Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία γράφει ότι ο ήλιος δεν είναι ούτε η όραση ούτε το όργανο της όρασης, το μάτι δηλαδή (Βιβλίο ΣΤ 508a). Είναι, τρόπον τινά, η αιτία τής δυνατότητας ύπαρξης όρασης, καθόσον είναι παραγωγός φωτός, δυνατότητα η οποία ‘επιστρέφει’ στον Ήλιο αφού ο ίδιος μπορεί να ‘ιδωθεί’ από κάθε ον που διαθέτει όργανα όρασης. Με τον ίδιο τρόπο, οι ευρέως αποδεκτές κοσμοθεωρίες και ιδεολογίες, ενώ δημιουργούν με το καταστάλαγμα των αξιωμάτων τους τις προϋποθέσεις κοινωνικής μετοχής των ανθρώπων στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται, λειτουργούν και διοικούνται οι πολιτείες τους, οι ίδιες δεν αποτελούν πολιτικές οντότητες αλλά παροχή δυνατότητας παραγωγής πολιτικής. Όπως λοιπόν η όραση του ήλιου δεν είναι ήλιος έτσι και η πολιτική δεν είναι κατ’ ανάγκη ιδεολογία. Είναι όμως η πολιτική, ή θα όφειλε να είναι, τρόπος ουσιαστικής γνώσης της ιδεολογίας σε επίπεδο βαθύ και οντολογικό. Η θεωρητική, η βιωματική αλλά και η εμπειρική γνώση άλλωστε της ιδεολογίας είναι αυτή που δίνει τη δυνατότητα δομικά επαρκούς πολιτικής «όρασης», ενδεχομένως και πολιτικής επάρκειας.
Στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, η ορθότητα και η νομιμοποίηση αν και είναι δύο έννοιες που κυριαρχούν, καθορίζουν και επηρεάζουν τόσο την πολιτική πρακτική όσο και τους ίδιους τους πολιτικούς, δεν είναι πάντοτε κινούμενες στην ίδια φορά! Η ιστορία έχει αποδείξει ότι το κριτήριο -εργαλειακής συνήθως- χρήσης καθεμίας από αυτές είναι πάντοτε ωφελιμοθηρικό και βρίσκεται σε άμεση και αδιάρρηκτη εξάρτηση από το επιχείρημα που ο πολιτικός επιθυμεί να επικοινωνήσει στους πολίτες. Έσχατο παράδειγμα νομιμοποίησης αποτελεί η ρητορική ότι ο νέος αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αναδείχτηκε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες την ίδια στιγμή που η αντίπαλη ρητορική προτάσσει το επιχείρημα ότι ο νέος αρχηγός δεν σέβεται τις δημοκρατικές καταστατικές αρχές του κόμματος του οποίου ηγείται, άρα πάσχει ως προς την πολιτική ορθότητα. Η συγκεκριμένη περίπτωση, για τον αποστασιοποιημένο παρατηρητή, θα μπορούσε ενδεχομένως να ιδωθεί υπό την εξής οπτική, η οποία βεβαίως βαραίνει τον επικεφαλής διότι πάντοτε εκ της θέσης προκύπτει και η ευθύνη: Ο άκρατος υποκειμενισμός από τη μια και η ένδεια στοιχειώδους πολιτικής εμπειρικής γνώσης από την άλλη, δημιούργησε διαρρηκτικές πολιτικές τάσεις στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αδιαφορώντας για το ιδεολογικό υπόβαθρο της Αριστεράς το οποίο πρεσβεύει και στο οποίο, θεωρητικά τουλάχιστον, το συλλογικό υπερτερεί του ατομικού και του «εγώ». Το αισθητήριο όργανο πολιτικής στο ΣΥΡΙΖΑ του τελευταίου χρονικού διαστήματος δεν είναι το πολιτικό “μάτι” που ορά σύμφωνα με το ιδεολογικό φως των αξιωμάτων του αλλά το πολιτικό… ξεμάτιασμα! Εύλογα λοιπόν προκύπτει το στοιχειώδες ερώτημα: Αυτοί που έφυγαν από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ή αυτοί που έμειναν είναι εκείνοι που σέβονται το ιδεολογικό υπόβαθρο της αριστερής πολιτικής τους ταυτότητας; Οι δεύτεροι, εμφατικά θα υπερασπιστούν τη θετική απάντηση, είναι όμως έτσι; Ο Καζαντζάκης εύστοχα επισήμανε ότι το μπόι του ανθρώπου που κουβαλάει μια ιδέα δίνει μπόι και στην ίδια την ιδέα. Για την Αριστερά, που ιστορικά ως ιδεολογία έχει βάναυσα κακοποιηθεί, δεν αρκούν πτερόεντα λόγια για να πιστοποιηθεί ότι κάποιος είναι αρκούντος ικανός για να την κουβαλήσει, ως ζώσα και καθημερινώς δρώσα ιδέα, μέσα του. Χρειάζεται ικανό ανάστημα, πολιτικό και ιδεολογικό, το οποίο ούτε εκβιάζεται ούτε επιβάλλεται ετσιθελικά. Υπάρχει όμως εν προκειμένω;
Δεν είναι απίθανο, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί εσχάτως τα πολιτικά πράγματα στην Αξιωματική Αντιπολίτευση -και παραφράζοντας τον Βίτγκενσταϊν-, το νόημα του ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται πια έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ!