Σε δημόσιο επαγγελματικό λύκειο καθηγήτρια που επιμορφώνεται στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας, καθώς και στα Νέα (υπερσύγχρονα) Προγράμματα Σπουδών, δίχως να έχει στη διάθεσή της τα βιβλία που υποτίθεται πως θα μελετήσει αρχικά η ίδια, για να διδάξει στη συνέχεια στους μαθητές, ούτε και τον τεχνολογικό εξοπλισμό που τα ίδια τα προγράμματα απαιτούν να χρησιμοποιήσει, λογοδοτεί στη διεύθυνση του σχολείου της για το χαρτί που ζητά για φωτοτυπίες, προκειμένου να κάνει τη δουλειά της στην τάξη!
Εντάξει, θα μου πείτε, για κορόιδα ψάχνεις, κυρά μου;
Πρωταπριλιά!
Αμ δε!
Βεβαίως, οφείλω να παραδεχτώ, πως ορθώς βαδίζει η σκέψη σου, αγαπητή αναγνώστρια και φίλτατε αναγνώστη. Διότι την Πρωταπριλιά, κάθε αρθρογράφος που σέβεται τον εαυτό του, έχει χρέος, να την αξιοποιήσει! Η μέρα που το ψέμα έχει επίσημα την τιμητική του, σου κουρδίζει εξαιρετικά το μυαλό, πώς να το κάνουμε!
Ορθώς, ορθότατα και προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκα επί ημέρες, προετοιμάζοντας το κείμενο μου. Χώρια που έπεσα με τα μούτρα στον Ίψεν* και ξεσκόνισα όποια πληροφορία είχα καταχωρήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σχετικά με το ζωτικό ψεύδος και τη δραματουργία του μεγάλου Σκανδιναβού συγγραφέα – να πιάσουν τόπο, βρε αδερφέ, οι ακριβοπληρωμένες σε κόπο και χρήμα σπουδές μου!
Υπολόγισα, όμως, δίχως τον ξενοδόχο ή – για να ακριβολογώ – δίχως την Άννα, που βρήκε μέρα να βγάλει φωτοτυπίες, προκαλώντας μου ισχυρή κρίση – Μαφάλντα*, γεγονός που θα είχε ολέθριες συνέπειες για την εσωτερική μου ισορροπία, αν δεν μεσολαβούσε η επέτειος της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη*!
Εξακολουθώ να μην σας κάνω πρωταπριλιάτικο αστείο και εξηγούμαι!
Είχα που λέτε κάνει τα κουμάντα μου – με λαϊκή σοφία, παροιμίες και ρήσεις, με τις επιστημονικές μου τοποθετήσεις και με τις αναλύσεις μου περί ψεύδους, ψέματος και ψεύτικου, με το χιούμορ και με τα όλα μου – έχοντας φτάσει το άρθρο μου στην τελική του σχεδόν εκδοχή, με τον (διόλου τυχαίο) τίτλο «Απρίλη, λες ψέματα». Κι ενώ το μόνο που είχε απομένει, ήταν ένα τελικό φινίρισμα, για να πάρει το πόνημά μου το δρόμο του, να σου μπροστά μου η ανάρτηση της Άννας!
Φτου κι απ’ την αρχή – με το συμπάθειο – γιατί χρειάστηκε να βγάλει φωτοτυπίες η Άννα στο σχολείο!
Έλα, ρε Άννα! Ζητάς κι εσύ κάτι πράγματα, βρε κορίτσι μου!
Η εν λόγω Άννα είναι η κυρία Άννα Καρναβά, καθηγήτρια στην πρώτη γραμμή της δημόσιας εκπαίδευσης, φιλόλογος και συνάδελφος θεατρολόγος, με καταγωγή από τον Βόλο, τεράστια καλλιέργεια και ατελείωτο πλούτο γνώσης, ένα φωτεινό μυαλό, που είχα την τύχη να συναντήσω την περίοδο των σπουδών μου και να παρακολουθώ με την ίδια εκτίμηση και θαυμασμό, εξ’ αποστάσεως πλέον, μέσω του διαδικτύου.
Έγραψε, λοιπόν, η Άννα στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook:
«Στο σχολείο μου το φωτοτυπικό χαρτί βρίσκεται στο γραφείο του διευθυντή. Αυτό σημαίνει πως, για να βγάλεις φωτοτυπίες, πρέπει να μπεις στο γραφείο και να ζητήσεις χαρτί, αφού υποστείς ανάκριση πρώτου βαθμού για το λόγο που το ζητάς, με ύφος υπερ-καχύποπτο.
Βγάζουμε φωτοτυπίες, συχνά φέρνοντας το δικό μας χαρτί, μόνον για ένα τμήμα της τρίτης λυκείου για παράδειγμα και μετά τις περιφέρουμε, τις ίδιες, σε όλα τα τμήματα, για να κάνουμε τη δουλειά μας.
Κάποιοι από μας είδαν και απόειδαν και τις βγάζουν έξω, πληρώνοντας από την τσέπη τους. Αυτό σε όλο το λύκειο, μια που τώρα τελειώσαμε την ύλη και κάνουμε θέματα από την τράπεζα θεμάτων.
Ταυτόχρονα, από τη χρήση της κιμωλίας στον μαυροπίνακα έχω τσιμπήσει ένα γενναίο αλλεργικό βήχα, ενώ παράλληλα επιμορφώνομαι στη χρήση των τεχνολογικών μέσων στην εκπαίδευση και είναι στις υποχρεώσεις μου να κάνω 6 διδακτικές παρεμβάσεις στην τάξη με τη χρήση του ανύπαρκτου τεχνολογικού εξοπλισμού.
Σκέφτομαι να αγοράσω έναν δικό μου βιντεοπροβολάκι, πράγμα που έχουν κάνει πολλοί από μας πριν από μένα.
Κατά τα άλλα, δουλεύουμε για την παιδεία του 21ου αιώνα και τρίχες κατσαρές. Χώρες με χαμηλότερο δείκτη ανάπτυξης επενδύουν πολύ περισσότερο στην εκπαίδευση. Τέλος, μόνο σε μας σημειώνεται το ελληνικό παράδοξο: παρόλα τα προβλήματα που συνεπάγεται η υποχρηματοδότηση, οι απόφοιτοί μας συχνά διαπρέπουν στα ξένα πανεπιστήμια.
Τι να πω; Ταύτα και μένω. Dum spiro spero».
Κι εγώ έμεινα, Άννα μου! Άναυδη έμεινα!
Από την στιγμή που διάβασα την ανάρτησή σου, υποφέρω και δεν spero ντιπ!
Αντιθέτως, spiro με μεγάλη δυσκολία!
Αντράλα κακιά να την πω; Θα την πω, γιατί από τη Θεσσαλία είσαι και θα με καταλάβεις!
Την είχα την προδιάθεση – η αλήθεια είναι – και δε φταις εσύ!
Ζαλίζομαι πολύ τελευταία. Γυρίζουν όλα γύρω μου, με ταχύτητα ιλιγγιώδη!
«Σταματήστε τη Γη! Θέλω να κατέβω!».*
Τώρα σε καταλαβαίνω Μαφάλντα! Πάντα ήσουν αδυναμία λατρεμένη, να που τώρα ήρθε η ώρα να ταυτιστώ με τη σκέψη σου και να προστρέξω στο θάρρος και στην οξυδέρκεια του πολιτικού στοχασμού σου, για να μην εκραγώ!
Μια άξια δασκάλα δέχεται προσβλητικές συμπεριφορές, για ένα πακέτο χαρτί φωτοτυπίας, «επιμορφώνεται» σε ανύπαρκτες τεχνολογίες και βιβλία, ενώ καθημερινά ανέχεται όλον αυτόν τον εξευτελισμό, για να διδάξει γράμματα στα παιδιά!
Όλο αυτό το σκηνικό, δε, είναι απλά το κερασάκι σε μια τούρτα, που μόνο τις τελευταίες ημέρες διαθέτει στρώματα:
-με «θυσίες» για τις οποίες ουδέποτε ερωτηθήκαμε, με «πλάτες» που μας ζητούν να βάλουμε και με τις εξαγωγές που πάνε «τραίνο» (τριπλέτα επικοινωνιακής απρέπειας – ευγενικά μιλώντας – δια στόματος του Πρωθυπουργού)
-με – «γαλάζια» και λοιπά κομματικά αλλά ουδόλως ανοιχτά – μάτια, που βλέπουν ως το Μάτι και δεν υψώνονται στην Εύβοια και στα Τέμπη και τούμπαλιν
-με το νερό που πωλείται, για το καλό μας
-με Μικρούτσικους και Λιάνηδες
με, με, με… δεν σας προλαβαίνουμε πια!
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ στον κόσμο αυτό δε θέλω να ζω.
Την καταλαβαίνω τώρα τη Μαφάλντα που ζητά να σταματήσει η Γη για να κατέβει!
Θέλω κι εγώ, σαν κι εκείνη, να καλύψω τα μάτια μου και να ρωτάω: «Να κοιτάξω; Πάνε καλύτερα τα πράγματα ή να περιμένω λίγο ακόμα;»
Θέλω να είμαι η Μαφάλντα, κι ας μην έχω το πανέξυπνο μουτράκι της, κι ας μη φορώ ποτέ κόκκινο φουστάνι, κι μην έχω πλούσια μαύρα μαλλιά στολισμένα με κόκκινη κορδέλα, κι ας μην πάω στο νηπιαγωγείο, κι ας συμπαθώ – σε γενικές γραμμές – τις σούπες!
Θέλω να έχω το αγωνιστικό πνεύμα και την ανθρωπιά της.
Θέλω να συνεχίσω να παλεύω, κι ας μου λείπει συχνά η αισιοδοξία.
Θέλω το βλέμμα μου εστιασμένο στους συνανθρώπους μου, δίχως φίλτρα, συμφέροντα και a la cart αλληλεγγύη.
Θέλω τόσα πολλά πια;
Αυτό που με πληγώνει βαθιά και κάνει ασήκωτο το βάρος του συλλογισμού μου είναι, πως, την ώρα που τα σκέφτομαι όλα τα παραπάνω, έχει σκοτεινιάσει το βλέμμα μου κι έχει χαθεί το φως από το πρόσωπό μου.
Είναι λάθος και το ξέρω.
Στους αγώνες προχωράς με χαμόγελο, με πρόσωπο φωτεινό, με ένα γαρύφαλλο στο χέρι…
Στους αγώνες μπαίνεις σαν τον Νίκο Μπελογιάννη.
«Σήκω Νίκο» του είπε ο δεσμοφύλακας του στις φυλακές της Καλλιθέας, στις 02:30 ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου του 1952. «Πάμε για καθαρό αέρα;» ήταν η απάντηση του Μπελογιάννη. Λιγότερο από δύο ώρες αργότερα, ο ίδιος και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού μέσα στη νύχτα, στο Γουδί …
Κρατώ, τελικά, τη Μαφάλντα, ανήσυχη και πεισμωμένη, μέσα μου κι αφήνω να με ζεστάνει το φως της τεράστιας προσωπικότητας του ανθρώπου και αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη.
Κάπως έτσι, dum spiro spero κι εγώ μαζί σου, Άννα Καρναβά!
Ας σταματήσει ο κόσμος, όχι για να κατέβουμε εμείς, αλλά όσοι δε σου επιτρέπουν να υπηρετήσεις σωστά το λειτούργημά σου, στερώντας σου υποδομές, εκπαιδευτικό υλικό, σύγχρονες συνθήκες εργασίας.
Ας σταματήσει ο κόσμος, για να κατέβουν όσοι ασεβούν απέναντι στις ζωές μας και παίζουν απάνθρωπα παιχνίδια πάνω στις πλάτες μας, υποτιμώντας, όχι μόνο τη νοημοσύνη, αλλά ακόμη και τα ιερά και τα όσια του θανάτου!
Ας σταματήσει ο κόσμος, για να κατέβουν, όσοι υπηρετούν τα προσωπικά τους συμφέροντα και σπαράζουν μόνο για τα «δικά τους τα παιδιά», ενώ για τα παιδιά των άλλων παίζουν κλαρίνα και λουφάζουν, μέχρι να περάσει η μπόρα!
Ας σταματήσει ο κόσμος, για να κατέβουν, όσοι τολμούν να μετατρέπουν σε κέρδος τα δημόσια αγαθά!
Ας σταματήσει ο κόσμος, για να κατέβουν, όσοι δε σέβονται την αξιοπρέπεια και την υπόληψή μας.
Ας σταματήσει ο κόσμος, κι αν δε θέλουν να κατέβουν, θα τους υποχρεώσουμε εμείς, ξετρυπώνοντάς τους από τα όποια – ανεξαρτήτου χρώματος – κομματικά τους λαγούμια.
Ας σταματήσει ο κόσμος, κι η μόνη καμένη γη που να μείνει πίσω, ας να είναι αυτή από τις βρώμικες καριέρες τους και τις ακόμη πιο βρώμικες ζωές τους.
Ας σταματήσει ο κόσμος, κι ας αρχίσουν ένας – ένας να κατεβαίνουν, μπας και φτάσει εκείνη η μέρα που η ιστορία σου, Άννα μου, θα είναι όντως πρωταπριλιάτικο αστείο…
Η μέρα που θα πάμε, επιτέλους, για καθαρό αέρα…
*Ερρίκος Ίψεν (1828-1906). Νορβηγός δραματουργός και ποιητής. Με το έργο του συνέβαλε στη διαμόρφωση του ρεαλισμού στο θέατρο. Κορυφαία έργα του: Πέερ Γκυντ, Εχθρός του λαού, Κουκλόσπιτο, Η κυρά της θάλασσας, Αγριόπαπια, Έντα Γκάμπλερ, Αρχιμάστορας Σόλενς, Ιωάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν και Βρικόλακες.
*Μαφάλντα. Πρωταγωνίστρια της ομώνυμης σειράς κόμικ του Αργεντινού σκιτσογράφου Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο, γνωστού με το ψευδώνυμο Quino. Αγαπήθηκε σε όλον τον πλανήτη για την βαθιά πολιτικό στοχασμό της, παρά το νεαρό της ηλικίας της.
*Νίκος Μπελογιάννης. Νομικός, αντιστασιακός, και ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ. Έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «Ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Εκτελέστηκε το 1952 με την κατηγορία της κατασκοπείας, παρά το απέραντο κύμα αντιδράσεων (εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδας) για τη θανατική καταδίκη του, τη στήριξη του λαού και τη δημόσια παρέμβαση της Εκκλησίας διά στόματος του τότε Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα Βλάχου. Η υπόθεση Μπελογιάννη αποτελεί παράδειγμα της σκληρότητας των αντικομμουνιστικών διώξεων στην Ελλάδα, μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου.
*Μία από τις πιο διάσημες ατάκες του Quino, δια στόματος Μαφάλντα.