Μετά το τραγικό γεγονός στα Τέμπη, το έγκλημα στα Τέμπη, μια νέα κατάσταση διαμορφώνεται στο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, μια νέα ανάγνωση των πραγμάτων γίνεται απαρχή συνειδητοποίησης της σύγχρονης πραγματικότητάς μας. Ο χρόνος τέμνεται στα Τέμπη.
Η τραγωδία αυτή αναμοχλεύει στα βάθη της την ατομική και συλλογική εμπειρία και γίνεται έτσι συντελεστής μιας εν δυνάμει ποιοτικής μεταβολής, μιας κοινωνίας που αποδέχθηκε στη διάρκεια καταστάσεις στασιμότητας και αγάπησε τις συνθήκες αδράνειας.
Το έγκλημα στα Τέμπη, αποτέλεσμα εξωτερικά ενός ανθρώπινου λάθους, έχει ως υπόστρωμα την κρατική ανεπάρκεια και εν τέλει αδιαφορία για το ύψιστο ζήτημα της ασφάλειας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Τις τελευταίες μέρες, με όσα ανήκουστα έρχονται στην επιφάνεια, φωτίζεται η φύση όχι μόνο του συγκεκριμένου κρατικού οργανισμού, αλλά του συνόλου της κρατικής οντότητας. Στα Τέμπη συγκρούστηκε μια χώρα με τον εαυτό της.
Αυτό που φωτίζεται είναι η διαχρονική αδυναμία της εκλεγμένης πολιτικής τάξης να θέσει υπό έλεγχο αυτό που ονομάζουμε κράτος, να το προσανατολίσει προς την υπηρεσία του κοινού καλού, να το εποπτεύσει και να το ανασυγκροτήσει με οδηγό τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και απαιτήσεις που συνοδεύουν την εποχή. Να γίνει δηλαδή το κράτος υπηρέτης και «εργαλείο» ενός ψηφισμένου κάθε φορά πολιτικού σχεδίου, εργαζόμενο προς όφελος της κοινωνίας και των πολιτών, με τους πόρους των οποίων πλουσιοπάροχα και εγγυημένα υπάρχει.
Γιατί αυτή η πολιτική αδυναμία έγινε στη διαδρομή παραίτηση και εξελίχθηκε σε θανάσιμο συμβιβασμό; Μετά το 1974, όταν ξεκίνησε ο δημοκρατικός κύκλος, όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις αναπτύσσονται γύρω από έναν και μόνο στόχο: την κατάκτηση και χρήση του κράτους. Το «κράτος – λάφυρο» είναι η αποτύπωση αυτής της εξουσιαστικής φιλοσοφίας και επιλογής. Αυτό το κράτος, με τα δουλοκτητικά γνωρίσματα που καθορίζουν τον πυρήνα, του, τίθεται από την εκάστοτε Κυβέρνηση στην υπηρεσία της , με βάση τα άμεσα πολιτικά εκλογικά συμφέροντά της, πέρα και εναντίον κάθε κοινωνικής ανάγκης που ξέφευγε από το στενό τακτικό πλαίσιο επιβίωσης κομματικού χαρακτήρα. Ο στενός ορίζοντας του εκλογικού χρόνου όρισε αρνητικά όλες τις στρατηγικές αλλαγές, που η θεμελίωσή τους υπερβαίνει κάθε τακτικό σχεδιασμό εξουσίας.
Ως καταλυτικά χρήσιμο εργαλείο το κράτος για την αυτοσυντήρηση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας, ζητάει και πετυχαίνει την απόλυτη προστασία του. Του δίνονται όλες οι εγγυήσεις. Εγγυημένο εισόδημα, εγγυημένη εργασία, εγγυημένος ελεύθερος χρόνος. Μια συνθήκη ιδανική. Αποκτά συνείδηση της κρισιμότητάς του για την εξουσία και ως μηχανισμός πολιτικού ελέγχου και επιρροής, ζητάει και πετυχαίνει την «αυτονομία» του. Πέραν ελέγχου το ίδιο, τελεί υπό καθεστώς άτυπης ατιμωρησίας, αρνείται κάθε αλλαγή του, απορρίπτει κάθε απόπειρα μεταρρύθμισής του, ακούει ως ειρωνικό και παράδοξο κάθε απόφαση αξιολόγησής του.
Η εκλεγμένη πολιτική τάξη την ώρα που πομπωδώς υπόσχεται την αλλαγή του – επανίδρυση του κράτους! – την ίδια ώρα το αφήνει προκλητικά ανέγγιχτο. Και ο χρόνος περνάει. Στη διαδρομή, αυτή η συνθήκη συντήρησης γίνεται κυρίαρχη. Και διαρκώς δυσκολεύει η αλλαγή της. Άτολμη η πολιτική τάξη, χωρίς το πολιτικό και ψυχικό σθένος να συγκρουσθεί μέχρις εσχάτων με το πλέγμα της κρατικής αδράνειας, υπέγραψε μαζί της έναν άτυπο θανάσιμο συμβιβασμό. Η τραγωδία στα Τέμπη γεννήθηκε μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο πολιτικής ήττας και παρακμής. Τίποτα όπως πριν.