(Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης)*
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μια έντονη δραστηριοποίηση κάποιων οργανώσεων, οι οποίες επιδιώκουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο ως «λύσεις» κάθε είδους ξεπερασμένα ιδεολογήματα και «προτάσεις» για την προστασία από τις πλημμύρες, για την γεωργία και τα υδατικά έργα στην πληγωμένη Θεσσαλία.
Το πολιτικό τους μάρκετινγκ περιέχει μεγαλοστομίες, γενικότητες, άφθονες αναφορές στη φύση που «θα σώσει τη Θεσσαλία» και επιμονή αποκλειστικά σε «μικρές» παρεμβάσεις και έργα. Και όλα αυτά δοσμένα με το συνηθισμένο περιβαλλοντικό περιτύλιγμα, ώστε οι θέσεις τους να «περάσουν» πιο εύκολα σε ευαίσθητους απληροφόρητους πολίτες.
Όμως το καλοδουλεμένο μάρκετινγκ χρειάζεται και πλατειά επικοινωνία, κάτι που απλόχερα τους προσφέρουν ορισμένα ΜΜΕ, όπως για παράδειγμα η εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της (δες 12,14 και 15 Νοεμβρίου).
Σε ένα από αυτά προβάλλονται οι απόψεις της γνωστής οργάνωσης WWF (14/11), η οποία επί της ουσίας προτείνει για τη Θεσσαλία «λύσεις βασισμένες στη φύση» και όχι «βαριά» έργα, εξηγώντας πως πρέπει να περιοριστούμε σε μικρά φράγματα, να απομακρύνουμε αναχώματα κοντά στις κοίτες των ποταμών, να εγκαταλείψουμε το πρόγραμμα υλοποίησης περιφερειακών ταμιευτήρων όπως πχ. Πύλη και Μουζάκι και άλλες παρόμοιες «εναλλακτικές», όπως τις αποκαλεί, θέσεις.
Την ίδια ακριβώς ημέρα (14/11), η γνωστή οικολογική οργάνωση GREENPEACE, σε συνέντευξη τύπου που έδωσε στη Λάρισα, παρουσίασε ανάλογες θέσεις για την «αναγέννηση της περιοχής» μας.
Οι εκπρόσωποι της δήλωσαν το ενδιαφέρον τους για τους παραγωγούς και μεταποιητές της Θεσσαλίας «ώστε να διατηρηθεί ο παραγωγικός ιστός…..και να μην εγκαταλείψουν τη γη τους», εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία τους μήπως «αγοραστεί η γη από τράπεζες και funds,με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή, την οικονομία της περιοχής και τον κοινωνικό ιστό».
Και αυτοί προβάλουν την «επείγουσα κατασκευή μικρών φραγμάτων στις ροές των ποταμών ώστε να συγκρατηθούν νερά για την άρδευση καλλιεργειών…..», θεωρώντας μάλιστα πως μια τέτοια παρέμβαση δεν αποτελεί «κακοποίηση των υδατικών συστημάτων».
Λίγες παρατηρήσεις στις θέσεις και αιτιάσεις των δυο οικολογικών οργανώσεων.
1. Καταρχήν οι οργανώσεις αυτές ισχυρίζονται πως συζήτησαν με τοπικούς φορείς και διοίκηση και πως επιζητούν «γόνιμο διάλογο και συμμαχία» με την τοπική κοινωνία.
Εμείς κάτι τέτοιο στη Θεσσαλία δεν είδαμε.
Παρατηρούμε όμως πως οι επαφές τους συνήθως κινούνται σε υψηλό πολιτικό επίπεδο (πχ. Προέδρος Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός, τακτικές προσκλήσεις στη Βουλή για συζήτηση επί διαφόρων θεμάτων), ενώ με τις υψηλές διασυνδέσεις τους εξασφαλίζουν εύκολα χρηματοδότηση από Τράπεζες, ευρωπαϊκά ιδρύματα κλπ. (ενδεικτικά, «Κ» 14/11).
Αντίθετα στις τοπικές κοινωνίες περιορίζονται σε επιλεκτικές επαφές με άτομα η συλλογικότητες παρομοίων με αυτούς αντιλήψεων.
Για παράδειγμα ουδέποτε επιδίωξαν οργανωμένες ουσιαστικές συζητήσεις για το μέλλον του αγροτοδιατροφικού τομέα με τους «καθ’ ύλην αρμοδίους», όπως πχ. με το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο (ΓΕΩΤΕΕ), τους Γεωπονικούς συλλόγους, τους αγροτικούς φορείς ή/και τους πανεπιστημιακούς θεσσαλούς διανοητές, που επί χρόνια συνεισφέρουν στον σχετικό προβληματισμό.
Ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για συνάντηση και διάλογο γύρω από τα υδατικά έργα της Θεσσαλίας με αντίστοιχους φορείς (πχ. Ε.Δ.Υ.ΘΕ ή άλλες συλλογικότητες).
Ουδέποτε ακόμη οι οργανώσεις αυτές παρέστησαν σε εκδηλώσεις στη Θεσσαλία (πχ. θεματικά Συνέδρια ΠΕΔ/Θεσσαλίας), έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν «πρόσωπο με πρόσωπο» όλους αυτούς που προβληματίζονται και αγωνιούν, ειδικά τους ανθρώπους στον πρωτογενή τομέα, μιας που υποτίθεται ότι ενδιαφέρονται για την «επιβίωση και ευημερία» των αγροτικών τους περιοχών.
Πάντως εμείς, αθεράπευτα αισιόδοξοι, μαζί με το επιστημονικό (και όχι μόνο) επιτελείο της Ε.Δ.Υ.ΘΕ, τους καλούμε ΑΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ σε οργανωμένο διάλογο, ιδιαίτερα τώρα που βρίσκεται στην κορύφωση της η διαβούλευση για το υπό αναθεώρηση ΣΔΛΑΠ. Θα χαρούμε ιδιαίτερα εφόσον ανταποκριθούν.
2. Σε ότι αφορά στην εντυπωσιακή μονομέρεια με την οποία υπερθεματίζουν στα λεγόμενα «μικρά φράγματα», εκτός των θεμάτων ουσίας, θέλουμε να επισημαίνουμε την ακραία έλλειψη σεβασμού από αυτές τις οργανώσεις προς τα εγκεκριμένα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) για το υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας (ΥΔΘ).
Σημειώνουμε πως από το 2010 έως σήμερα, στα πλαίσια της Οδηγίας 2000/60 για τα νερά, έχουν εκπονηθεί πολλές υψηλού επιπέδου επιστημονικές μελέτες για την επίλυση του υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας.
Τα πορίσματα των μελετών αυτών εγκρίθηκαν (με επιμέρους διαφορές) από όλες τις κυβερνήσεις και επικυρώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές της ΕΕ.
Προκαλεί συνεπώς κατάπληξη η αντίθεση που εκφράζουν οι δυο οργανώσεις στην αναγκαιότητα σημαντικών για εμάς έργων, όπως πχ. στα περιφερειακά φράγματα της θεσσαλικής λεκάνης σε Μουζάκι και Πύλη, στο δρομολογημένο φράγμα στον Ενιπέα (Σκοπιά), στο Νεοχώρι, στην Ελασσόνα κλπ., τα οποία προφανώς τα κατατάσσουν στα, ανεπιθύμητα για αυτούς, «μεγάλα» φράγματα !
Τα έργα όμως αυτά δεν είναι μόνο αντιπλημμυρικά αλλά αποτελούν έργα πολλαπλού σκοπού (ύδρευση, άρδευση, παραγωγή «πράσινης» υδροηλεκτρικής ενέργειας, υπερπολύτιμα αποθέματα οικολογικής αποκατάστασης υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων κοκ).
Και όπως σχετικά γράφει ο γνωστός θεσσαλός διανοητής και περιβαλλοντολόγος Ζήσης Αργυρόπουλος, θεωρείται «αδικαιολόγητη η καθυστέρηση κατασκευής των περιφερειακών φραγμάτων».
Μάλιστα, με τις πρόσφατες πλημμύρες, επικαλείται το ρητό του Γερμανού δασολόγου Peter Wohlleben πως στις πλημμύρες «Όταν τα νερά φτάσουν στις κοιλάδες, είναι πλέον αργά!». Απόλυτα σωστό.
Και για να μην πελαγοδρομούν οι αναγνώστες στις συγχύσεις που προκαλούν παρόμοιες κατηγοριοποιήσεις έργων προς δημιουργία εντυπώσεων, ας καταλάβουν πως το μέγεθος ενός φράγματος ή/και ενός ταμιευτήρα το καθορίζουν η γεωμορφολογία της κάθε περιοχής και οι προσδιορισμένες ανάγκες στην χρήση αυτού του νερού.
Στην Θεσσαλία για παράδειγμα ΔΕΝ υπάρχουν ποταμοί με τεράστιες κοίτες και παροχές, όπως πχ. συμβαίνει στην κεντρική Ευρώπη, στην Μέση Ανατολή ή στην Κίνα, παρά μόνο μεσαίου μεγέθους ποτάμια συστήματα όπως είναι ο Πηνειός και ο Αχελώος.
Συνεπώς και τα αντίστοιχα έργα ταμίευσης δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται «μεγάλα» και να…..εξαιρούνται με βάση τα αστήρικτα ιδεολογήματα κάποιων οικολογικών οργανώσεων.
Εξάλλου είναι γνωστό σε όλους πως εάν δεν ταμιεύσουμε συντεταγμένα στα ημιορεινά τα νερά αυτών των δυο ποταμών, η Θεσσαλία ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ.
3. Πολλή συζήτηση γίνεται και για τις «υδροβόρες καλλιέργειες», στις οποίες οι οικολογικές οργανώσεις φορτώνουν ουσιαστικά την ευθύνη για την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων.
Από την άλλη προτείνουν «επείγουσα κατασκευή μικρών φραγμάτων στις ροές των ποταμών ώστε να συγκρατηθούν νερά για την άρδευση των καλλιεργειών» (!!!).
Εδώ οι αντιφάσεις κυριολεκτικά βγάζουν μάτι…..
Μα δεν αντιλαμβάνονται (αυτό που εμείς βιώνουμε σε μόνιμη βάση) πως τέτοια μικρά φράγματα καταστρέφουν το ποτάμιο οικοσύστημα;
Δεν κατανοούν πως τα ελάχιστα αυτά νερά που θα ταμιευτούν σε μικρά φράγματα ΔΕΝ επαρκούν για να καλύψουν, έστω στοιχειωδώς, τις διαμορφωμένες αρδευτικές ανάγκες, που ακόμη και μετά την προσδοκώμενη επίτευξη του στόχου εξοικονόμησης νερού [σημ.: στο εγκεκριμένο ΣΔΛΑΠ ανέρχεται σε 185 εκατ. κ. μ. νερού ετησίως] αυτές παραμένουν υψηλές ;
Και εάν όλα αυτά τα παρακάμπτουν με τόση ευκολία, θα πρέπει τουλάχιστον να αποδεχθούν πως η μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών υπέρ των ξηρικών θα επιφέρει ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ.
Το ζήτημα αυτό, από κοινού με την ασφάλεια, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την παραμονή αυτών των ανθρώπων στον τόπο τους, για την απόκρουση της ερημοποίησης λόγω εγκατάλειψης των αγρών και για την διατήρηση της μετάδοσης γνώσεων γεωργίας από γενιά σε γενιά, σε μια περίοδο μάλιστα που (και) η επισιτιστική ασφάλεια αποτελεί μείζον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα.
Ανάλογες αναμένονται και οι επιπτώσεις στον τομέα της μεταποίησης, των υπηρεσιών και γενικά στην προοπτική της οικονομίας της περιοχής μας.
4. Στην ίδια λογική με τα παραπάνω εντάσσεται και το θέμα των έργων Αχελώου, τα οποία οι οικολογικές οργανώσεις θεωρούν «αναχρονιστικά» και «καταστροφικά», διαφωνώντας «αναδρομικά» με την ενίσχυση του υδατικού δυναμικού της Θεσσαλίας που αποφασίστηκε πριν 40 χρόνια !
Όταν όμως βρέθηκαν πριν λίγες ημέρες στη Λάρισα δεν ακούσαμε ΚΑΜΜΙΑ απολύτως πρόταση με ποιον τρόπο, χωρίς ενίσχυση από τον Αχελώο, το ΥΔΘ θα εξασφαλίσει αποθέματα αναγκαία για την αντιμετώπιση περιόδων παρατεταμένης ξηρασίας, οποίες αναμένεται να εμφανίζονται με συχνότητα ανάλογη εκείνης των πλημμυρών.
Ομοίως δεν καταγράφηκε κάποια πρόταση για δημιουργία αποθεμάτων νερού προς αντιμετώπιση του επί δεκαετίες συσσωρευμένου ελλείμματος, το οποίο σύμφωνα με το ισχύον από το 2017 Σχέδιο Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) ανέρχεται σε τρία (3) δισεκατομμύρια κ. μ. νερού (!!) και παραμένει μια κυρίαρχη περιβαλλοντική απειλή στο ΥΔΘ.
Τέλος δεν διατυπώθηκε κάποια υπόδειξη προς την σημερινή κυβέρνηση πώς να διαχειριστεί το πραγματικό πρόβλημα των εγκαταλειμμένων από το 2010 έργων Αχελώου, τα οποία προφανώς δεν μπορούν εσαεί να παραμένουν στη νοσηρή και επικίνδυνη κατάσταση που βρίσκονται σήμερα.
Και επιτέλους για ποσό ακόμη οι οργανώσεις αυτές θα εκτίθενται αποφεύγοντας να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον για τον «μπαζωμένο» από σκυροδέματα και χώματα Αχελώο, του οποίου η ροή με μεγάλη δυσκολία πραγματοποιείται μέσα από μισοβουλωμένους μπαϊ – πας /αγωγούς ;
Άραγε εκεί δεν υπάρχει καταστροφή του ποτάμιου οικοσυστήματος για να την καταγγείλουν και να απαιτήσουν άμεσα λύσεις ;
Φαίνεται όμως πως αυτή η στασιμότητα στα εγκαταλειμμένα έργα Αχελώου βολεύει πολιτικά τις οργανώσεις αυτές και το λεγόμενο «οικολογικό κίνημα» και γι’ αυτό δεν προτείνουν ευθέως με τεχνική, περιβαλλοντική και κοστολογική τεκμηρίωση, την κατεδάφιση των έργων στη Συκιά επί του Αχελώου.
Προφανώς συνειδητοποιούν πως, εάν τελικά η κυβέρνηση αποφασίσει την κατεδάφιση αντί της ολοκλήρωσης των έργων, οι οικολογικές οργανώσεις θα βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να συναινέσουν στην οδυνηρή και περιβαλλοντικά επικίνδυνη διαδικασία καθαίρεσης, να αποδεχθούν και να δώσουν εξηγήσεις για την «απώλεια» των 500 εκατ. ευρώ που έχουν επενδυθεί έως σήμερα, να καλύψουν πολιτικά εκείνους που θα φέρουν την ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης και να τους υπερασπιστούν όταν, από κοινού με αυτούς, θα υποχρεώσουν τον ελληνικό λαό να επωμιστεί το πρόσθετο κόστος της καθαίρεσης και απομάκρυνσης χωματισμών και σκυροδεμάτων μακριά από το ποτάμι, με κόστος που αναμένεται να υπερβεί τα 200 εκατ. ευρώ.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν επιλέγουν την παράταση στασιμότητας και «όπου βγει».
Προτιμούν να κρύβονται πίσω από την παρασιώπηση του προβλήματος παρά να τους χρεώσει ο κόσμος τις ανάλογες ευθύνες.
Και για να κλείσουμε : Είμαστε βέβαιοι πως εάν τελικά πορευτούμε με τις ιδεοληψίες και τις ανερμάτιστες προτάσεις αυτών των οικολογικών οργανώσεων, πραγματικά «θα βουλιάξουμε» όπως λένε και οι ίδιοι στο επικοινωνιακό τους σύνθημα.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ