Είναι που λέτε κάτι κακοφτιαγμένα, μόνιμα κατσουφιασμένα και μίζερα πλάσματα, κάτι άχρωμες και μουντές υπάρξεις, δίχως φως και λάμψη προσωπική, με παγωμένο χαμόγελο στα δόντια κι άδειο βλέμμα. Όλα μέσα τους είναι λίγα, μικρά και στρυμωγμένα. Το σώμα τους εκπέμπει σήψη και ψευτιά και τα χνώτα τους μυρίζουν πείνα κακιά, ασιτία συναισθηματική. Δεν έχουν μάτια για να ατενίζουν ορίζοντες, μόνο δάχτυλα για να κρύβονται, για να αρπάζουν και για να δείχνουν.
Αγαπούν με κανόνες, συνθήκες, κουτάκια, προϋποθέσεις και νταλαβέρια. Δεν αγαπιούνται ποτέ πραγματικά, γιατί δεν τολμούν να εκθέσουν την τόση ασχήμια τους στο φως, να πάρουν την ευχή και να λυτρωθούν. Κάθε φορά που κοιτάζονται σε καθρέφτη παρακαλούν να δουν κάτι άλλο, αντικρύζουν, όμως, πάντα την ισόβια τιμωρία τους: τον ίδιο τους τον εαυτό.
Έχουν ένα «πρέπει» για κάθε τι κι είναι έτοιμοι να σου ράψουν κοστουμάκι, μια στολή, που θα σου στερήσει τη μοναδικότητά σου. Υποκλίνονται στις ιεραρχίες, στους κανόνες, στους τύπους και στα πρωτόκολλα, τα επικαλούνται, μάλιστα, σε κάθε ευκαιρία. Λατρεύουν τα αξιώματα και κυνηγούν τους τίτλους, τόσο που τους προτιμούν ως προσφώνηση, γιατί τους ακούγονται καλύτεροι από το όνομά τους, από την ίδια τους την ταυτότητα.
Δεν έχουν πάθη, μόνο εμμονές και διαστροφή, καλά κρυμμένη πίσω από την υποκρισία της ηθικής. Λερώνουν το όμορφο και μικραίνουν το μεγαλείο, γιατί όλα θέλουν να τα φέρουν στα μέτρα τους. Χρησιμοποιούν υποκοριστικά συχνά, όχι για να εκφράσουν τρυφερότητα, αλλά για να συρρικνώσουν την αξία, όσων δε φτάνουν. Για να επαινέσουν κάτι, πρέπει να μειώσουν κάτι άλλο, γιατί δεν αντέχουν στην ίδια σκέψη να υπάρχει μόνο του το θετικό. Δε θα υψώσουν φωνή για το κακό και το άδικο, εκτός αν είναι να το εξαργυρώσουν για όφελος προσωπικό.
Είναι κόσμοι ερμητικά κλειστοί, εστιασμένοι σε «εγώ», σε «ξέρω» και σε «έχω λαμβάνειν». Μονάδες. Μη σας ξεγελά όμως αυτό. Συσπειρώνονται με τους όμοιους τους με απίστευτη ευκολία, όταν αποφασίσουν να επιτεθούν στο αντίθετο τους. Τότε και μόνο τότε, λειτουργούν συμπληρωματικά, ομαδικά, συνεργάζονται κι ανέχονται τον διπλανό τους, διαμορφώνουν συμμαχίες με στόχο να εξουσιάσουν, να καταστρέψουν, να τσαλαπατήσουν, να κατασπαράξουν, γιατί μόνο έτσι νιώθουν, πως υπάρχουν. Είναι κοινωνικοί, γιατί δεν αντέχουν να μένουν μόνοι με τον εαυτό τους κι αγαπούν τα πλήθη, γιατί τους προσφέρουν αμέτρητες προοπτικές, για να απλώσουν τα σκοτάδια τους και, φυσικά, να αυτοπροβληθούν.
Οι εποχές και οι επιστήμες τους έχουν αποδώσει με ονόματα πολλά (πουριτανοί, συντηρητικοί, φασίστες, μικροαστοί κ.λ.π.), καθόλου, όμως, τυχαία οι ίδιοι προτιμούν να μας συστήνονται με έναν όρο, που χτίστηκε ύπουλα και διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα αρρωστημένα τους μέτρα, κρύβοντας επιμελώς την πραγματική τους φύση: κυρίες και κύριοι σας παρουσιάζω την περίφημη «Κοινή Γνώμη»!
Στην Ελλάδα το είδος φύεται από αρχαιοτάτων χρόνων, ευδοκίμησε δε και ευδοκιμεί σε χώρους όπως η Εκκλησία του Δήμου, το βυζαντινό καφενείο, η πλατεία του χωριού, το ταξί, το κομμωτήριο και η Βουλή, ενώ πεδίο δόξης λαμπρό βρίσκει στις ημέρες μας στο «μετερίζι» του πληκτρολογίου και στα social media.
Όπου συζήτηση και θέμα, η Κοινή Γνώμη πρώτη, σαν την παροιμιώδη Βασίλω ένα πράγμα, ειδικά όταν τα «θέματα» αυτά είναι πλασματικά, κατασκευασμένα ύπουλα από την ίδια, για να διοχετεύσει το τοξικό της πλεόνασμα.
Στο επίκεντρο αυτού του πλεονάσματος, λοιπόν, βρέθηκαν τις τελευταίες ημέρες δύο άνθρωποι, ένα ζευγάρι ενηλίκων, που εδώ και καιρό ζει με το μάτι της ελληνικής εκδοχής της Κοινής Γνώμης κολλημένο στην κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαράς του. Γιατί – κακώς – παρέλειψα να επισημάνω, πως η Κοινή Γνώμη έχει μόνιμα το μάτι στημένο στην κλειδαρότρυπα και τη γλώσσα βουτηγμένη στο δηλητήριο.
Δύο συναινούντες ενήλικες φιλήθηκαν και αγκαλιάστηκαν δημοσίως, εν έτη 2023! Οποία έκπληξη! «Να το συζητήσουμε δημόσια, έχω άποψη», αναφωνεί η Κοινή Γνώμη και ξεχειλίζει η κακία, ο παραλογισμός, η υποκρισία και κυρίως ο φθόνος! Φθόνος, κρατήστε την αυτή τη λέξη….
Όχι, δε θα το συζητήσουμε και όχι, κανείς δε ζήτησε την άποψή σου, γιατί λόγος σε κανέναν δεν πέφτει, για το πώς είναι και ζει ο διπλανός του, στην προσωπική του ζωή. Τέλος! Αν κάτι δε σου αρέσει γύρνα την πλάτη και αγνόησέ το, οριοθέτησε τη ζωή σου με τις επιλογές σου, δίχως να ξεχνάς πως κι αυτές σε πολύ κόσμο δεν αρέσουν, αλλά κρατά τη γνώμη του για τον εαυτό του, σέβεται και προστατεύει το δικαίωμά σου να ζεις, όπως θες.
Κοιτάζω – θέλω, δε θέλω – όλο αυτό το απίθανο σκηνικό, που έχει στηθεί γύρω από τη δημόσια έκφραση του έρωτα δύο ανθρώπων. Κοιτάζω και βλέπω κάτι εντελώς άλλο: δύο ερωτευμένοι, πλάι στο κύμα, αυτός μαυροντυμένος κι εκείνη στα λευκά, αγκαλιασμένοι μέσα σε φως κι αστερόσκονη. Να οργιάζουν τα αηδόνια και τα γιασεμιά κι εγώ να αποχωρώ με τη σιωπή στα χείλη, γιατί από τους εραστές λόγο δεν έχει άλλος κανείς να βρίσκεται εκεί, εκτός αν είναι να δώσει την ευχή, να ευ-λογήσει.
Όταν αέρας σκορπάει το όραμα και γίνεται ξανά πίστα η παραλία, μπουζούκι το αηδόνι, γαρύφαλλο το γιασεμί και παγιέτα η αστερόσκονη, δεν αλλάζουν στην ουσία πολλά. Μόνη «παραφωνία» μένει ο ζεϊμπέκικος χορός του άντρα, κόντρα τέμπο και λίγο σαν να πατάει τα σταφύλια, αλλά το προσπερνώ και του το δίνω το άριστα, γιατί το βλέμμα του έχει τη σωστή θερμοκρασία και το «θα τα σπάσω όλα για πάρτη σου και δε με νοιάζει» είναι σαφές! Τα έχω και στο σπίτι μου αυτά και ξέρω! Χαλάλι ο… τρύγος, όταν σ΄αγκαλιάζει με τέτοια επιθυμία ο έρωτας! Όπως άλλωστε είπε χαρακτηριστικά κάποτε άνθρωπος, που έφαγε τη νύχτα της Λάρισας με το κουτάλι, «η καψούρα και το λελούδι, άμα παίρνει χώμα πλερώνεται». Πλέρωσε το λοιπόν ο άντρας – ατάκα κι επιτόπου – κι η γυναίκα έλαβε. Οι λοιποί φάτε μάτια ψάρια και την αστερόσκονη από τα παπούτσια τους. «Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει»*, αληθινός και σε αυτό ο ποιητής…
Αναρωτιέμαι συχνά – τέτοια είμαι – αν μπορεί να γιατρευτεί αυτή η παθογένεια, αυτή η ένδεια αντίληψης και ανθρώπινου συναισθήματος. Σκέφτομαι και το μυαλό μου τρέχει από τον Σοφοκλή, στον Καστοριάδη κι από τον Ελύτη στη Μαλβίνα Κάραλη. Κι όσο αναλογίζομαι με πυξίδα το στοχασμό τους, τόσο βεβαιώνομαι, πως γιατρειά άλλη από τη λήθη δεν υπάρχει.
Εκεί, όμως, που ο λογικός συλλογισμός σηκώνει τα χέρια ψηλά, παίρνει τη σκυτάλη η φαντασία κι αλλάζουν τα γράμματα. Φαντάζομαι τότε ένα μεγάλο καζάνι, στημένο στη φωτιά. Γύρω του μαζεμένοι άνθρωποι πολλοί, πίνουν και τραγουδούν, ευχαριστώντας τη φύση και τη ζωή για τα δώρα τους. Ρίχνουν στο καζάνι φυτά ιαματικά, βότανα και ματζούνια και παρασκευάζουν φίλτρο πανίσχυρο, που απελευθερώνει πνεύμα και γλώσσα και προσφέρει ανοσία σε κάθε δηλητήριο.
Δεν της πρέπει η ποίηση του έρωτα της Κοινής Γνώμης, δε θέλουν Ελύτη οι πουριτανοί. Δε θα αναριγήσουν με το Μονόγραμμα, δεν θα σπαράξουν με το Άσμα ηρωικό και πένθιμο. Δεν…
Θέλουν Αριστοφάνη, αθυροστομία, έκσταση και Μπουρανί*, θέλουν πνεύμα ελεύθερο και αρχέγονη φύση. Γιατί δεν την αντέχει την ελευθερία ο δούλος της μικροψυχίας. Δεν μπορεί να σταθεί απέναντι, σε όσους διεκδικούν – παθιασμένοι και ατρόμητοι – το δικαίωμα να είναι εξουσιαστές του εαυτού τους και κανενός άλλου.
Μπρε, μπρε, μπρε και να, στήθηκαν ξανά τα καζάνια, στον Τύρναβο. Τσουκνίδες, παπαρούνες, γλιστρίδες, φρέσκα κρεμμύδια και τα ελάχιστα καρυκεύματα παίρνουν σειρά για να πέσουν στο τσουκάλι. Πεντανόστιμη αλλά και σοφή η συνταγή. Ως γνωστόν, δεν έχει ελαιόλαδο το Μπουρανί. Έχει όμως ξύδι!
Συνοδεύεται δε απαραίτητα από το προσκύνημα του φαλλού και τα σχετικά τραγούδια…
Αφιερωμένα…
Μπρε, μπρε, μπρε του Μπουρανί και τσ’ Χαλάτσαινας του μ’νι*
Μπρε, μπρε, μπρε οι πουριτανοί και τσ’ Κοινής Γνώμης… (δικό σας)!
Καλή Τρανή Αποκριά
* Το Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης, εκδόσεις Ίκαρος, 18η έκδοση, Αθήνα 2013.
* Ειδικό φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, που μαγειρεύεται τελετουργικά και ονομασία του περίφημου Τυρναβίτικου διονυσιακού εθίμου.
* Τα Αποκριάτικα με τη Δόμνα Σαμίου, Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, Μάρτιος 2003.