Καιρό τώρα στο πλαίσιο της εξελικτικής συστημικής προσέγγισης, το γέννημα της ιδιαίτερης ψυχοθεραπευτικής μου προσέγγισης, επεξεργάζομαι το ζήτημα της ταυτότητας ως βασικό συστατικό του ανήκειν. Ξεκινώντας από την βασική αρχή πως δεν μπορούμε να ορίσουμε ποιοι είμαστε δίχως το νοηματικό πλαίσιο που θα στηρίζει την ταυτότητά μας. Δίχως δηλαδή τις μνήμες, την ιστορία και την ζώσα εμπειρία μιας ζωής που εξελίσσεται κάθετα κι οριζόντια στον χρόνο και στον τόπο.
Σε αυτή την αίσθηση του ανήκειν σε ένα γενεαλογικό πλαίσιο όπου κυριαρχούν ο τόπος και οι άνθρωποί του μας μεταφέρει η αρκουδοράχη, σε σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη στην σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου.
Στις πλαγιές της αρκουδοράχης είναι ένα ερημωμένο χωριό στο οποίο πλέον κατοικούν μόνο τρεις κάτοικοι, ένα ζευγάρι κρεοπωλών κι ο υπάλληλος σφαγέας τους. Σε ένα ερημωμένο τοπίο οι πρωταγωνιστές ζουν μέσα από τις μνήμες τους και για την ακρίβεια μέσα από την προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες τους. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου αναβιώνουν σκηνές από το παρελθόν με έναν αταβιστικό τρόπο, σαν να βγάζουν σκελετούς από τα μπαούλα τους, αναβιώνοντας ονόματα, προϊόντα και καταστάσεις από ένα παρελθόν που αφήσανε πίσω απρόσμενα και βίαια. Προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες τους μέσα σε ένα περιβάλλον πολεμικό, μέσα σε συνθήκες που αίφνης αλλάξανε το σκηνικό της ζωή τους.
Η αρκουδοράχη θα μπορούσε να είναι η ράχη του καθενός μας, του καθενός από μας που ζει σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα -και ίσως βίαια- σε ένα κόσμο που δεν προλαβαίνει να συγκρατεί τις μνήμες του. Σε ένα κόσμο που μας οδηγεί σε μια «μετα-ανθρώπινη» εποχή, όπου η ψευδαίσθηση της τεχνολογικής δύναμης πάνω στην φύση και την φύση μας, οδηγεί εν τέλει σε αλλοιώσεις της ανθρωπινότητάς μας. Και σε ένα κόσμο όπου η κατάργηση της «πραγματικότητας» οδηγεί σε πανικό και παράνοια, οδηγεί δηλαδή τους ανθρώπους σε μια αίσθηση αδυναμίας να ορίζουν με ασφάλεια και αρμονία τις ζωές τους και τις κοινωνίες τους.
Όπως συμβαίνει και στους ήρωες της αρκουδοράχης, οι οποίοι τρεμάμενοι πάνω στην σκηνή αποτυπώνουν τον εσωτερικό αποσυντονισμό των ανθρώπων που ο κόσμος τους έχει αλλάξει δίχως τη δική τους βούληση.
Όπως συμβαίνει και στον δικό μας κόσμο όπου όλα μεταβάλλονται ερήμην μας, όπου τα νοήματα χειραγωγούνται και οι αξίες μεταβάλλονται σε ψηφιακές οντότητες. Όπου νοήματα και αξίες χάνουν την ένσαρκη τους υπόσταση και οδηγούν σε μικρές συστημικές καταρρεύσεις, διότι οι «αξίες» είναι αυτές που αξιώνουν το κάθε νόημα και συγκρατούν τον άνθρωπο στις διεργασίες εκπλήρωσης των σκοπών του. Δίχως συμπαγείς και κοινές αξίες οδηγούμαστε σε μια συστημική κατάρρευση των κοινωνιών και σε κάθε είδους διαιρέσεις, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στο έλλειμμα ταυτότητας, στην θανάτωση της συλλογικής μνήμης και στην ρήξη του ιστορικού συνεχούς των ταυτοτήτων μεγάλων συλλογικών οντοτήτων όπως είναι οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις.
«Σε κείνα τα δωμάτια είναι όλο το χρυσάφι του κόσμου. Οι μνήμες αυτού που είμασταν. Αν δεν έχω μνήμες πώς θα μπορώ να παραμείνω ο Τζοχν Ντάνιελ; Η μνήμη μου είναι η απόδειξη ότι εγώ κι όλοι πριν από μένα υπήρξαν εδώ, ότι τα πράγματα που συνέβησαν, όντως συνέβησαν», αναφέρει ο Τζοχν Ντάνιελ.
Τι απομένει στον άνθρωπο δίχως την σύνδεση με το παρελθόν του, την ιστορία του, τις μνήμες του; Ποιο θα είναι το δικό του μνημονικό ίχνος σε έναν κόσμο που αγνοεί την συλλογική μνήμη και αφήνει τον άνθρωπο έκθετο στην ατομικότητά του;
Η βαρβαρότητα του νέου (χαλασμένου) κόσμου σκοτώνει τα παιδιά μας, αναφωνούν οι ήρωες στην σκηνή, στην κυριολεξία για αυτούς, αφού οι εκπρόσωποι του νέου κόσμου δολοφονούν το παιδί τους, μεταφορικά για εμάς που τα παιδιά μας στενάζουν σε ένα κακό εκπαιδευτικό σύστημα, σε μια Ελλάδα δίχως προοπτική που τα διώχνει στο εξωτερικό και που ενίοτε τα σκοτώνει στην κυριολεξία (Τέμπη).
Με έναν τραγικό αλλά και συμβολικό τρόπο οι ήρωες της αρκουδοράχης μας υπενθυμίζουν πως ο κόσμος μας δίχως μνήμη δεν έχει μέλλον, πως σκοτώνει την ελπίδα να γεννηθεί μια νέα γνώση, η οποία πατώντας στα βιώματα της παλιάς θα δημιουργήσει νέες συνθέσεις.
Αυτή την ιδιαίτερη μνήμη του πόνου την αντιλαμβάνομαι και προσωπικά, ως αίσθηση απώλειας μιας γλώσσας που είναι η μητρική μου, δίχως όμως να είναι η καθομιλουμένη μου. Όπως ο πρωταγωνιστής στην σκηνή της αρκουδοράχης συνδέεται με τις μνήμες του μέσω της παλιάς γλώσσας, έτσι κι εγώ ανασύρω μέσα μου μνήμες που φτιάχνουν τον νοηματικό μου κόσμο τριγύρω από μια γλώσσα που τείνει να χαθεί οριστικά, την βλάχικη.
Όπως λέει ο Βασίλης Νιτσιάκος σε ένα ποίημά του από την ποιητική συλλογή «του πόνου» με τον τίτλο «Ξενιτιά»:
Η γλώσσα της μάνας μου
δεν είναι η μητρική μου
Κι όμως, δεν είμαι θετός γιος
ούτε παιδί προσφύγων
Και φυσικά δεν είναι η γλώσσα για τη γλώσσα, αλλά η αίσθηση πως έχουμε το δικαίωμα να ανήκουμε σε αυτή, να ανήκουμε στις μνήμες μας, στις ελπίδες μας και στους τόπους μας. Εξάλλου αυτή η αίσθηση του ανήκειν είναι κι ο μοναδικός τρόπος αντίστασης στην βαρβαρότητα των ημερών. Μιας αντίστασης που διέρχεται μέσα από την αναδιάρθρωση της μνήμης μας, μέσα από την αναβίωση των βιωμάτων μας σε ένα διαρκές παρόν, όπου το εδώ και τώρα συντίθεται μέσα από τις δικές μας εμπειρίες κι όχι μόνο κι αποκλειστικά μέσα από τις τρέχουσες ψηφιοποιημένες εμπειρίες μιας επίπλαστης πραγματικότητας.
Η αρκουδοράχη μας δίνει και ένα άλλο μήνυμα, μας βάζει να ατενίσουμε την πλευρά αυτών που υπηρετούν τις αλλότριες αλλαγές του κόσμου. Ο «Κάπταιν» παρότι ισχυρός είναι το τραγικότερο πρόσωπο της ιστορίας. Συμβολίζει τον άνθρωπο που υπηρετώντας τους ισχυρούς χάνει τα προσωπικά νοήματα και συνθλίβεται στην ανυπαρξία του καθήκοντος. Τον άνθρωπο που χάνει τις μνήμες του, ίσως επειδή είναι τραυματικές, για να συνδεθεί με ένα αλλότριο παρόν, ένα παρόν που τον καθυποτάσσει στις επιθυμίες των άλλων. Μια συνθήκη που τον απροπροσωποποιεί κι εν τέλει τον αφανίζει. Μου θυμίζει ο Κάπταιν τους σημερινούς εκπροσώπους της πολιτικής σκηνής (βουλευτές, κ.α.) οι οποίοι παραδρομούν μεταξύ ολιγαρχίας και λαού, θέτοντας φυσικά τον εαυτό τους στην υπηρεσία των πρώτων. Όλων αυτών που χάνουν την ψυχή τους βουτηγμένοι σε υποσχέσεις που τάζουν την υπεράσπιση των συμφερόντων των πολλών κι εν τέλει τάσσονται -συνειδητά ή όχι- στην υπηρεσία των συμφερόντων των λίγων. Όλοι αυτοί που τελικά υπηρετώντας το άδικο δολοφονούν τον εαυτό τους, όπως κι ο Κάπταιν της αρκουδοράχης.
Οι ταπεινοί πρωταγωνιστές μιας μικρής και παρηκμασμένης κοινότητας μας δίνουν την ευκαιρία να αναστοχαστούμε σε καίριους υπαρξιακούς προβληματισμούς για την ανθρώπινη μοίρα και την μοίρα των κοινωνιών μας. Και μας βάζουν μπροστά στην ευθύνη να περιορίσουμε την δύναμη του «κακού» εμπνεόμενοι μέσα από την λαχτάρα τους να θυμηθούν, να νιώσουν, να εμπιστευτούν και να αγαπήσουν, ακόμη κι αν ζουν αγκυλωμένοι στην ανυπαρξία ενός παρόντος δίχως μέλλον.
Αφού μπορούν εκείνοι μπορούμε κι εμείς…