Το επώνυμό μου είναι ασυνήθιστο, το συναντάς στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Ο πατέρας μου ήταν από κει, ένας φοβερός άνθρωπος του πνεύματος και της επιστήμης ‒ η οικογένεια της μητέρας μου από τη Λάρισα. Στα δεκαπέντε του ήξερε άπταιστα γερμανικά, πήγε στο Μόναχο να σπουδάσει και έγινε ένας εξαιρετικός γιατρός, ένας επιστήμονας που ήξερε επτά γλώσσες. Ήταν γιος φιλολόγου, του Πάτροκλου Γκόλαντα, φίλου και συμμαθητή του Βενιζέλου, υπότροφου στη Μανιάρειο Σχολή, ενός ανθρώπου παθιασμένου με τον ελληνικό πολιτισμό, τη γλώσσα, την αρχαιολογία, την Ιστορία. Αυτό είναι που θυμάμαι από αυτόν, αυτό το πάθος. Μας έλεγε, για παράδειγμα, ότι η Λάρισα είναι ένα παλίμψηστο πολιτισμών, αλλά τα παιδιά, ξέρετε, ακούνε τα μισά. Πάντως, το πρώτο μπόλιασμα, οι πρώτες συζητήσεις που ακούς, σε συνοδεύουν σε όλη τη ζωή σου.
• Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1941, γιατί στη Λάρισα, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, έγιναν δύο φοβερά γεγονότα, ένα τεράστιος σεισμός και στη συνέχεια ένας τεράστιος βομβαρδισμός από τους Ιταλούς που υποχωρούσαν, δημιουργώντας ένα χαώδες σκηνικό στην πόλη. Μαθαίνοντας οι δικοί μου ότι οι Γερμανοί θα βομβαρδίσουν και τις σιδηροδρομικές γέφυρες, για να μη να φτάνουν τα τρένα στην Αθήνα ξεκίνησαν, η μητέρα μου, που ήταν έγκυος σε μένα, έφυγαν με τους γονείς της και ήρθαν στην Αθήνα. Εδώ, λοιπόν, γεννήθηκα εγώ και εδώ έζησα τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Επιστρέψαμε στη Λάρισα το 1945, αφού είχε γεννηθεί η αδερφή μου και το σπίτι μας είχε ξαναχτιστεί.
• Ήδη προπολεμικά η Αθήνα άρεσε πολύ στους επαρχιώτες ‒να το πούμε κι έτσι‒, η περιοχή του Μουσείου, έτσι βρήκε η οικογένεια εκεί ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας bauhaus πολυκατοικίας στην Ηπείρου και Φυλής. Εκεί ανακάλυψα το πρώτο μυστικό μου τοπίο, καθόμουν στο μπαλκόνι και έβλεπα το απέναντι σπίτι, ένα αττικό νεοκλασικό βαμμένο ώχρα: ο τρίτος όροφος ήταν ένα θριγκός, ένα αέτωμα με τα κλασικά αγάλματα, και όπως έπεφτε το φως δημιουργούσε ένα σκηνικό μεγαλειώδες, αναδυόταν το «αίθριο κυανούν» του Παπαδιαμάντη. Πιστεύω ότι αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που μου εντυπώθηκε και σχετιζόταν με το τοπίο και το φως, αν και τότε φυσικά δεν το καταλάβαινα. Αυτό πιστεύω ότι δημιούργησε και τη σχέση μου με την αιθρία της Αττικής, με το αττικό φως, με τον ορίζοντα των νεοκλασικών. Τότε ήσουν στην Πατησίων και έβλεπες μέχρι την Ακρόπολη, την οποία επισκεπτόμασταν κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα ο πατέρας μου. Είχαμε πάει πέντε φορές, ακόμα θυμάμαι το ύψος του Παρθενώνα και το πλάτος του, ήταν μια φοβερή εικόνα. Νομίζω ότι και αργότερα αυτό έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στο πώς αντιλαμβανόμουν το τοπίο, το ότι πηγαίναμε σε χώρους αρχαιολογικούς, όπου κάναμε τις εκδρομές μας. Μεταπολεμικά πηγαίναμε και σε μουσεία, αλλά περισσότερο σε ανοιχτούς υπαίθριους αρχαιολογικούς χώρους.
• Όταν επιστρέψαμε στη Λάρισα, η πόλη ήταν κατεστραμμένη. Άρχισα να συνειδητοποιώ γεγονότα κλίματος αλλά και τους ανθρώπους. Το ανθρώπινο δυναμικό της Λάρισα ήταν κοινωνικό και «θερμό», εκεί ολοκλήρωσα τα δώδεκα χρόνια του σχολείου και μετά έδωσα στην Καλών Τεχνών. Υπήρχε στο σπίτι η αγάπη για τη ζωγραφική, βιβλία σύγχρονης τέχνης. Η μητέρα μου είχε καταλάβει την κλίση μου, αν και εγώ δεν την είχα εκφράσει θεληματικά. Βρέθηκα στη σχολή το 1959.
• Μπήκα στην Καλών Τεχνών όπου είχα δάσκαλο τον Γραμματόπουλο. Μόλις είχε έρθει από τη Γαλλία, ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και ιδέες και είχε πολλά να πει για τα χρόνια στη Γαλλία, για τον μοντερνισμό. Ήταν ένας πολύ σοβαρός, σπουδαίος χαράκτης. Θα σας εξομολογηθώ ότι στην αρχή είχα στενοχωρηθεί που δεν έκανα ζωγραφική, γιατί τη χαρακτική δεν τη γνώριζα καθόλου, δεν ήξερα τι θα έκανα ως χαράκτρια. Μάλιστα, την πρώτη μέρα συνάντησα έναν φοιτητή δυο μέτρα που καθόταν έξω από την πόρτα και μου είπε «χάραζα κι έχω πιαστεί ολόκληρος» και κάπως τρόμαξα. Τελικά, ήταν τύχη γιατί μου ταίριαζε τρομερά η χαρακτική. Μπήκα σε μια διαδικασία πρωτόγνωρη, γιατί για να φτιάξεις τα χαρακτικά φτιάχνεις ένα σχέδιο που το μετατρέπεις και θέλεις χρόνο.
• Έκανα την πρώτη μου έκθεση στη Μαριλένα Λιακοπούλου, στο Χίλτον. Έδειξα δεκαεπτά έγχρωμες ξυλογραφίες μεγάλου μεγέθους με τον γενικό τίτλο «Ελληνικός χώρος». Ήταν μελέτες που είχαν σχέση με το ότι οι χρήστες του χώρου, οι Έλληνες, θέλησαν να εκφράσουν τη χαρά της βίωσης αυτού του τοπίου και αντέταξαν στα κτίσματα τα κλασικά, στους ναούς και στα αίθρια με τα αετώματα έργα που έχουν μια σχέση με τον ουρανό. Μάλιστα, σε αυτή την έκθεση το 1970 είχε έρθει ο Σεφέρης, ο οποίος είδε τα έργα και είπε: «Κάποιος έπρεπε να δει τον ουρανό ανάμεσα απ’ τις κολόνες». Ήταν τιμητικό, με συγκίνησε, το κατάλαβα, αλλά δεν το έλεγα τα επόμενα χρόνια, ντρεπόμουν.
• Αυτός ο διάλογος με τον ελληνικό χώρο προκύπτει μέσα από ένα καθεστώς πολύ σοβαρής πειθαρχίας. Το να δουλεύεις στα χαρακτικά απαιτεί μεγάλη προσήλωση και πρέπει να πω ότι ο άντρας μου, ο Χρήστος Κουζούπης, ήταν πολύ υποστηρικτικός. Μου έλεγε «να ’ρχεσαι και να μυρίζει μελάνι το σπίτι, δεν με πειράζει» ‒ δεν μύριζε φαΐ το σπίτι. Κι εγώ έπεσα με όλο μου το πάθος και έκανα τα χαρακτικά σε μια ακραία σιωπή, σε μια κατάσταση ασκητική, για να προχωρήσω τη δουλειά μου. Για δέκα χρόνια, μέχρι να κάνουμε παιδί, με τον άντρα μου εξερευνούσαμε το ελληνικό τοπίο σε νησιά, σε εκκλησάκια, δεν αφήσαμε μέρος να μη γυρίσουμε. Μέσα σε αυτό το σκηνικό συνειδητοποίησα ότι και το πιο απλό, μια μάντρα, είναι σε διάλογο με το τοπίο και την ίδια τη νοοτροπία των ανθρώπων που έκαναν τα κλασικά κτίρια, κι αυτό δίνει μια διαχρονική ποιότητα στη σχέση μεταξύ του τοπίου και των χρηστών του. Αυτή η ανοιχτή δομή μέσα στο τοπίο γεννά τη φιλοσοφία και η αίσθηση του μέτρου γεννά τη δημοκρατία. Οι άνθρωποι συνυπάρχουν σε έναν τόπο, μοιράζονται την ομορφιά του και δέχονται ερεθίσματα από αυτόν. Αυτή είναι και η προσπάθειά μου, αυτή την αίσθηση ήθελα να αποδώσω. Με βοήθησε πολύ η σιωπή των χαρακτικών να κατανοήσω ότι ήθελα να προχωρήσω στα τοπία, στον διάλογο με αυτό που μας περιβάλλει, το ελληνικό, στον τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, ερμηνεύοντάς το και βάζοντάς το στην καθημερινότητά τους. Τα έργα μου είναι σαν κάτοπτρα του τοπίου. Εκτός από χαράκτρια, είμαι και ψηφιδογράφος. Τέλειωσα με την Έλλη Βοΐλα ψηφιδωτό, με το τσιμέντο του οποίου άρχισε να αναφύεται η τρίτη διάσταση. Το τσιμέντο είναι πολύ φιλότιμο υλικό και με αυτό άρχισα να κατασκευάζω κτιστά ναόσχημα ειδώλια, τα λεγόμενα «Κτιστά Γλυπτά», τα οποία έστειλα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο ως προτάσεις για εξανθρωπισμού του δημόσιου χώρου.
• Αυτές οι προτάσεις έγιναν έκθεση στην Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Σε αυτήν ήρθε ο Ελύτης, συγκεκριμένα στις 2 Νοεμβρίου, και είπε «αν δεν ήμουν ποιητής θα έκανα τέτοια έργα». Εκείνη την εποχή σχεδίαζα και το σπίτι μας, που έγινε, όπως λέει ο σύζυγός μου, «μόνο για έναν προορισμό, για να μας αρέσει». Είδε τα σχέδια η Σέβα Καρακώστα και μου είπε «εσύ να χτίσεις το σπίτι σου» ‒ είναι το πρώτο κτιστό έργο μου. Δούλευα απερίσπαστα γιατί ο Χρήστος με προστάτευε από κάθε περισπασμό ‒πιστεύει ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να ενοχλείται από περιττές συζητήσεις‒, μου έλεγε να αδιαφορώ και τόνιζε «δε θα πιεις ούτε καφέ με τους εργολάβους». Μέσα σε αυτό το σκηνικό έκανα έναν αγώνα δρόμου για να μπορέσω να κάνω κατανοητό το έργο μου στον αδιάφορο σύγχρονο κόσμο.
• Στο Φάληρο, όπου είχα το γραφείο μου, ο τότε δήμαρχος είχε αποφασίσει καλλιτέχνες που ζούσαν εκεί να κάνουν έργα για την πόλη. Και έτσι μου πρότειναν μαζί με τη Βεατρίκη Σπηλιάδη, που ήξερε το έργο μου, να φτιάξω την πλατεία Φλοίσβου με δικά μου σχέδια ‒ αυτό είναι το πρώτο δημόσιο έργο μου. Οι άνθρωποι μέσα στις πόλεις νομίζω ότι θέλουν συνολικές καλλιτεχνικές επεμβάσεις στο τοπίο που να τα εξανθρωπίζει, αυτή είναι και η προσπάθειά μου. Αυτή η πλατεία ήταν το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης από την Ελλάδα το 1983 ως «ολική τέχνη», δηλαδή επρόκειτο για χώρους που αποτελούν «χρηστικά» έργα τέχνης, μπαίνουν στη ζωή μας και ανοίγουν διάλογο με τις ποιότητες του τοπίου με απροσδόκητο τρόπο. Ήθελα να δείξω και την κινητικότητα του τοπίου με τις βάρκες, με φόντο την Αίγινα και τις βουνοκορφές της.
• Μετά τον Φλοίσβο και με τον ίδιο τρόπο ακολουθεί η Αιξωνή, αυτό το τόσο πρωτότυπο και μοναδικό στο είδος του γλυπτό θέατρο που σήμερα είναι δυστυχώς κλειστό. Μαζί με την προκυμαία του Φλοίσβου είναι δυο έργα στα όρια της Αττικής: από τη μια πλευρά είναι το παραλιακό μέτωπο και από την άλλη ο Υμηττός. Το θέατρο επί τριάντα και πλέον χρόνια ήταν ολάνοιχτο, είχε κινητικότητα, έπαιζαν παιδιά, φιλοξενούσε σημαντικές εκδηλώσεις, είναι ένα αναζωογονητικό τοπίο, ένας χώρος πολύ ποιητικός. Η Αιξωνή είναι στη Γλυφάδα, στην οδό Ύδρας 11, και όταν πήγα για πρώτη φορά ήταν ένα κατεστραμμένο λατομείο, ένα «άκαρδο τοπίο», όπως το αποκαλώ. Λοιπόν τότε ο δήμαρχος, ο Σπονδυλίδης, ήθελε να γίνει το λατομείο χώρος πολιτισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος του Τρίτση το 1983-1984 που προέβλεπε τα λατομεία της Αττικής να γίνουν χώροι πολιτισμού. Είχε δει τον Φλοίσβο, του άρεσε κι έτσι ξεκίνησα. Το σχεδίασα σε ένα χαρτάκι, σε ένα συνέδριο ‒μάλιστα δεν το βρίσκω τώρα που ο ψάχνω‒, και το ξεκίνησα. Δεν ήθελα να γίνει ένα θέατρο στατικό αλλά να μπορεί να επηρεάζεται από τον άνθρωπο που είναι μέσα σε αυτό. Ήθελα να είναι ένας τόπος πειραματισμών σε ανθρώπινη κλίμακα, όπου οι άνθρωποι θα έρχονταν σε επαφή με διάφορα είδη τεχνών με τρόπο απλό, καθημερινό, δημοκρατικό, προσεγγίζοντάς τες με αγάπη και ευχαρίστηση, ανοίγοντας διάλογο με αυτές. Αυτός ο τόπος μεταμορφώνεται από τον ήλιο, το φως και τη βροχή, τις δυνάμεις της φύσης, τους ήχους που δημιουργούνται. Ξέρετε, το έκανα με τους μαστόρους, μέσα σε πέτρες, νταμάρια, χώματα και νερά έμαθα κι εγώ, δίπλα τους. Μάλιστα, η γνώμη τους για τα έργα μου είναι από τις μεγάλες μου χαρές είναι. Εγκαινιάστηκε με συνθέσεις του Ξενάκη και εκείνον παρόντα κι αυτό ήταν καταπληκτικό. Μάλιστα, θυμάμαι πως ένα ζευγάρι βοσκών κάθε μέρα έπιανε έναν συγκεκριμένο βράχο και άκουγε Ξενάκη, κι εκείνος είχε ενθουσιαστεί. Επρόκειτο για μια συνολική εμπειρία, ακόμα και αν δεν ήξερες τη μουσική του, ο χώρος σε αγκάλιαζε.
• Σήμερα μοιάζει σαν να φτιάχτηκε για να υποδεχθεί τέτοια γεγονότα μέσα από μια νέα αντίληψη της γλυπτικής. Η Αιξωνή είναι σαν δοχείο μέσα στο οποίο δημιουργούνται νέα είδη τέχνης και με τις ζυμώσεις που γίνονται στο τοπίο δημιουργούνται καταστάσεις πνευματικού τύπου, σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα Ντουμπάι, που δεν μπορώ να το βλέπω καν.
• Στη συνέχεια με κάλεσε στη Λάρισα, μαζί με άλλους γλύπτες, ο Λαμπρούλης, ένας δήμαρχος που άρχισε να διαμορφώνει τη Λάρισα το 1987. Τότε έκανα ένα γλυπτό με νερά που άρεσε πολύ στον κόσμο. Μου κόλλησε, λοιπόν, η ιδέα να κάνω στην πατρίδα μου πλατείες. Κεντρική ιδέα του έργου μου ήταν να ενσωματώσει μνήμες και αναφορές από βιωματικές εμπειρίες και ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν κατά μήκος της μεγαλειώδους διαδρομής του κύριου ποταμού του Θεσσαλικού Κάμπου, δημιουργώντας ένα ενιαίο σχεδιαστικά κέντρο. Στόχος του ήταν η αποκατάσταση της σχέσης της μεταπολεμικής πόλης της Λάρισας με τον Πηνειό, από τις μακρινές ορεινές εκβολές του, το πέρασμά του από την εύφορη πεδιάδα και τις χαράδρες του μυθικού Ολύμπου και την Κοιλάδα των Τεμπών μέχρι την εκβολή του στο Αιγαίο, μέσα σε δεκατρία στρέμματα. Με τη Λάρισα είμαι ξετρελαμένη, με αυτό το φυσικό και πολιτιστικό τοπίο που λούζεται στο φως. Το ανοιχτό αρχαίο θέατρο στην καρδιά της πόλης με εμπνέει, όπως και η σύνδεσή του με το φυσικό τοπίο. Μάλιστα, πρόσφατα αποσπάσαμε με μια ομάδα νέων αρχιτεκτόνων το δεύτερο βραβείο στον Διεθνή Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό Ιδεών που προκήρυξε ο Δήμος Λαρισαίων σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων για τον άμεσο και έμμεσο περιβάλλοντα χώρο του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας.
• Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι να αγνοούμε το περιβάλλον όπου βρίσκεται ένα κτίσμα. Για να ηρεμήσει η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να δημιουργείται ένα σύνολο. Για παράδειγμα, η Νέα Υόρκη δεν με ενοχλεί γιατί είναι ένα σύνολο. Τις πόλεις μας τις θεωρώ κατεστραμμένες, γι’ αυτό πιστεύω το ότι υπάρχουν λίγοι κοινόχρηστοι χώροι είναι πολύτιμο, γιατί δίνουν την ευκαιρία να αρθεί η αδιαφορία απέναντι στο περιβάλλον, που πλέον δεν θες να το ζήσεις, να το φροντίσεις. Αυτός είναι ο στόχος μου και μέσα από όλα τα έργα μου επιθυμώ να προωθήσω τη συμμετοχή και ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον, στο πριν και το μετά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το νιώθεις μόνος, ξεκάρφωτος, ξεριζωμένος, όπως όταν μιλάμε για το παραλιακό μέτωπο και το αποκαλούμε «Ριβιέρα». Γιατί να το πούμε Ριβιέρα; Αυτό δηλώνει μια ξενομανία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για το μοναδικό αττικό τοπίο. Και με το Ελληνικό εκεί θα δοθεί η μάχη, θα χαλάσουν οι κλίμακες του ελληνικού τοπίου
• Είμαι σε μια ηλικία που έχω γίνει παρατηρητής του εαυτού μου, και βλέπω ότι το τσιμέντο και τα πετρώματα της Ελλάδας έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό που είμαι σήμερα και εγώ και οι γύρω μου. Ωστόσο το τσιμέντο είναι αρκετά παρεξηγημένο ‒ αναλόγως με το καλούπι στο οποίο το χύνεις γίνεται ή κέρατο διαβόλου ή αριστούργημα.
• Αυτό που λείπει σήμερα είναι η τέχνη στον δημόσιο χώρο. Πιστεύω ότι όταν βάλεις έναν αδριάντα σε μια πλατεία, π.χ. στην Κλαυθμώνος, την κάνεις βάση του έργου, καταργώντας κάθε άλλη λειτουργία και χρήση. Εμένα με ενδιαφέρει η συνολική τέχνη, τα δέντρα, το πού θα καθίσεις, το πώς θα γυρίσει ο ήλιος το καλοκαίρι, όλα τα φυσικά φαινόμενα να μελετηθούν και να συνυπάρξει το τοπίο με την τέχνη και τον άνθρωπο που θα το χρησιμοποιήσει.
• Ετοιμάζω τώρα ένα cahier raisonné, ένα timeline της δουλειάς μου που θα δείχνει το πώς εγώ εισέπραξα τους χυμούς του τόπου μέσα σε βουνά και λαγκάδια, τον τρόπο που, κινούμενη σε αρχαιολογικούς χώρους και γενικά μέσα στα τοπία της Ελλάδας, αντιλήφθηκα την τέχνη μου και την εφαρμογή της. Θα περιλαμβάνει κάθε θέμα με το οποίο ασχολήθηκα, την πρόσληψή του από τους κριτικούς και τον κόσμο, για να μπορέσουν οι νεότεροι να κατανοήσουν πώς προέκυψε η ουσία του έργου μου. Συνεργάζομαι με νέους και με ενδιαφέρει πολύ η οπτική τους, εκεί δίνεται η μάχη σήμερα, στη δική τους αντίληψη, σε αυτό που έχουν να μας πουν.