Έχει περάσει ικανός καιρός από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Σεισμός γεγονότων έχει επισυμβεί. Άξιο ανάμεσα στα άλλα παρατήρησης σε αυτήν την διαδρομή κρίσης είναι η αδυναμία ενός κόμματος, που κυβέρνησε τη χώρα για πέντε χρόνια, να ακούσει την εποχή. Γενικά η αδυναμία του να ακούσει.
Πρώτα η αδυναμία του να ακούσει τους λόγους της ήττας του. Ένα κόμμα, που επιθετικά κέρδισε την εξουσία το 2015, με τους αντιπάλους του καταβεβλημένους, φθείρεται στην διακυβέρνηση μέσα σε μια ατμόσφαιρα πολιτικής έπαρσης και άλογης πρόθεσης κυριαρχίας. Δύο και πλέον χρόνια μετά την απώλεια της λαϊκής εμπιστοσύνης δεν έχει ποτέ σοβαρά επιχειρήσει μια συζήτηση ανοιχτή και γενναία στο εσωτερικό του και στην κοινωνία για τους λόγους αυτής της καταλυτικής εις βάρος του αποδοκιμασίας. Η άρνηση αυτοκριτικής είναι το ανώτερο στάδιο της άρνησης και κλείνει μέσα της όλες τις αρνήσεις, που παρατηρούμε έκτοτε να το συνοδεύουν και να αποτελούν σήμερα τον πυρήνα της πολιτικής του υπόστασης.
Ήδη στην πανδημία στάθηκε διστακτικά. Μόνο με τον καιρό, όταν πια το πρόβλημα πολλαπλασιάσθηκε και η απειλή του γινόταν απειλή καθαρά και για το ίδιο, μετακινήθηκε σε μια θέση λιγότερο αρνητική, που μόλις πρόσφατα εξελίχθηκε σε μια προσχώρηση υπέρ των αυστηρών υγειονομικών μέτρων, χωρίς την πολιτική δύναμη να υπερβεί την κυβερνητική παραλυτική αμφιβολία και επιφυλακτικότητα.
Η ανάγκη διαλεκτικής ανάγνωσης των συνθηκών σε εξέλιξη, θα οδηγούσε ένα κόμμα, που ισχυρίστηκε μάλιστα κάποτε ότι συνομιλεί με την Ιστορία, να μην αρνείται να στηρίξει τα θετικά βήματα που γίνονται δίπλα του, να αποδεχθεί, να αντικρούσει, να επιχειρηματολογήσει, να συγκρουστεί, να προτείνει, να διαλεχθεί, με αυτιά ανοιχτά στην εποχή και μάτια ορθάνοιχτα στον κόσμο.
Η θέση του στα ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος έρχεται να προσθέσει το αποκαλυπτικό συμπλήρωμα σε μια επιλογή γενικευμένης άρνησης απέναντι σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που με τη σειρά του αυτό αρνείται να ακούσει το λόγο του και απορρίπτει, τόσο καιρό μετά τις εκλογές, τη συνολική του ως τώρα συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Ακόμη και τα θετικά της διακυβέρνησής του γίνονται αντικείμενο νέας, απορριπτικής αξιολόγησης. Και δεν χρειαζόμαστε τους δημοσκοπικούς αριθμούς για να δούμε πως ζυγίζεται η πολιτική αυτή ανωριμότητα.
Στη ζωή αλλάζει αυτός που κατανοεί ότι κάτι έχει τελειώσει. Αν για ένα κόμμα η πολιτική εξέλιξη καθυστερεί στο χρόνο και η εκπαίδευσή του στην άρνηση είναι ο μόνος νοητός εαυτός του, η ακινησία γίνεται ο τόπος της ύπαρξής του. Δεν θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον ο πολιτικός «θάνατός» του, αν δεν επρόκειτο για την Αξιωματική Αντιπολίτευση, που η πολιτική της αδυναμία συντελεί στην καθυστέρηση και τρέφει την φαινόμενη κυβερνητική επάρκεια