Της Μαρίας Παπουτσή
Το είχα συντάξει το κείμενό μου. Δεμένο, πυκνό, πλήρες συναισθήματος και πλούσιο περιγραφών, «χτενισμένο», καλλωπισμένο και δουλεμένο σωστά με απογευματινό καφέ και με τα όλα του. Είπα, θα αγνοήσω την επικαιρότητα και θα κοιτάξω μπροστά, στα όμορφα, σε όσα φωτίζουν τη ζωή μας και κάνουν τα σκοτάδια να αντέχονται. Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου 13 του Φλεβάρη! Εδώ είμαστε! Τα ερτζιανά που μας ενώνουν! Ξημέρωσε και το φευγιό της τεράστιας Στέλλας Βλαχογιάννη – λουκέτο στο Ιατρείον Ασμάτων, γιατί ποιος τολμά να βαδίσει στο χνάρι της; – είπα «είσαι στη σωστή συχνότητα, προχώρα». Κι εκεί που νόμιζα πως ησύχασαν τα μέσα μου κι ετοιμαζόμουν να ανάψω το τσιγάρο της αποσυμπίεσης, βρέθηκα μπροστά στην εικόνα του Μεσούτ να κρατά σφιχτά το χέρι της Ιρμάκ. Κι έγινε ο κόσμος συντρίμμια…
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή.
«Παρόλο που η κατάληξη είναι ίδια, δεν είναι το ίδιο να θάβεις το παιδί σου επειδή πέθανε π.χ. από ναρκωτικά με το να πέθανε στην προσπάθεια του να εκπαιδευτεί όσο καλύτερα γίνεται, για να υπερασπιστεί την πατρίδα του όταν χρειαστεί, άρα και όλους τους πολίτες της. Δεν είναι όλοι οι θάνατοι ίδιοι». Δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, ατάκα σε τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό σενάριο. Σχόλιο σε πραγματικό χρόνο είναι, που εμφανίστηκε στο timeline μου κάτω από ανάρτηση φίλου, ανάρτηση ανθρώπου συντετριμμένου από την σκέψη του ασύλληπτου πόνου των γονιών που θάβουν το παιδί τους. Προφανώς, μας πληροφορεί το σχόλιο, οι γονείς του πιλότου το θάβουνε με δόξα και τιμή το παιδί τους, όχι σαν κάτι άλλους, π.χ. γονείς νεκρού τοξικομανή. Γιατί δεν είναι όλοι οι θάνατοι ίδιοι, όπως μας εξηγεί.
Τα είχα δει τα σημάδια, αλλά επέλεξα να τα αγνοήσω. Πόσο μωρέ να αντέξει ο άνθρωπος να πονούν μυαλό και καρδιά μαζί; Μαθαίνεις να γυρνάς το κουμπί, να αλλάζεις σταθμό και να συντονίζεσαι εκεί που οι σκέψεις δεν σφυροκοπούν αλλά χαϊδεύουν. Το σωτήριο εσωτερικό μου «ραδιόφωνο» είναι ένας πανίσχυρος αμυντικός μηχανισμός που με προστατεύει από συμπεριφορές – ιδιωτικές και δημόσιες – δηλητηριώδεις, ικανές να σου δώσουν στομάχι και μυαλό στα χέρια. Μπήκε αυτόματα σε λειτουργία και το έβαλα στην άκρη το «επεισόδιο». Συνέχισα λοιπόν να γράφω για αγαπημένες ραδιοφωνικές φωνές, για την οικειότητα της ραδιοφωνικής εμπειρίας, για ραδιόφωνα που ηχούν μέσα σε σπίτια, μαγαζιά και νταλίκες, για τραγούδια που ποτέ δεν αποστηθίσαμε αλλά γνωρίζουμε κάθε τους στίχο και για ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων τις Κυριακές. Μέχρι τα ουράνια σώματα, με πομπούς και με κεραίες είχα φτάσει. Και μετά προσγειώθηκα απότομα στη Γη, γιατί η Γη εσείσθη!
Ανίσχυρα τα εσωτερικά μου ερτζιανά απέναντι στον εγκέλαδο των 7,8 ρίχτερ, των εικόνων βιβλικής καταστροφής, των περιγραφών μιας τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά κυρίως των θανατηφόρων σχολίων, που επέστρεψαν δριμύτερα, μέσα από στόματα και πληκτρολόγια θεσμικών και μη. Την ώρα που ο κουρνιαχτός από τα κτίρια που κατέρρευσαν σε Τουρκία και Συρία, καταπλακώνοντας χιλιάδες ζωές δεν έλεγε να καταπέσει, στην Ελλάδα μας έπνιγε η δυσωδία της απανθρωπιάς. Όχι όλων, εννοείται. Αλλά αρκετών για να μην μπορείς να το προσπεράσεις. Βλέπετε, η τραγωδία δε χτύπησε μια «πολιτισμένη» χώρα, μια Γαλλία που λέει ο λόγος, να φορέσουμε όλοι τα «Je suis» μας, να αισθανθούμε φιλάνθρωποι! Ειρωνεία, χλευασμός, αναλγησία, έως και πανηγυρισμοί, κατάρες και «λυπάμαι αλλά…» και κάπου ανάμεσα να αχνοφαίνεται ο απαραίτητος χριστιανικός (;) «Θεός – δίκαιος τιμωρός» που έριξε την οργή του στους άπιστους μουσουλμάνους της γειτονικής Τουρκίας!
Τρικυμία εν κρανίω και ο παραλογισμός για άλλη μια φορά στα κόκκινα, λες και γνωρίζει η φύση τα γελοία σύνορα που χτίζουμε οι άνθρωποι για να ορίσουμε χώρες και περιουσίες, για να μοιράσουμε κέρδη και να χωρίσουμε ανθρώπους.
Δεν ήταν η εικόνα του νεογέννητου μωρού στα χαλάσματα, συνδεδεμένου ακόμη με τον ομφάλιο λώρο με τη νεκρή μάνα του, ούτε εκείνη του σκύλου που στέκεται φρουρός πλάι στο καταπλακωμένο σώμα του ιδιοκτήτη του, που πέταξε off air την εκπομπή του μυαλού μου. Ήταν αυτή του Μασούτ Χάντσερ, του πατέρα με το άδειο βλέμμα, καθισμένου σε έναν σωρό από μπάζα που μέχρι και πριν λίγες ώρες ήταν το σπίτι του, κρατώντας το άψυχο χέρι της 15χρονης κόρης του Ιρμάκ.
«Δεν είναι όλοι οι θάνατοι ίδιοι». Κάποιοι θάνατοι είναι διαφορετικοί το λοιπόν και κατ’ επέκτασιν διαφορετικός ο θρήνος, διαφορετικό το κλάμα, διαφορετικός ο πόνος του γονιού που βάζει το σπλάχνο του – μαζί κι ένα κομμάτι της ψυχής του – στο χώμα; Αλλιώς πονάει η μάνα του Έλληνα νεκρού πιλότου, αλλιώς ο πατέρας του νεκρού χρήστη, αλλιώς η χριστιανή μάνα, αλλιώς ο μουσουλμάνος πατέρας του 15χρονου κοριτσιού από το Καχραμανμαράς;
Λέξη κι αυτή που ξεφύτρωσε μέσα σε τόση οδύνη! Αλλιώς! Ένα «αλλιώς» που πολλοί επικαλούνται, αλλά κανείς δεν μπορεί να μας δείξει, γιατί δεν υπάρχει. Τόσο απλά! Ο πόνος αυτός δεν έχει φύλο, θρησκεία, πατρίδα ή ηλικία. Ο πόνος αυτός δεν έχει προσδιορισμό. Ο πόνος αυτός είναι «ένα μικρό, μικρό μαχαίρι που ούτε το χέρι δεν το πιάνει, μα εκείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά και σταματά εκεί που τρέμει, θολή κι αξήγητη για πάντα, η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής»*.
Βουβά τώρα μείναν όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου μου.
Μετά από αυτή την κραυγή μόνο η σιωπή ταιριάζει.
Ίσως και τα δάκρυα, σαν αυτά που έχυσαν οι άντρες και οι γυναίκες της αποστολής της ΕΜΑΚ στην Τουρκία, μετά τον απεγκλωβισμό ενός ζωντανού 9χρονου κοριτσιού. Δεν ξέρω το όνομά της. Θα την ονομάσω Umut, που σημαίνει Ελπίδα.
*Ο Ματωμένος Γάμος – Federico Garcia Lorca, Μετάφραση Νίκος Γκάτσος