσία σε επίπεδο κινδύνου ζωής. Έντιμος, σοφός, οραματιστής. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να μετατρέψει τον ερημότοπο σε κράτος. Δεν ήξερε, όμως, άλλα πολλά.
Ο Πετρόμπεης για δεκαετίες (αυτός και οι πρόγονοί του) αντιμετώπιζαν τον Τούρκο, άλλοτε δουλικά, άλλοτε με παράλογο θάρρος. Στα χρόνια της Επανάστασης, η οικογένειά του είχε δώσει στον αγώνα 49 άντρες. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης είχε θάψει δυο γιους. Και πλέον, η ελεύθερη πατρίδα ζητούσε να τον φορολογήσει (δίκαια). Λίγο δύσκολο να το δεχτεί. Του άναψαν φωτιές και οι Γάλλοι, και το κακό έγινε. Είναι τόσο απλό όταν ο πόλεμος έχει ισοπεδώσει τα πάντα στις ψυχές τών ανθρώπων.
Ιδιαίτερη έκταση αφιερώνει ο David Brower, εισερχόμενος στις πολεμικές επιχειρήσεις, στην θλιβερή μάχη τού Πέτα και στην σφαγή τής Χίου, δίνοντας έμφαση στην μεν πρώτη, στην προδοσία τού Μπακόλα, στη δε δεύτερη, στην αγριότητα των Τούρκων.
Για τις επιπτώσεις τής σφαγής τής Χίου, γράφει ως κατακλείδα:
«Μέσα σ’ έναν χρόνο η βρετανική κυβέρνηση πρωτοστάτησε στην αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων, αντί επαναστατών, αποδεχόμενη τη νομιμότητα του αποκλεισμού της τουρκικής ακτής από τους Έλληνες. Έτσι η Βρετανία έκανε τα πρώτα βήματα της ανάμειξής της στην ελληνική επανάσταση, μια ανάμιξη που θα κορυφωνόταν στο Ναβαρίνο.
» Ένας δεύτερος εστεμμένος της Ευρώπης πρόσθεσε το κύρος του στη σοκαρισμένη αντίδραση στα γεγονότα τής Χίου. Στο Σαλόνι των Παρισίων του 1824, ο Ντελακρουά εξέθεσε τον πίνακα ‘‘Σκηνές από τη σφαγή της Χίου’’.
[…]
»Ο πίνακας ξεσήκωσε την κοινή γνώμη κατά τον ίδιο τρόπο με τις σημερινές τηλεοπτικές εικόνες από τις τραγωδίες σε μακρινά σημεία του πλανήτη. Όταν τελείωσε η έκθεση, ο πίνακας του Ντελακρουά αγοράστηκε για το Λούβρο από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΗ΄».
Διεξοδικά ασχολείται επίσης και με την μάχη στα Δερβενάκια και τον διχασμό μεταξύ τών Ελλήνων, που ακολούθησε, την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, όπως επίσης και με την έλευση του Μπάιρον.
Θα χαρακτήριζα απόλυτα έντιμες και κατατοπιστικές τις σκέψεις του πάνω στον διχασμό και τους εμφύλιους, που απείλησαν με καταβαράθρωση την Επανάσταση.
Στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινείται και η αναφορά του στο πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αλλά και του συντρόφου του Τρελόνυ, εισερχόμενος σε αρκετές λεπτομέρειες, που σταχυολογεί από την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Με ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρεται στην πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου, παραθέτοντας πολλά κείμενα που αφηγούνται τα διαδραματισθέντα, δίνοντας, ίσως, μεγαλύτερο βάρος στις εκπληκτικές διηγήσεις τού φιλέλληνα Αμερικανού γιατρού Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου, του οποίου παραθέτει και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα επιστολής, με την οποία είχε εκφράσει την οδύνη του για την πτώση τού Μεσολογγίου:
«Ο Χάου περιέγραψε τα αισθήματά του σε ένα γράμμα από το Ναύπλιο. ‘‘Σου γράφω με καρδιά που σχεδόν σπαράζει. Το Μεσολόγγι έπεσε!’’ και έβλεπε στην πτώση του την ‘‘ενοχοποιητική απόδειξη της εγωιστικής αδιαφορίας του χριστιανικού κόσμου’’. Κατέληγε με πάθος: ‘‘Μπορεί να μου μιλήσεις για εθνική πολιτική και την ανάγκη για ουδετερότητα, αλλά εγώ λέω, κατάρα σε μια τέτοια πολιτική!’’».
Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον αντίκτυπο που είχε η τραγική κατάληξη του Μεσολογγίου, τονίζοντας ξανά την συγκίνηση που προκάλεσαν τα έργα του Ντελακρουά, με θέμα πλέον το Μεσολόγγι:
«Από Έλληνες και φιλέλληνες στην Ελλάδα και από συγγραφείς και καλλιτέχνες σε όλη την Ευρώπη γινόταν έκκληση να εγκαταλείψουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις την ουδετερότητα και να παρέμβουν ενεργά για να βοηθήσουν τους Έλληνες, μια έκκληση που τελικά εισακούστηκε στο Ναβαρίνο.
»Το Μεσολόγγι είχε γίνει σύμβολο, και το δράμα της πτώσης του έτεινε να επισκιάσει την πραγματικότητα της εξουθενωτικής υπεράσπισής του επί έναν χρόνο. Οι κορυφαίες μορφές αυτής της υπεράσπισης έχουν το μνημείο τους, στις σελίδες της Ιστορίας και στα αγάλματα του μεσολογγίτικου Κήπου των Ηρώων, κοντά στα απομεινάρια των κεντρικών προμαχώνων. Αλλά και οι απλοί άνθρωποι έπαιξαν ηρωικό ρόλο, και είναι ταιριαστό να τελειώσουμε με έναν από αυτούς. Λέγεται ότι χρόνια αργότερα μια Μεσολογγίτισσα, στα ενενήντα της πια και στην επιθανάτια κλίνη της, ικέτεψε να τη θάψουν με τα ρούχα που βρίσκονταν στον πάτο του κλειδωμένου μπαούλου της. Όταν πέθανε, η οικογένειά της άνοιξε το μπαούλο περιμένοντας να βρει την καλύτερή της φορεσιά, αλλά αυτό που βρήκαν ήταν αντρικά ρούχα με ζώνη και παπούτσια, από την εποχή που τα φορούσε ως εργάτρια στη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου και την τελική έξοδο».
Είναι γεγονός, πως διαβάζοντας ιστορικά βιβλία που αφορούν την Ελλάδα και είναι γραμμένα από ξένους, μας απασχολούν δυο ερωτηματικά: Πόσο θετικά (η κατανόηση, θα ήταν ο σωστότερος όρος), στέκονται απέναντι στην χώρα μας και σε τι βαθμό είναι αντικειμενικά. Όμως, και τα δυο ερωτηματικά, ισχύουν και στις περιπτώσεις που Έλληνες ιστορικοί ασχολούνται με αυτά τα θέματα. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί όλο και εμφανίζονται ιστορικοί ερευνητές που ασχολούνται με τις ‘‘μαύρες’’ σελίδες τής ιστορίας.
Στον αναγνώστη που δεν έχει ασχοληθεί σχολαστικά με ιστορικά θέματα, αλλά οι γνώσεις του περιορίζονται σε όσα γνωρίζει από το σχολείο, τα θέματα αυτά άλλοτε προκαλούν εντύπωση, άλλοτε θυμό, άλλοτε δυσπιστία. Φυσιολογικές αντιδράσεις που προκαλούνται από μονόπλευρες οπτικές.
Η κατανόηση της Ιστορίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα, που απαιτεί πολύπλευρο οπτικό πεδίο, ευρύτατη γνώση τής συγκεκριμένης εποχής, στέρεο γνωσιολογικό υπόβαθρο σε ό,τι αφορά το παρελθόν και επαρκείς απαντήσεις σε όλα τα ‘‘γιατί’’. Δεν μπορείς να κατανοήσεις την στάση τής επίσημης Εκκλησίας στα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια, αν δεν γνωρίζεις σε βάθος Βυζαντινή ιστορία και πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Έτσι, δεν μπορείς να κατανοήσεις και πώς η Ελλάδα, βγαίνοντας από την Επανάσταση υπήρξε δέσμια δανειστών και για πολλές δεκαετίας πλήρωνε αυτό που ο πολύς κόσμος εκφράζει με την φράση «τα δάνεια της Αγγλίας».
Ο David Brower, σε επί μέρους κεφάλαια, επιχειρεί συνοπτικά (και επιτυχημένα) να δώσει το ιστορικό πλαίσιο αυτών των δανείων, επιφυλασσόμενος να ρίξει τον λίθο τού αναθέματος, όπως έχουν κάνει άλλοι ιστορικοί, σε μεμονωμένα πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικά κάποια αποσπάσματα της συλλογιστικής του:
«Στα σκοτεινά γεγονότα που έχουν να κάνουν με τα δυο αγγλικά δάνεια, αντιμετωπίζει κανείς τον πειρασμό να προσπαθήσει να βρει κανείς μια πλευρά να της επιρρίψει την ευθύνη. Οι άνθρωποι που τα προώθησαν εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, χρεώνοντας μεγάλες αν και όχι ασυνήθιστες προμήθειες, και το ίδιο έκαναν οι Έλληνες, που δανείστηκαν λεφτά τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση να ξεπληρώσουν. Αλλά κατά μια άλλη έννοια οι Έλληνες ήταν ανάμεσα στα θύματα της εκμετάλλευσης…
[…]
»…δεν υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αρπακτικά και θύματα, ή ανάμεσα σε κερδισμένους και χαμένους.
»Τα δάνεια και το διαιωνιζόμενο δυσβάσταχτο χρέος της Ελλάδας προς την Αγγλία δηλητηρίαζε τις σχέσεις των δυο χωρών επί πολλές γενιές…
[…]
»Το 1826 οι Times υποστήριξαν ότι τα δάνεια είχαν καθυστερήσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας, βροντοφωνάζοντας: ‘‘Ο ελληνικός αγώνας προδόθηκε. Προδόθηκε στην Αγγλία. Θα είχε θριαμβεύσει προ πολλού, αν δεν ήταν η Αγγλία και το αγγλικό χρηματιστήριο’’».
Το συνοπτικό πέρασμα της ιστορίας τής Επανάστασης από τον David Brower στηρίζεται στην επί μέρους εξέταση κάποιων επεισοδίων της και στην παρουσίαση της δράσης κάποιων προσώπων, που είχαν μια βασική θέση στην εξέλιξή της. Αν έμπαινε σε περισσότερες λεπτομέρειες θα χρειαζόταν χιλιάδες σελίδες. Ωστόσο, η επιλογή του, δίνει ένα ικανοποιητικό πλαίσιο, καλύπτοντας τους σημαντικότερους σταθμούς, όπως είναι οι Εθνοσυνελεύσεις, η μάχη για την κατάληψη της Αθήνας και ο θάνατος του Καραϊσκάκη, οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Συνθήκη τού Λονδίνου, η οποία υπήρξε ο προάγγελος της Ανεξαρτησίας, η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, η έλευση του Καποδίστρια…
Οι αναφορές του στον Καποδίστρια είναι ιδιαίτερα σχολαστικές, όσο και συνετές, με τον συγγραφέα αφ’ ενός να εστιάζει στα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο κυβερνήτης, αφ’ ετέρου στις αστοχίες τής πολιτικής του, μεταξύ τών οποίων ήταν και ο διορισμός τών δυο αδελφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου σε εξέχουσες κυβερνητικές θέσεις. Οι αυταρχικές συμπεριφορές τους υπήρξαν αγκάθι στις σχέσεις τού Καποδίστρια με τους παλιούς αγωνιστές, κάποιοι από τους οποίους πολεμούσαν ακόμα για την απελευθέρωση της Ρούμελης. Γράφει, χαρακτηριστικά:
«Οι δυο αυτοί καταστροφικοί διορισμοί σημάδεψαν το τέλος ενός ατυχούς δρόμου στον οποίο είχαν οδηγήσει τον Καποδίστρια τα ένστικτά του. Το πρώτο βήμα ήταν αρκετά αθώο: ήταν από τη φύση του, όπως τον περιγράφει ο Τρικούπης, άτολμος. Για να μην ριψοκινδυνεύει, προσπαθούσε να ελέγχει τα πάντα. Αλλά η εμμονή του στον έλεγχο αποξένωσε τόσο πολλούς, ώστε με τον καιρό να δώσει εξουσίες μόνο σε λίγους κοντινούς του ανθρώπους, τους οποίους εμπιστευόταν τυφλά. Έτσι, η ατολμία εξελίχθηκε μέσω της εμμονής για έλεγχο σε ευνοιοκρατία, και ο Καποδίστριας κατέληξε να παραμελήσει τον έλεγχο στον πιο ουσιαστικό απ’ όλους τους τομείς, δηλαδή στη συμπεριφορά εκείνων που ενεργούσαν εξ ονόματός του».
Σημαντικότατες είναι επίσης οι αναφορές του για τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην τελική χάραξη των συνόρων (21/7/1832) και η εξιστόρηση των ενδιάμεσων γεγονότων, όπως η δολοφονία τού Καποδίστρια, καθώς και η απόφαση για τον διορισμό ως βασιλιά τού Όθωνα.
Ο David Brower έκανε ένα καλό βιβλίο για τα χρόνια της Επανάστασης, εκμεταλλευόμενος την τεράστια, ούτως ή άλλως, βιβλιογραφία, η παράθεση της οποίας στο τέλος τού βιβλίου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στους πολλούς αναγνώστες, που δεν έχουν εντρυφήσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν.
Λάρισα, 31/3/2021