Μέσα της δεκαετίας του ’90, σε λεωφορείο της γραμμής 27, στη Θεσσαλονίκη, με κατεύθυνση προς Σταυρούπολη, μεσημέρι μιας ζεστής ανοιξιάτικης ημέρας, η ιστορία που θα σας αφηγηθώ.
Αστικό από τα μεγάλα τα αρθρωτά, με τη φυσούνα στο κέντρο, χωρίς air condition και οι ελάχιστοι επιβάτες του σε κατάσταση ημι-νάρκωσης, ακροβολισμένοι στα παράθυρα, προσπαθώντας να πάρουν μια ανάσα δροσιάς, ενώ από το ραδιόφωνο του οδηγού η Κατερίνα Στανίση υμνεί έναν μυστικό έρωτα.
Ακριβώς πίσω από το κάθισμά του κυρία κάποιας – μεγάλης – ηλικίας, ιδιαίτερα περιποιημένη και κομψή, βγαλμένη λες από μεγαλοαστικό σαλόνι της δεκαετίας του ΄60, κουνά νωχελικά τη δαντελένια βεντάλια της, φανερά ταλαιπωρημένη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του οχήματος, πιθανώς και από το άσμα της Κατερίνας, αν κρίνει κανείς από τις λοξές ματιές που ρίχνει στον νεαρό οδηγό, ο οποίος καπνίζει το τσιγάρο του και σιγοτραγουδά αμέριμνος το ρεφρέν.
Τη ραστώνη διακόπτει απότομα η θορυβώδης είσοδος ενός πλήθους μαθητών, που ανεβαίνει στο λεωφορείο από στάση μπροστά από μεγάλο σχολικό συγκρότημα. Αλλάζει εντελώς το κλίμα, με τα γέλια, τις μεγαλόφωνες συζητήσεις, τις φωνές και την ενέργεια της πιτσιρικάδας.
Η ηλικιωμένη κυρία παρακολουθεί με ενδιαφέρον την εισβολή των μαθητών, σύντομα όμως το ενδιαφέρον της μετατρέπεται σε έκπληξη και εμφανή αμηχανία, καθώς οι νεαροί έφηβοι, εκτός από θορυβώδεις, είναι και ιδιαίτερα αθυρόστομοι!
Φανερά ενοχλημένη σηκώνεται από τη θέση της και με ταραγμένη φωνή απευθύνεται προς τον οδηγό. «Κύριε οδηγέ, σας παρακαλώ κάνετε μια παρατήρηση στους νεαρούς. Δεν ακούτε; Ταραχή με έχει πιάσει. Δεν είναι σωστό να εκφραζόμαστε έτσι, σε δημόσιο χώρο».
Εκείνος της ρίχνει ένα διερευνητικό βλέμμα μέσα από τα Aviator Rayban γυαλιά του, σβήνει το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο και στρώνοντας τον γιακά του ανοιχτού του πουκάμισου, της αποκρίνεται με ένα ζεστό χαμόγελο:
«Δεν τους γα…είτε, Mανταμίτσα…».
Περιττό να αναφερθεί πως, μετά την απάντηση του οδηγού, η ευγενής κυρία επέστρεψε αποσβολωμένη και κατάχλωμη στη θέση της, παραμένοντας σιωπηλή στο υπόλοιπο της διαδρομής…
Η αληθινή αυτή ιστορία, πέρα από την κορυφαία χιουμοριστική της ατάκα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής άποψης, που μπορεί να έχει κανείς, για το τι είναι η ευγένεια.
Για κάποιους, που τη διδάχτηκαν με τους επίσημους άτυπους κανόνες της, σημαίνει ευλαβική τήρηση του savoir vivre. Για κάποιους άλλους, ωστόσο, το πράγμα λειτουργεί, ας πούμε, αυτοσχεδιαστικά: ρίχνεις έναν πληθυντικό στο ρήμα – στο όποιο ρήμα, όπως αποδεικνύει χαρακτηριστικά το παράδειγμα της ιστορίας – προσθέτεις και μια δόση γαλλικών, ένεκα που ταιριάζει η γλώσσα με τον πληθυντικό ευγενείας και για το επιστέγασμα κολλάς ένα υποκοριστικό, για να εκφράσεις ξεκάθαρα τη συμπάθειά σου, κι έξω από την πόρτα!
Ο οδηγός του λεωφορείου το πάλεψε πραγματικά το πράγμα, πρέπει να του το αναγνωρίσουμε! Την είδε την ταραχή και «διάβασε» σωστά το κοινωνικό υπόβαθρο της ηλικιωμένης κυρίας. Να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα ήθελε, άσχετα αν δεν γνώριζε τη «γλώσσα» της και τα έκανε μαντάρα, προσαρμόζοντας τη στη δική του.
Πρόθεσή του ήταν να την καθησυχάσει, να της πει «μη δίνετε σημασία, κυρία μου». Το διατύπωσε εντελώς διαφορετικά, με αποτέλεσμα κωμικό μέχρι δακρύων, αλλά η πρόθεση του ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με το βασικό αξίωμα του savoir vivre: να σκεφτόμαστε τον άλλο, να τον κάνουμε να μην αισθάνεται άσχημα και να τον βγάζουμε από τη δύσκολη θέση.
Στα δικά μου μάτια ο άνθρωπος αυτός ήταν ουσιαστικά ευγενής!
Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον που το χαρακτηρίζει η περίφημη αστική ευγένεια, σου γίνεται δεύτερη φύση το μοντέλο αυτής της συμπεριφοράς.
Αμέτρητοι οι άγραφοι νόμοι της, περνούν στα θεμέλια της προσωπικότητας, σε σημείο που οι εκλεπτυσμένες αντιδράσεις του ατόμου, να είναι πλέον αυτόματες.
Υπάρχουν συνθήκες, που όλο αυτό το σύστημα λειτουργεί σχεδόν καταπιεστικά, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αποδεικνύεται περίτρανα, πως οι επονομαζόμενοι «καλοί τρόποι» είναι καλοί μόνο κατ’ επίφαση και όχι κατ’ ουσία, προορίζονται μόνο για τη δημόσια εικόνα, ενώ στον ιδιωτικό βίο τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Προσωπικά, χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, να βγω στη ζωή, να παλέψω και να σταθώ, για να συνειδητοποιήσω πως η ευγένεια – ανθρώπινη και ουσιαστική – αποτελεί το μεγαλύτερο εφόδιο, που πήρα από την οικογένειά μου.
Τότε κατανόησα πως οι τρόποι αυτοί δεν ήταν υποκριτικοί, ούτε και ανούσιοι.
Είδα τον σεβασμό στην επιμονή μιας 90χρονης γυναίκας, να απευθύνεται στον πληθυντικό σε άγνωστά της 20χρονα κορίτσια.
Ένιωσα τη διακριτικότητα και την ενσυναίσθηση των ανθρώπων που δε σχολιάζουν, δε λοιδορούν, δεν καταδέχονται να βάζουν το μάτι στην κλειδαρότρυπα των άλλων ή να επικροτούν ανάλογες συζητήσεις και συμπεριφορές παρουσία τους.
Κυρίως όμως εισέπραξα την αξιοπρέπεια όσων αρνούνται να συγχρωτιστούν με πρόσωπα που δεν εκτιμούν, που γυρνάνε την πλάτη σε σχέσεις υποκριτικές και επιφανειακές, σε επαφές και γνωριμίες από συμφέρον, που δέχονται αδιαμαρτύρητα να πληρώνουν το τίμημα, προκειμένου να παραμείνουν συνεπείς και ακέραιοι!
Είναι εύκολο να είσαι ευγενής με τους ευγενικούς. Τι γίνεται όμως με τους αγενείς; Σε αυτούς, λοιπόν, η ευγένεια δε χαρίζει ούτε βλέμμα. Εύκολο!
Το δύσκολο είναι πως στέκεσαι απέναντι σε όσους υποκρίνονται ευγενικές προθέσεις, ποντάροντας στη δική σου ειλικρινή ανθρωπιά, για να σου επιβάλλουν την παρουσία και τους τρόπους τους.
Τι κάνεις όταν ένας άνθρωπος, που δεν εκτιμάς, ρε αδερφέ, προσπαθεί με το «έτσι το θέλω» να σε προσεγγίσει, εκμεταλλευόμενος τους περίφημους κανόνες της αστικής ευγένειας;
Αρχικά, ας μη γελιόμαστε! Δεν είναι η ευγένεια συνθήκη a la cart. Ή το παίζεις ή δεν το παίζεις το παιχνίδι του Ζαμπούνη.
Μέση λύση δεν υφίσταται, να είσαι π.χ. με τα «σεις» και με τα «σας» όπου σε βολεύει ή όπου έχεις λαμβάνειν και να πατάς επί πτωμάτων, όταν δε σε εγκαλούν, κοινώς, όπου σε παίρνει.
Μη σας ξεγελούν οι ευγενείς άνθρωποι. Ευγενείς είναι, όχι χαζοί.
Κοντά τους δε μαθαίνεις μόνο να αναγνωρίζεις και να υιοθετείς τους καλούς τρόπους. Μαθαίνεις πρώτα και πάνω απ’ όλα να τους υπερασπίζεσαι, κι όταν καλείσαι να το κάνεις, η ακεραιότητα και η τιμιότητα υψώνονται ισχυρότερες, από τους κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Γιατί ο ευγενής άνθρωπος την ατιμία, την υποκρισία, την ανηθικότητα και την ασέβεια δεν τις ανέχεται. Επιλέγει να τις αγνοεί, να τους γυρνά την πλάτη, όχι επιδεικτικά αλλά με τον πιο φυσικό τρόπο. Γιατί απλά δεν τις αναγνωρίζει, ούτε και μπαίνει στο παιχνίδι τους.
Κι όταν εκείνες μάταια επιχειρούν να του επιβληθούν, απλώνοντάς του το χέρι σε χειραψία, δεν το έχει σε τίποτα να αρνηθεί και να απαντήσει, όπως τους αξίζει, αιχμηρά ή και οριακά αθυρόστομα, αριστοφανικά.
A propos, και για να μην ξεχάσουμε όσα ξέρουμε, ο λαθρακουστής δεν νομιμοποιείται να μιλά για ευγένεια και να επικαλείται τον πολιτικό πολιτισμό! Του το απαγορεύει και το savoir vivre και ο Ποινικός Κώδικας.
Δεν επιτρέπει η ειλικρίνεια να της παραδίδει μαθήματα ήθους η επιλεκτική αβρότητα, ούτε on, ούτε και off camera!
Δε συνδιαλέγεται με την ψευτιά η ευγένεια.
Δε θα δώσει ποτέ το χέρι της για να επικυρώσει – έστω και άτυπα – την υποκρισία.
Όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Όποιος κι αν είναι ο αποδέκτης.
Ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Που να της κοπεί το χέρι!