Της Μαρίας Παπουτσή
Περνούν οι μήνες, περνούν τα χρόνια
Ο κόσμος προσπερνά μα εσύ κοιμάσαι ακόμα…
Κι αδιαφορία,
στο τέλος να που ξαναζείς την ιστορία…
Κάθεσαι σπίτι σαν τον πασάκο
Στον καναπέ σου έτσι χυμένος μοιάζεις σάκο
Και τη ζωή σου απολαμβάνεις
Αφού μπορείς, ε ναι, γιατί να μην το κάνεις;
Δεν έχεις κόμπο μες το στομάχι
Κι ούτε στο τρένο αλυχτάς σα να ‘ναι μάχη.
Μα αν σε πιάσει το κλάμα βλέπεις
Πως κάτι σάπιο είναι ο κόσμος που αντέχεις.*
Στη ζωή μου ένα μόνο πράγμα – εκτός από το θέατρο – με συγκινεί βαθιά, αποτελώντας πεδίο έμπνευσης, έκφρασης, γνώσης αλλά και αστείρευτη πηγή απόλαυσης, χαράς και ενθουσιασμού: το ποδόσφαιρο.
Δύο κόσμοι φαινομενικά διαφορετικοί, ουσιαστικά όμως συγκλονιστικά ίδιοι, αν αναλογιστεί κανείς το κοινό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται, παράγονται και «καταναλώνονται».
Σκληρή δουλειά, επίπονη και ατελείωτη μαθητεία, χρήση σώματος και πνεύματος, αναμέτρηση με τον εαυτό σου σε κάθε επίπεδο, αποθέωση της μοναδικότητας, πρωταθλητισμός, αδρεναλίνη, ομαδικό πνεύμα, καταλυτική συνεισφορά των αθέατων συντελεστών και – φυσικά – απόλυτη έκθεση στα μάτια του θεατή.
Σχολεία μέγιστα, το θέατρο και το ποδόσφαιρο αποτελούν – το καθένα με τους δικούς του κώδικες – αντανάκλαση του κόσμου μας: της ομορφιάς, της δημιουργικότητας, της παθογένειας, της κοινωνικής ζωής, των φιλοσοφικών μας ερωτημάτων και, τελικά της υπαρξιακής μας αγωνίας.
Αμέτρητες οι εικόνες και οι ποδοσφαιρικές μνήμες που έχουν συντηρηθεί και ενσωματωθεί αυτούσιες ανάμεσα στις πιο έντονες εμπειρίες μου, έρχονται συχνά και με συναντούν, ξαφνιάζοντάς ακόμη κι εμένα την ίδια, με τον πλούτο και το εύρος των λεπτομερειών τους.
Το «χέρι του Θεού» στον περίφημο προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, στο Μεξικό, μεταξύ Αγγλίας και Αργεντινής και το ωραιότερο γκολ όλων των εποχών λίγα λεπτά αργότερα, με τον Μαραντόνα να γράφει ποδοσφαιρική ιστορία, με φόντο την ιδιαίτερα τεταμένη σχέση μεταξύ των δύο χωρών, εξαιτίας του πολέμου των Φόκλαντ.
Το ανάποδο ψαλίδι του αξέχαστου Γιώργου Μητσιμπόνα στο 87΄ της αναμέτρησης ΑΕΛ-Ηρακλή, στο Αλκαζάρ, την Πρωτομαγιά του 1988 που έστεψε την ομάδα της πόλης μου πρωταθλήτρια και η εικόνα του τεράστιου βυσσινί πανό των Monsters απλωμένου πλάι στο Δικαστικό Μέγαρο, πριν ξεκινήσει η ιστορική πορεία διαμαρτυρίας για την απώλεια των τεσσάρων βαθμών, που παραλίγο να στοίχιζε στην ΑΕΛ τον τίτλο της πρώτης – και μοναδικής ακόμη έως τώρα – ομάδας της περιφέρειας, που κατέκτησε τον πολυπόθητο τίτλο.
Το χαραγμένο με διαβήτη βολέ του Μάρκο Φαν Μπάστεν στον τελικό του Πρωταθλήματος Ευρώπης το ίδιο καλοκαίρι, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, που χάρισε στην Ολλανδία τον τίτλο και η αποχώρηση του λαβωμένου «Κύκνου της Ουτρέχτης» από το ίδιο γήπεδο και το ποδόσφαιρο πέντε χρόνια αργότερα, με τη φανέλα της Μίλαν, στον τελικό του Champions League. Ο κορυφαίος σέντερ φορ όλων των εποχών έκλεισε απότομα την καριέρα του, πριν μπει καν στα 29, μετά από αλλεπάλληλους τραυματισμούς στα πόδια – τους περισσότερους από σκληρά μαρκαρίσματα «συναδέλφων» του – αποτελώντας ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της επιτακτικής ανάγκης αλλαγής των κανονισμών του αθλήματος και των ποινών, σε όσους δε σέβονται τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών.
Η Εθνική Ελλάδος στο νικητήριο βάθρο του EURO 2004, στην Πορτογαλία και οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί σε ολόκληρη τη χώρα, για το άπιαστο όνειρο, που τελικά δικαιούμαστε να ζήσουμε, έστω και ποδοσφαιρικά.
Θέαμα, συγκίνηση αλλά και απόλυτη σύνδεση με την Ιστορία, με κοινωνικά φαινόμενα και αιτήματα, με σκάνδαλα και σκοτεινές πτυχές της πολιτικής ζωής.
Από την κλωτσιά του Καντονά στον ακροδεξιό «οπαδό» της Κρίσταλ Πάλας, που κατέβηκε 11 σειρές από τη θέση του, για να λούσει τον γάλλο επιθετικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με το ρατσιστικό του μίσος, στο πολυδάπανο Μουντιάλ της εξαθλιωμένης κοινωνικά Βραζιλίας το 2014 και – πιο πρόσφατα – στο αιματοβαμμένο του Κατάρ, που συνεχίζει να προκαλεί δονήσεις στην Ευρώπη, με το σκάνδαλο του χρηματισμού μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο βασιλιάς των σπορ αποτελεί μόνιμα πεδίο άσκησης πολιτικών, αποτελώντας κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό άθλημα.
Σελίδες γραμμένες με χρυσά γράμματα, σελίδες σκοτεινές και γκρίζες, αλλά και κάποιες – δυστυχώς όχι λίγες – γραμμένες με αίμα.
Μια τέτοια τριγυρνά στην σκέψη μου από το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιουνίου.
Στις 29 Μαΐου 1985 ο τελικός του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών έφερε αντιμέτωπες τη Λίβερπουλ και τη Γιουβέντους στο στάδιο «Χέιζελ» των Βρυξελλών, σε μια αναμέτρηση που η παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα περίμενε με ανυπομονησία, καθώς οι δύο ομάδες βρισκόταν τότε στο απόγειο των αγωνιστικών τους επιδόσεων.
Η μέρα που έπρεπε να μείνει στην ιστορία ως μια μεγάλη ποδοσφαιρική γιορτή, βάφτηκε με το αίμα τριάντα εννέα ψυχών, στην πλειοψηφία τους οπαδών της Γιουβέντους, που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα κιγκλιδώματα και τις εξέδρες του σταδίου της βελγικής πόλης.
Αρχικά ο Τύπος και οι εμπλεκόμενοι φορείς έσπευσαν να αποδώσουν τον τραγικό απολογισμό σε απώλειες ζωών στον χουλιγκανισμό, καθώς παρόντες ήταν βρετανοί οπαδοί, διαβόητοι για την αθλιότητα της συμπεριφοράς τους στα γήπεδα όλου του πλανήτη, ενώ υπήρξε «πολεμικό» προηγούμενο μεταξύ των υποστηρικτών των δύο ομάδων. Στην πορεία του χρόνου τα στόματα άνοιξαν και ήρθαν στο φως οι εγκληματικές παράμετροι της ιστορίας αυτής.
Το γήπεδο «Χέιζελ» που είχε σχεδιαστεί στη δεκαετία του 1920 ήταν σαραβαλιασμένο, επικίνδυνο, σχεδόν ακατάλληλο για να φιλοξενεί αγώνες. Παρά τις επισημάνσεις για την ακαταλληλότητα του χώρου η UEFA και ο τότε επικεφαλής της Ζακ Ζόρζ επέμειναν στην επιλογή του απαρχαιωμένου γηπέδου. Στις δολοφονικές παραλείψεις των διοργανωτών προστέθηκαν τα ελλιπή μέτρα ασφάλειας και η δίχως σχεδιασμό διάθεση των εισιτηρίων, που έφερε τους οπαδούς των αντίπαλων ομάδων σε διπλανές κερκίδες.
Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου η παράκαμψη του υποτυπώδους αστυνομικού κλοιού από τους Βρετανούς, η έφοδος στους Ιταλούς, που υποχώρησαν στον τοίχο και ποδοπατήθηκαν. Η πίεση της ανθρώπινης μάζας έφερε το τελικό χτύπημα και ο τοίχος κατέρρευσε.
Τραγικός απολογισμός περισσότεροι από 600 τραυματίες και 39 νεκροί.
Με τόσους νεκρούς, τραυματίες και σωρεία εγκληματικών παραλήψεων στην καρδιά του μεγαλύτερου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου της Ευρώπης, θα περίμενε κανείς να ανοίξει μια τεράστια εισαγγελική έρευνα, που θα οδηγούσε σε μια ακόμη μεγαλύτερη δικαστική περιπέτεια.
Ωστόσο, επίσημη έρευνα για τη δολοφονική αμέλεια στο «Χέιζελ» δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ!
Σε μια κίνηση απίστευτου κυνισμού, η UEFA επέλεξε να διεξαχθεί κανονικά ο αγώνας, εκεί που το αίμα νεκρών ανθρώπων δεν είχε καν στεγνώσει, με πρόσχημα την απειλή επέκτασης των συγκρούσεων στην πόλη.
Οι παίκτες των δύο ομάδων γνώριζαν για τους νεκρούς (το ομολόγησαν πολλοί από αυτούς δημόσια ή ιδιωτικά στην πορεία), ωστόσο δέχτηκαν να μπουν στον αγωνιστικό χώρο και να παίξουν.
Ο Ελβετός διαιτητής Αντρέ Νταϊνά «είδε» πέναλτι σε ανατροπή του Μπόνιεκ εκτός μικρής περιοχής στο 56’, ενισχύοντας την άποψη πως εκτελούσε άνωθεν εντολές, για να καταλήξει το τρόπαιο στα χέρια των Ιταλών, προφανώς ως παρηγοριά για την απώλεια των συμπατριωτών τους.
Το χτύπησε ο Μισέλ Πλατινί που πανηγύρισε έξαλλα το μοναδικό γκολ της συνάντησης, σε ένα στάδιο παγωμένο από την ανάσα του θανάτου. Στην κατακραυγή που υψώθηκε για τη στάση του αποπειράθηκε να δικαιολογηθεί, λέγοντας ψέματα, πως δεν γνώριζε. Γνώριζε, όπως γνώριζαν όλοι.
Τα λαμπερά πρόσωπα της UEFA και οι υπεύθυνες αρχές έμειναν ατιμώρητες για αυτό το έγκλημα. Στους Βέλγους απαγορεύτηκε να αναλάβουν οποιαδήποτε ποδοσφαιρική διοργάνωση για τα επόμενα τρία χρόνια, με δύο αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών τιμωρήθηκε η Γιουβέντους, ενώ επιβλήθηκε πενταετής αποκλεισμός όλων των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, εξαετής για τη Λίβερπουλ.
Δεκατέσσερις βρετανοί οπαδοί δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν με ποινές φυλάκισης έως τριών χρόνων, με την κατηγορία του φόνου εξ αμελείας.
Εξέχουσα θέση στην ιστορία αυτή διαθέτει και η τότε Πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ. Η «σιδηρά κυρία» που απεχθανόταν το ποδόσφαιρο, ήταν εκείνη που κλήθηκε να διαχειριστεί την ανεξέλεγκτη βία στα αγγλικά γήπεδα. Τι ειρωνεία!
Μολονότι οι περισσότεροι σπεύδουν να της αναγνωρίσουν πως έκανε σωστά τη δουλειά, λίγοι επισημαίνουν πως μαζί με τα αυστηρά μέτρα στα γήπεδα, αξιοποίησε εξαιρετικά την ευκαιρία, για να εφαρμόσει την ακραία φιλελεύθερη πολιτική της, προχωρώντας σε μεγάλες περικοπές στην Παιδεία, ακυρώνοντας κονδύλια για την σωματική αγωγή των νεαρών μαθητών, ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτουν τεχνηέντως τις ευθύνες της κυβέρνησής της για την επανάληψη της αντίστοιχης τραγωδίας στο Χίλσμπορο, το 1989, όπου ακολουθήθηκε το ίδιο ακριβώς σενάριο στην απόδοση των ευθυνών, με τους διοργανωτές να παραμένουν στο απυρόβλητο, παρά την θάνατο 97 ανθρώπων!
Έκτοτε ο κόσμος των παραγόντων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου επέλεξε να αγνοεί το Χέιζελ, να το αποσιωπά, να το προσπερνά με κάθε κόστος. Χαλάει την εικόνα του προϊόντος και διώχνει τους σπόνσορες το αίμα το ατιμώρητο, κακά τα ψέματα.
Η μόνη «επίσημη» συγνώμη ήρθε από εξέδρας, 20 χρόνια αργότερα, στη συνάντηση των δύο ομάδων στο Champions League. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ σχημάτισαν στην εξέδρα τους τη λέξη «συγνώμη» στα ιταλικά, με την κερκίδα της Γιουβέντους να διχάζεται ανάμεσα στο χειροκρότημα και στο γύρισμα της πλάτης στην κίνησή τους.
Θα μου πείτε, τι σε έπιασε εσένα, μάνα μου, και ξεσκονίζεις τις μνήμες τις σκοτεινές καλοκαιριάτικα; Δεν πας να κάνεις τα μπάνια σου και να μας αφήσεις ήσυχους;
Το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιουνίου, κάπου εκεί ανάμεσα στις δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή και στους πανηγυρισμούς των υποστηρικτών του κυβερνόντος κόμματος, η λέξη Χέιζελ ξεκίνησε να κουδουνίζει στο μυαλό μου, σαν καμπανάκι. Καθώς συνειδητοποιούσα τη σκέψη μου, το καμπανάκι μετατράπηκε σε σειρήνα, από εκείνες που ηχούν σε αεροπορική επιδρομή!
Προφανώς, για μένα ο συνειρμός ανάμεσα στα δύο γεγονότα είναι και σαφής και ξεκάθαρος.
Στην κρίση του καθενός είναι να κάνει τις συνδέσεις και να πάρει θέση, για το ποια είναι η πραγματική διάσταση του πολιτικού σκηνικού της χώρας, όπως σχηματίστηκε μετά τις τελευταίες εκλογές και αν μπορεί να πανηγυρίζει κανείς, μέσα στο πλαίσιό του.
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη επιλογή!
Για κάποιους – πολλούς όπως απέδειξε τόσο ο τελικός του Χέιζελ, όσο και οι πρόσφατες εκλογές στη χώρα μας – τελικά, σημασία έχει μόνο να κερδίζει η ομάδα τους!
Σωστά, κύριε Πλατινί;
Αφιερωμένο στον Λευτέρη, που πάντρεψε το μουσικό θέατρο και το ποδόσφαιρο, όπως μόνο ένας πραγματικός οπαδός τους θα μπορούσε! Μεγάλο ευχαριστώ για την παραχώρηση των στίχων του τραγουδιού.
*The soccer opera – Όπερα Ποδοσφαίρου. Σύλληψη – Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης, Λιμπρέτο: Gerhild Steinbuch – Μετάφραση στα ελληνικά Μαρία Μαντή.