Η αλήθεια είναι πως δεν συμπάθησα ποτέ τα τρένα.
Δε μου άρεσε η φασαρία, το ταρακούνημά τους, η οσμή από την κάπνα των τσιγάρων (όταν αυτό ακόμη επιτρεπόταν), οι συνεχείς στάσεις, η διαρκής εναλλαγή των επιβατών, οι συχνές καθυστερήσεις, η έντονη μυρωδιά απολυμαντικού και η μόνιμη – δική μου – αίσθηση, πως ο χώρος δεν ήταν, όσο επιμελώς θα έπρεπε, καθαρισμένος.
Πείτε με υπερβολική, σνομπ, κακομαθημένη, απαιτητική ή και «Μόνικα», όπως συνηθίζει η φίλη μου Θεώνη, παραπέμποντας στη γνωστή τηλεοπτική ηρωίδα, με την εμμονή στην καθαριότητα. Δεκτοί όλοι οι χαρακτηρισμοί, αλλά εγώ εξακολουθώ να μην συμπαθώ τα τρένα.
Τα αγαπούν πολύ, όμως, και τα χρησιμοποιούν αγαπημένοι μου άνθρωποι, κι αυτό, στη δική μου κοσμοθεωρία τουλάχιστον, τα αλλάζει όλα…
Ειρωνεία – ή μήπως ποιητική δικαιοσύνη; – αλλά από τα ξημερώματα της προηγούμενης Τρίτης, όλες μου οι σκέψεις διατυπώνονται με σιδηροδρομική ορολογία κι έρχονται στιγμές, που νιώθω το χαρακτηριστικό «νανούρισμα» του σώματος, μέσα σε εν κινήσει βαγόνι.
Όσα σιδηροδρομικά χιλιόμετρα δεν έκανα με το σώμα, τα κάνω τώρα νοερά.
Η έκρηξη στα συντρίμμια του Intercity 62, της Hellenic Τrain πέρα από ανθρώπινες ζωές εξαΰλωσε και το τελευταίο ίχνος ασφάλειας μέσα μας, αφήνοντάς μας εκτεθειμένους στη δίκαιη οργή, στην ανάγκη για απόδοση της ευθύνης και στην οδύνη του συλλογικού πένθους.
Σε αυτό το τρένο έχουμε ανεβεί όλοι, έχουν ταξιδέψει άνθρωποι που αγαπάμε. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, πως βρέθηκε, έστω για μια στιγμή, στη θέση των ανθρώπων που θρηνούν, στη θέση των ανθρώπων που χάθηκαν…
Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, πως δεν ήξερε…
Αναμενόμενο να ξεχειλίζει οργή, όταν απλώνονται μπροστά σου 57 φέρετρα και αιωρούνται – αναζητώντας σώμα και απαντήσεις – άγνωστο πόσα αδιευκρίνιστα.
Καιρός ήταν να μας πνίξει η θυμός, γιατί η ελληνική κοινωνία έφτασε οριακά να αναπτύξει ανοσία στη φρίκη. Διακρίνω συχνά – με θλίψη ομολογώ – πως ικανό ποσοστό της, δυστυχώς, το όριο αυτό το ξεπέρασε προ πολλού.
Η οργή είναι εκτόνωση, όχι λύση, ούτε αξιόπιστη πυξίδα. Βρήκε άμεσα χώρο έκφρασης στις μαζικές πορείες και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ωστόσο, ξεφουσκώνει, καταλαγιάζει, αφήνοντας πίσω το ανεκπλήρωτο και μια βασανιστική αίσθηση ματαίωσης.
Μαζί της πρέπει να πορεύεται η κατανόηση, η κριτική σκέψη και ο ορθός πολιτικός λόγος, για να προχωρήσουμε.
Η λαοθάλασσα που γεμίζει τους δρόμους στις πορείες απαιτεί δικαιοσύνη και προστασία της ανθρώπινης ζωής, δεν είναι απλά δίκαια οργισμένη.
Μάταια επιχειρούν οι εντεταλμένοι της επικοινωνίας, να χρησιμοποιούν την οργή των πολιτών, για να μετατοπίσουν το βλέμμα τους από τους νεκρούς.
Δε θα τους το επιτρέψουμε.
Μακρύς ο δρόμος της απόδοσης της ευθύνης, αν επιθυμούμε κάτι να αλλάξει και να μη θρηνήσουμε νέους νεκρούς.
Ελλείψεις, παραλείψεις, αδιαφορία, ψέματα… Ναι, είναι ανθρώπινα λάθη που γίνονται από ανθρώπινα μυαλά και εκτελούνται από ανθρώπινα χέρια.
Ανθρώπινα χέρια αλλά ποιανού και ποιο το μέγεθος της ευθύνης τους;
Χέρια εργατικά, χέρια υπουργικά, χέρια πρωθυπουργικά, χέρια διαπλεκόμενα, χέρια δικαστικά, χέρια συνδικαλιστικά, χέρια δημοσιογραφικά…
Χέρια έχουμε και οι πολίτες και σε μια δημοκρατία(;) ρίχνουν ψήφους στην κάλπη, δίνοντας εντολές διακυβέρνησης.
Πως γίνεται όμως μπαλάκι της ευθύνης να καταλήγει πάντα- κατά μαγικό τρόπο – στους πολίτες;
Ναι, μας περιμένει όλους – ως μέλη της ελληνικής κοινωνίας – μια θέση στο τρένο της ευθύνης και όσοι κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις την έχουν αναλάβει με το παραπάνω. Αναμένουν τις εκλογές για να την εκφράσουν έμπρακτα.
Το «φταίμε όλοι» είναι αόριστο, ενώ οι υπεύθυνοι έχουν ονοματεπώνυμο και η ευθύνη βρίσκεται αποκλειστικά στα δικά τους χέρια, γιατί:
-οι μεγάλες καρέκλες έχουν κάρβουνα και όχι αναπαυτικά μαξιλαράκια.
-οι υπογραφές στα εγκληματικά νομοσχέδια και στις δολοφονικές αποφάσεις είναι βαλμένες φαρδιά πλατιά και δεν ανήκουν σε σταθμάρχες!
-τα ψέματα περί ασφάλειας ακούστηκαν από υπουργικά και πρωθυπουργικά χείλη λίγες μέρες πριν.
-Η πρόθεση συγκάλυψης των ενόχων είναι έγκλημα εξίσου αποτρόπαιο και επιβάλλεται να τιμωρηθεί εξίσου αυστηρά!
Oι κοινωνίες πορεύονται με νόμους, με κανόνες, με άξονα την προστασία της ζωής, όχι με ατομική ευθύνη! Έτσι θωρακίζονται.
Έτσι μπορούμε να πούμε πως κάτι θα αλλάξει, επιτέλους, σε τούτη τη χώρα.
Συλλογικό είναι το πένθος του λαού, όχι η ενοχή, όχι η ευθύνη!
Βαρύ και πρωτόγνωρο συναίσθημα το συλλογικό πένθος που η διαχείρισή του επιβάλλει να προστρέξουμε σε ειδικούς της ψυχικής υγείας, να βασιστούμε στην επιστημονική τους γνώση, εμπειρία και καθοδήγηση. Από τη γνώση αυτή, που εξαίρετοι επιστήμονες έχουν σπεύσει να μοιραστούν μαζί μας, κράτησα αυτό:
Για να ξεκινήσει το πένθος, πρέπει κάτι να θαφτεί.
Αμέτρητες οι παράμετροι της φρίκης στην ιστορία του τρένου των Τεμπών. Τραγικότερη όλων το γεγονός, πως κάποιοι στερήθηκαν ακόμη και την παρηγοριά της ταφικής τελετουργίας.
Θεατές όλοι μας και κοινωνοί στο δυσβάσταχτο πένθος, θρηνούμε μέσα μας βουβά, αδιευκρίνιστα πενθούντες κι εμείς, δίχως κάτι να επιστρέψουμε στη γη, κάτι να αποχωριστούμε. Μικρογραφία ο πόνος μας μπροστά στο σύμπαν της οδύνης των οικογενειών των θυμάτων, αλλά υπαρκτό το τραύμα.
Για να ξεκινήσει το πένθος, πρέπει κάτι να θαφτεί.
Ας θαφτεί, λοιπόν, κάτι κι από εμάς.
Ας θαφτεί το τρένο!
Αλήθεια, που πάνε τα τρένα, όταν πεθαίνουν;
Σε ποιες ράγες γλιστρούν τα παλιά βαγόνια, φτάνοντας – άδεια πια – στον τελικό τους προορισμό;
Ποιος τόπος υποδέχεται τα άψυχα κουπέ, τα κάποτε γεμάτα βοή, δυνατές φωνές, σάκους, βαλίτσες και παρέες που έφευγαν για διακοπές, μάνες με γκρινιάρικα πιτσιρίκια, μοναχικούς ταξιδιώτες με τη μύτη χωμένη σε βιβλία, επαγγελματίες που επιστρέφουν από δουλειές με χαλαρωμένη τη γραβάτα, φοιτητές με ακουστικά στα αυτιά, με τα ταπεράκια της μαμάς και τα φρεσκοπλυμένα ρούχα στις αποσκευές τους;
Στην Ελλάδα του 2023, τα τρένα δεν έχουν προδιαγραφές ασφαλείας, ηλεκτρονικό σύστημα σηματοδότησης, επαρκές εκπαιδευμένο προσωπικό, έχουν, όμως, νεκροταφείο!
Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, στη Νέα Ιωνία, θεωρείται, μάλιστα, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου!
Διαπρέψαμε εδώ, το σωστό να λέγεται!
Η χώρα μας μπορεί να μην συντηρεί, προλαμβάνει και προστατεύει – τρένα, καταστροφές, ζωές και πολλά άλλα – ποιος μπορεί να αμφισβητήσει όμως, πως, όταν αποφασίζει να θάψει κάτι – ειδικά το μέλλον της – το κάνει εντυπωσιακά και δημοσία δαπάνη;
Κακά τα ψέματα.
Η Ελλάδα όταν ΔΕΝ κάνει κάτι, ΔΕΝ το κάνει άριστα!
Εκεί, στο νεκροταφείο των τρένων μπορούμε να εναποθέσουμε νοερά το τρένο της θλίψης μας, ανάμεσα σε βαγόνια και ντιζελάμαξες, πνιγμένα από αγκάθια και αγριόχορτα, σε μια έκταση 1.500 στεμμάτων, παράλληλα με τις εν λειτουργία γραμμές του ΟΣΕ.
Εκεί θα βρει τη θέση του και το δικό μας τρένο, να βλέπει τα άλλα τρένα να περνούν*.
Εκεί, θα αποχαιρετήσουμε για πάντα την εποχή που το τρένο θύμιζε μόνο όμορφους προορισμούς, χαρούμενες αφίξεις, συγκινητικούς αποχωρισμούς και έναν ορίζοντα ανοιχτό σε προσδοκίες, εμπειρίες, συναισθήματα.
Εκεί, θα κλάψουμε για έναν κόσμο σάπιο, διεφθαρμένο και ατιμώρητο, που μετέτρεψε το όνειρο σε εφιάλτη. Εκεί θα μπορέσουμε να πενθήσουμε κι εμείς, σαν άνθρωποι και όχι αδιευκρίνιστα.
Καθώς ο νους μου βαδίζει ανάμεσα σε νεκρά βαγόνια – στοιχειωμένα, βουβά κουφάρια, λεηλατημένα από χέρι ανθρώπου και παραδομένα στις δυνάμεις της φύσης – μπροστά μου εμφανίζεται, σαν φάντασμα, ένα τρένο διαφορετικό.
Επιβλητική η εικόνα του, ξεχωρίζει μέσα στη σκουριά και τη διάβρωση, ολοκαίνουργιο, απαστράπτον, βουβό σαν αταξίδευτο.
Εικόνες Αποκάλυψης κοσμούν τα βαγόνια του: απόκοσμα βουνά, φλόγες που λαμπαδιάζουν συστάδες πεύκων, ελάφια που τρέχουν να σωθούν από χείμαρρους κι αετοί με λαβωμένα φτερά που πετούν μακριά, μανιασμένες θάλασσες ρίχνουν σκαριά σε ματωμένους βράχους και μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό.
Μυθικά τέρατα – δράκοι, Αρπυίες και Ερινύες – πλάσματα από το υλικό του εφιάλτη, τυλιγμένα με σημαίες και λάβαρα κουρελιασμένα, χορεύουν εκστασιασμένα, απλώνοντας νύχια γαμψά.
Ανθρώπου πρόσωπο πουθενά. Μόνο χέρια πετάγονται μέσα από φλόγες, αναδύονται μέσα από ποτάμια αίματος και υψώνονται ικετευτικά στον ουρανό, ζητώντας λύτρωση.
Παντού σκοτάδι, τρόμος και καταστροφή, αλλά σε μια γωνιά – μόνη παράφωνη ανάσα φωτός κι ελπίδας – ένα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι*.
Δεν έχει μηχανή το τρένο. Δεν έχει πόρτες, παράθυρα, ούτε και παραθυράκια. Μόνο έναν τεράστιο καθρέφτη στην εσωτερική πλευρά του πρώτου βαγονιού.
Κοιτάζω τον εαυτό μου στο είδωλο και βυθίζομαι σε σκέψεις.
Πόση ώρα στέκομαι εκεί ασάλευτη, δεν ξέρω να πω.
ΦΩΝΗ: Τι ζητάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ξαφνιασμένη) Ποιο τρένο είναι αυτό;
ΦΩΝΗ: Το τρένο της ευθύνης. Εσύ έχεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: (φοβισμένη) Δεν ξέρω.
ΦΩΝΗ: Ξέρεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ντρέπεται) Ναι.
ΦΩΝΗ: Σωστά. Ανέβα. Εδώ πίσω είναι η θέση σου, με τους πολλούς.
(Ο καθρέφτης ανοίγει σαν πύλη. Εμφανίζονται τρία σκαλιά και η είσοδος ενός βαγονιού. Υπάρχουν καθισμένοι επιβάτες και κενά καθίσματα. Η Γυναίκα ανεβαίνει το πρώτο σκαλί και στέκεται διστακτική)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Οι άλλοι; Οι μεγάλοι;
ΦΩΝΗ: Κρύβονται, όχι όμως για πολύ. Θα έρθουν ένας – ένας. Το βαγόνι της πρώτης θέσης είναι δικό τους.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Που θα πάμε; Μακριά;
ΦΩΝΗ: Όχι εσείς. Οι υπόλοιποι όσο μακριά χρειαστεί.
(Η Γυναίκα μπαίνει στο βαγόνι)
Fade out. Σκοτάδι.
*Τρύπες, Το τρένο, στίχοι Γιάννης Αγγελάκας, μουσική Γιώργος Καρράς, Εννιά πληρωμένα τραγούδια (1993).
* «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» – Οδυσσέας Ελύτης