Από μικρό παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τίποτε δε με συγκινεί περισσότερο από την Εβδομάδα των Παθών.
Η θεία μου η Τασία, αδερφή της μαμάς μου και δασκάλα μου στο νηπιαγωγείο αναφερόταν συχνά στην ιδιαίτερη σχέση που είχα από πιτσιρίκα με τις ημέρες αυτές. «Χιλιάδες παιδάκια πέρασαν από τα χέρια μου, τέτοιο κλάμα δεν έχω ξαναδεί», συνήθιζε να σχολιάζει, κάθε φορά που η συζήτηση πήγαινε στα νηπιακά μου χρόνια.
Μεγάλωσα και – ευτυχώς – δε μου πέρασε. Είναι, προφανώς, κατασκευαστικό το θέμα, καθώς και τώρα που ανασύρω τις μνήμες αυτές, τα μάτια μου είναι υγρά!
Το αγαπώ το Πάσχα.
Πιο σωστά, αγαπώ την ατμόσφαιρα και το πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας και την περιμένω πάντα με λαχτάρα.
Αντίθετα με τα Χριστούγεννα που πνευματικά δε με συγκινούν ιδιαίτερα, το Πάσχα δονεί και το τελευταίο κύτταρο της ύπαρξής μου.
Με ανακαινίζει!
Ίσως γιατί δε διαθέτει τίποτα από την πλασματική ευφορία, τα χρωματιστά λαμπιόνια, τις παγιέτες και τη λάμψη των Χριστουγέννων.
Ίσως, γιατί το Πάσχα δεν είναι χαρά και τραγούδι.
Είναι θρήνος και θάνατος.
Είναι κραυγή πόνου και σπαραγμού.
Είναι απελευθέρωση μέσα από δάκρυα, που πηγάζουν από τον πυρήνα της ίδιας μας της ύπαρξης.
Είναι βουτιά στα βαθιά, στα εσώψυχα και αναμέτρηση με το «είναι» μας, πριν έρθει η λύτρωση.
Μια γερή δόση Μεγάλης Εβδομάδας – είτε το πιστεύετε, είτε όχι – είναι που λείπει πραγματικά από τη ζωή μας.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς χριστιανός – ούτε καν να πιστεύει σε οποιαδήποτε μορφής ύπαρξης του Θείου – για να αισθανθεί, να επικοινωνήσει ουσιαστικά και εσωτερικά με τα νοήματα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης.
Αρκεί να έχει γευτεί την πίκρα της απώλειας και να την έχει αποδεχτεί, αντί να αναζητά τρόπους να την υποτιμήσει ή να την απωθήσει… στα όρη στ’ άγρια βουνά του υποσυνείδητου.
Ανοίγω την αγκαλιά και το πνεύμα μου στον πόνο – στον απόλυτο καταλύτη και διαμορφωτή – στο αναπόσπαστο αυτό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής και τον υποδέχομαι. Τον ενστερνίζομαι αδύναμος, φοβισμένος και μικρός, αλλά αποφασισμένος να πορευτώ, να αγωνιστώ, να απολαύσω μικρές και μεγάλες στιγμές της ύπαρξής μου, να πέσω και να ξανασηκωθώ, να συμπορευτώ με το φως και να παλέψω με το σκοτάδι.
Πάσχα σημαίνει να ζήσω και να δεχτώ, πως, ζώντας, χαίρομαι και πονώ.
Κυρίως, να δεχτώ πως το γεγονός πως βρίσκομαι σε μια μόνιμη ισορροπία ανάμεσα στη χαρά και στον πόνο, είναι απλά εντάξει!
Δεν υπάρχει τίποτε μελαγχολικό στη διαδικασία αυτή.
Υπάρχει μόνο μεγαλείο, που όσοι πιστεύουμε, το βιώνουμε, καθώς υποκλινόμαστε με δέος στα Πάθη και στην Ανάσταση του Θεανθρώπου, κι όσοι όχι, σκύβοντας με σεβασμό μπροστά στη μεγάλη περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κάπως έτσι γινόμαστε όλοι ένα, αφού, αν δε μας ενώνει η πίστη στον Χριστό, μας συνδέει η αγάπη για τον άνθρωπο.
Το ερέθισμα μπορεί να είναι οποιοδήποτε: μια εικόνα από τα έθιμα των ημερών, ένας στίχος από την μεγαλειώδη βυζαντινή υμνολογία, η μυρωδιά από τα τσουρέκια ή απλά ο πένθιμος ήχος μιας καμπάνας…
Τότε γυρνάμε προς τα μέσα μας και αντικρύζουμε μικρούς και μεγάλους θανάτους, απώλειες προσωπικές σε ανθρώπους, σε καταστάσεις, σε κομμάτια του ίδιου μας του εαυτού, που χάθηκαν δίχως επιστροφή, αφήνοντας πίσω ένα βασανιστικό κενό…
Τι κι αν δεν το λες πορεία προς τον Γοργοθά, Σταύρωση, Κατάβαση στον Άδη ή Ανάσταση; Είναι η δική σου πορεία, ο δρόμος του βίου σου, ο προσωπικός σου αγώνας, για να δώσεις αξία στη ζωή που σου προσφέρθηκε και να αναζητήσεις την όποια ολοκλήρωση.
Εκεί, αναγνωρίζεις την «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» που πέφτει συντετριμμένη στα πόδια του Ιησού, για να δεχτεί την αγάπη και την αποδοχή του, ως τον άνθρωπο του περιθωρίου, που διεκδικεί το δικαίωμά του στη ζωή και στο φως.
Εκεί, ταυτίζεσαι με τον απόστολο Πέτρο που «πριν αλέκτορ φωνήσαι τρις απαρνήση με», για κάθε φορά που πρόδωσες τις αρχές και τα πιστεύω σου, τον ίδιο σου τον εαυτό και το μετάνιωσες πικρά.
Εκεί, γίνεσαι μέλος της πιετά, της εικόνα της Αποκαθήλωσης του σεπτού σώματος του Ιησού και στο μοιρολόι της Υπεραγίας Θεοτόκου διακρίνεις κάθε μάνα συντετριμμένη, που ετοιμάζεται να θάψει το αδικοσκοτωμένο παιδί της και μαζί του την Άνοιξη. «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;».
Εκεί, στην Ακολουθία του Επιταφίου, πλάι στους χριστιανούς που πενθούν για το θάνατο του Ιησού, χύνεις δάκρυα καυτά για τους δικούς σου νεκρούς, για τους ανθρώπους που απαρηγόρητος αποχαιρέτησες για πάντα, υψώνοντας τον προσωπικό σου θρήνο, «οίμοι φως του κόσμου, οίμοι φως το εμόν!».
Ατελείωτοι οι συμβολισμοί του Θείου Πάθους και αμέτρητες οι συνδέσεις μαζί τους, αλλά η ουσία παραμένει η εξής: αν δεν είναι η θρησκευτική πίστη, είναι τελικά η πίστη στα δικά σου ιερά και όσια που σε κάνει κοινωνό της μεγάλης αλήθειας του εορτασμού του Πάσχα και σε συνδέει με τους συνανθρώπους σου.
Κάπως έτσι, έρχεται η πολυπόθητη Ανάσταση – εκ νεκρών ή προσωπική – αλλά πάντα λυτρωτική και πάντα καθαρτική, πάντα με την αισιοδοξία ενός καλύτερου αύριο, για τον εαυτό μας, για την κοινωνία, για τον κόσμο ολόκληρο.
Ας είναι ανοιχτός ο κοινός μας δρόμος προς το φως.
Ας έρθει, επιτέλους, μια Ανάσταση!