Κάτι μου γυρίζει στο μυαλό
Και μου λέει ένα καλό κι όμορφο τραγούδι
Όπως το λουλούδι που κρατώ
Σιγανές φωνές μιλούν μαζί μου
Και μου λένε ότι ζει μέσα μου και τώρα
Κι είναι η άγια ώρα στο γιαλό*
Δύσκολη μέρα για να γραφτεί κείμενο η σημερινή. Καθώς ταιριάζω τούτες τις φράσεις, το ημερολόγιο δείχνει 21 Απριλίου και να θες (κακώς) να το παραβλέψεις, οι συνειρμοί προκύπτουν αναπόφευκτα.
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, περνούν από τις σελίδες της Ιστορίας και την ιστορίας μας κι αφήνουν το στίγμα τους.
Η μαύρη ημέρα της κατάλυσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1967 είναι ιδανική, για να μιλήσει κανείς για τη μνήμη.
Τι μηχανισμός κι αυτός αλήθεια…
Προσωπική, συλλογική ή ιστορική, η μνήμη αποτελεί το ουσιαστικότερο κομμάτι της ταυτότητας ενός ατόμου, μιας κοινωνίας, μιας χώρας, και τελικά της ανθρωπότητας ολόκληρης.
Γεγονότα, εμπειρίες, θρίαμβοι και τραύματα συνθέτουν το πολύπλοκο παζλ της προσωπικότητάς μας, υφαίνουν πτυχές και δημιουργούν μοτίβα καθοριστικά για την πορεία και τη συνέχειά μας.
Θεριό η Ιστορία και σε «καταπίνει» με ευκολία, πόσο μάλλον αν δεν έχεις μάθει, να διαχειρίζεσαι τα γεγονότα, που αρχικά συνθέτουν την προσωπική σου πορεία και κατ’ επέκταση τη θέση σου μέσα σε ομάδες και σύνολα.
Κοινώς, όταν συνειδητά επιλέγεις να έχεις μνήμη χρυσόψαρου, όχι ανθρώπου!
Ανήκω στην κατηγορία των «τυχερών» που έμαθαν νωρίς να κρατούν το βλέμμα τους στο μέλλον, να ξεπερνούν, να προχωρούν, να αφήνουν πίσω τους αρνητικά συναισθήματα και να φυλάσσουν μέσα τους βαθιά την εμπειρία, ως θησαυρό.
Ολέθριες επιλογές, «παράσημα» κι επιτυχίες, χαρές και λύπες, οι μνήμες μας – θετικές και αρνητικές – αποτελούν πυξίδα και πηγή δύναμης.
Είναι καιρός τώρα που έχω μπλεχτεί στα νήματα της μνήμης.
Συμβαίνουν αυτά, όταν συναντάς μετά από καιρό τη διπλανή σου στα έξι χρόνια της… καριέρας σου στο δημοτικό σχολείο.
Τον απολαύσαμε τον καφέ μας στη λιακάδα με την Στέλλα. Είπαμε πολλά για τις ζωές μας και για τα κεφάλαια που μεσολάβησαν στα χρόνια που είχαμε να συναντηθούμε. Όμορφα, γλυκόπικρα, με την ιδιαίτερη αίσθηση που σου αφήνουν οι σχέσεις της τρυφερής παιδικής ηλικίας.
Πολλά κράτησα από την ώρα που μοιράστηκα μαζί της. Αυτό όμως που κυριάρχησε, με συνόδευσε στην επιστροφή μου στο σπίτι και στην πορεία της σκέψης μου για πολλές ημέρες, ήταν η φράση που χρησιμοποίησε για να μου περιγράψει την περιπέτεια της υγείας του πατέρα της.
«Ένας άλλος άνθρωπος, δεν είναι πια ο εαυτός του…».
Μεγάλη μου συμπάθεια ο πατέρας της, πρωταγωνιστεί σε μια από τις πιο ισχυρές προσωπικές μνήμες από την παιδική μου ηλικία.
Ένας άντρας στιβαρός και λιγομίλητος, ευγενής δίχως προσποιήσεις και διακριτικός, με μια ισορροπία και μια συγκρότηση ζηλευτή, αλλά και μια τρυφερότητα που ξεχείλιζε μέσα από πράξεις. Ήρεμη δύναμη, ο κύριος Δημήτρης επιβαλλόταν με την παρουσία του, με έναν τρόπο αβίαστο αλλά και απόλυτα ξεκάθαρο.
Εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο της πάλαι ποτέ βιομηχανικής ζώνης της Λάρισας, ο άνθρωπος αυτός σακάτευε καθημερινά το κορμί του, για να θρέψει την πενταμελή του οικογένεια.
Θυμάμαι σαν τώρα – ήμουν δεν ήμουν οκτώ χρονών – την εικόνα του κατάκοπου σώματος του στον καναπέ του σπιτιού του, νωρίς απόγευμα χειμώνα, γύρω στις έξι. Παρά την εμφανή του εξάντληση, είχε τη συγκινητική ευγένεια να ζητήσει συγνώμη από την εμβρόντητη πιτσιρίκα και φίλη της μεγάλης του κόρης, γιατί δεν σηκώθηκε, για να την υποδεχτεί κατά την άφιξή της. «Συγνώμη κορίτσι μου. Μόλις γύρισα από τη βάρδια».
Γνώριζα την εικόνα της πνευματικής κόπωσης. Την έβλεπα συχνά και έμαθα να την αναγνωρίζω στα βλέμματα των ενηλίκων της οικογένειάς μου.
Την άλλη, την κόπωση του εργάτη, σε εμένα που από παιδί φαινόταν πως θα δουλεύω με το μυαλό, μου την έμαθε εκείνο το σκοτεινό απόγευμα ο κύριος Δημήτρης. Με συμπλήρωσε έτσι, κερδίζοντας δικαίως μια θέση ιδιαίτερη στη μνήμη μου. Δε θα εξηγήσω περισσότερο κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
Πόνεσε πολύ λοιπόν η είδηση πως, διάγοντας πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής του, βυθίζεται σταδιακά στην άνοια, χάνοντας σιγά σιγά τις μνήμες του και μαζί τον εαυτό του.
Καταλυτική η μορφή του – για δεύτερη φορά στη ζωή μου – σα να άνοιξε ένα ντουλάπι και να ξεχύθηκαν από μέσα μου αμέτρητα κουβάρια νήμα, σε όλα τα χρώματα, τις υφές και τις ποιότητες.
Τόσες θύμησες άρχισαν να κατακλύζουν τη σκέψη μου!
Λες και με συνεπήρε μια ανάγκη να θωρακιστώ πίσω από τις μνήμες μου, να φυλάξω, να προστατέψω και να ενισχύσω τα θεμέλιά μου.
Από τα παιδικά χρόνια έως σήμερα, αν έχω ανασύρει…
Μάνα μου, κλωστές, νήματα και σκόνη. Περισυλλογή και σκόνη!
Συνάμα, μια περίεργη αίσθηση στο στήθος. Ένα βάρος ανάλαφρο. Οξύμωρο θα μου πείτε, αλλά έτσι ήταν. Ένα «αχ» απροσδιόριστο, που, όπως αποδείχτηκε, σύντομα θα αποκτούσε και προσδιορισμό και όνομα.
Μέσω θεάτρου επήλθε η πολυπόθητη «διάγνωση», επιβεβαιώνοντας την καρμική μου σχέση με το αντικείμενο το σπουδών μου. Ευτυχή συγκυρία θα το πω, για την οικονομία του πράγματος, καθώς ήρθε η σύμπραξη του Θεσσαλικού Θεάτρου με την Ομάδα ΠΥΡ και η Αρκουδοράχη* κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους…
Hiraeth ονομάζεται το «αχ» μου, το αρχικά απροσδιόριστο και αποτελεί τη βασική έννοια γύρω από την οποία στήνει την πλοκή του ο συγγραφέας του έργου, Έντ Τόμας. Δείτε την παράσταση και θα το καταλάβετε στα 5 πρώτα της λεπτά!
Πρόκειται για μια θεμελιώδη έννοια στην ουαλική κουλτούρα, που σημαίνει τη νοσταλγία για έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό τόπου, χρόνου και ανθρώπων που έχει για πάντα χαθεί. Περιγράφει ένα σύνολο συναισθημάτων και συνθηκών, οπότε και δεν μεταφράζεται, όπως αντίστοιχα π.χ. δεν μεταφράζεται η ελληνική λέξη «κέφι».
Hiraeth που έπαθα, αγαπητή αναγνώστρια και φίλτατε αναγνώστη, αυτό μόνο σου λέω!
Άρχισαν τότε να ξεπηδούν στη σκέψη μου πρόσωπα και καταστάσεις, καθοριστικά για την προσωπική μου πορεία αλλά και απόλυτα ενδεικτικά μια εποχής που – με πίκρα συνειδητοποιώ – πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί!
Μιας εποχής που «η πέτρα ήταν πέτρα και η καρέκλα, καρέκλα» κι ενός «κόσμου ωραίου που τον ήξερα»…*
Σύμπτωση, καρμική καραμπόλα ή απλά ζωή, όπως και να το δει κανείς, την παραμικρή αμφιβολία δε διαθέτω για την εγκυρότητα της διάγνωσής μου.
Βλέπετε, την παράσταση της Ομάδας ΠΥΡ, την σκηνοθετεί η σπουδαία Ιώ Βουλγαράκη, που δε γνωρίζω προσωπικά, αλλά, ταυτόχρονα, γνωρίζω πολύ προσωπικά.
Γιατί η Ιώ είναι κόρη του αξέχαστου Γιώργου Βουλγαράκη, κι ο πατέρας της μιλούσε συνεχώς για την ίδια και την αδερφή της, την Αλέγρη.
Του Γιώργου που λόγω… ξεγυρισμένου hiraeth αναπόφευκτα ήρθε στη μνήμη μου, επιβλητικός εκτός κι εντός, άνθρωπος γενναιόδωρος, ουσιαστικός, καλλιεργημένος και χορτάτος.
Του Γιώργου, αγαπημένου θείου της Χρύσας, που μου γνώρισε ένα βράδυ στο Duente κι έκτοτε ξανασυνάντησα λιγότερες από δέκα φορές.
Του Γιώργου με τον οποίο έστηνα ατελείωτες συζητήσεις σε συνέχειες, λες και δεν είχαν μεσολαβήσει μήνες ή και χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση.
Του Γιώργου που είχε προσωπική σχέση με όλον τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας (και μεγάλο μέρος του εξωτερικού) αλλά επέμενε να μου μου στέλνει τις ποιητικές του συλλογές και να ζητά την άποψή μου!
Του Γιώργου που απ’ όπου πέρασε – και πέρασε από θέσεις και χώρους μεγάλους – μεγαλούργησε και δεν είχε πάνω του ίχνος έπαρσης και εγωϊσμού, μόνο δίψα απίστευτη για δημιουργία και μάτια ανοιχτά, για να ατενίζει τον κόσμο γύρω του.
Του Γιώργου που μου άφησε το στίγμα του – μεγαλοπρεπές και ανεξίτηλο – τόσο που να μην ξεχάσω πως στις 7 του Απρίλη, πριν δύο χρόνια, ταξίδεψε στην αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό, ακόμη και για μένα, που τόσο λίγο τον συνάντησα, αλλά τόσα πολλά και πολύτιμα έμαθα, γνωρίζοντάς τον.
Δε θυμάμαι αν του το είχα πει – μπορεί ναι, μπορεί και όχι – του το λέω τώρα από εδώ, κι ας φτάσει ο λόγος μου στον ουρανό, για να τον συναντήσει: όταν μιλούσε για τις κόρες του, είχε ένα φως κι ένα πάθος που μου θύμιζε τον Θάνο Μικρούτσικο, και τον τρόπο που αναφωνούσε το όνομα της κόρης του Σεσίλ, ανάμεσα στους στίχου του Εφτά Νάνοι στο S/S Cyrenia. «Κόρη ξανθή και γαλανή, Σεσίλ, που όλο εμελέτα…»*.
Αυτή την εικόνα έχω στη μνήμη μου από τον Γιώργο Βουλγαράκη. Διαμάντι!
Φυσικά, οφείλω προσωπικά ένα μεγάλο δημόσιο «ευχαριστώ» στην Ιώ Βουλγαράκη και την Ομάδα ΠΥΡ, τόσο για την σπουδαία παράσταση που απόλαυσα (μην τη χάσετε!), όσο και γιατί με απάλλαξαν από μια αχρείαστη βόλτα σε καρδιολόγους, παθολόγους και ψυχοθεραπευτές!
Δεν είναι εύκολη η βουτιά μου στης μνήμης τα βαθιά. Το να προχωράς, όμως, ξεχνώντας, δεν είναι επιλογή που θα σε κάνει καλύτερο. Απλά θα σε κατακερματίσει και θα σου κόψει το δρόμο της εξέλιξης. Ποιος το θέλει πραγματικά αυτό;
Να πω την αμαρτία μου, πονάει πολύ το άτιμο το hiraeth και, από την μέχρι τώρα εμπειρία μου, δεν ξέρω αν τελικά γιατρεύεται…
Ξέρω σίγουρα, όμως, πως εμένα δε θέλω να μου περάσει.
*Μικρό ερωτικό – Στίχοι: Γιώργος Βουλγαράκης – Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλλιας Ερμηνεία Λία Τζιαμπάζη– Φύλλο πορείας 1985
*Αρκουδοράχη του Ed Thomas. – Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη – Παίζουν οι ηθοποιοί: Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης. Θέατρο «Κώστας Τσιάνος», παραστάσεις 22-23-27-28-29 και 30 Απριλίου.
* Παράφραση από ατάκες του θεατρικού κειμένου Αρκουδοράχη, Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης εκδόσεις ΠΥΡ, Αθήνα 2023.
* Εφτά Νάνοι στο S/S Cyrenia – Ερμηνεία Θάνος Μικρούτσικος – Ο Σταυρός του νότου – Μελοποιημένη ποίηση του Νίκου Καββαδία από τον Θάνο Μικρούτσικο, LYRA 1979.