Η εν τοις πράγμασι ανυπαρξία πολιτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και η υιοθέτηση, ως ενδεικνυόμενης λύσης, περιστασιακών ημιμέτρων, όπως κάποια σποραδικά πρόστιμα, κάποια εφήμερα επιδόματα αλλά και τα αναποτελεσματικά καλάθια της νοικοκυράς, έχει πλέον αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να ανακόψουν την τραγικά μεγάλη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, ανάγοντας το ζήτημα αυτό σε ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Ο αναγκαστικός περιορισμός της κατανάλωσης στα απολύτως αναγκαία και απαραίτητα επιτείνει περαιτέρω την κατάσταση οδηγώντας την σε έναν φαύλο κύκλο συρρίκνωσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και μεγέθυνσης της ανεργίας και των χρεών. Την ίδια στιγμή, η μάταια κυβερνητική προσπάθεια για τη δημιουργία πλασματικών εντυπώσεων με τη χρήση στατιστικών αναφορών ευμάρειας, στοχεύοντας προφανώς στην τόνωση της ψυχολογίας της αγοράς, αλλά και η επίκληση προσχηματικών επιχειρημάτων περί ‘εισαγόμενης’ ακρίβειας που είναι πολιτικώς αδύνατο να ανασχεθεί, δεν λύνουν το πρόβλημα. Η φτώχεια για τον Έλληνα πολίτη αποτελεί καθημερινώς και αδιαλείπτως τα τελευταία χρόνια μια απολύτως σκληρή βιωματική εμπειρία.
Το ερώτημα που βασανίζει την ελληνική κοινωνία είναι σαφές: Είναι πραγματική και αληθής η κυβερνητική αδυναμία οριοθέτησης και προσδιορισμού των κανονιστικών αιτίων που προκαλούν το διαρκώς διογκούμενο κύμα ακρίβειας ώστε αυτό να μπορέσει να αντιμετωπιστεί ή μήπως πρόκειται για ηθελημένη υλοποίηση ενός εφαρμοστικού πολιτικού πλαισίου, σύμφωνο με τις αρχές τής νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας τής ελεύθερης αγοράς; Όποια κι αν είναι η απάντηση, στη συλλογική εμπειρία των πολιτών της χώρας είναι πια πιστοποιημένο το σύμπτωμα της φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης και η συνεπακόλουθη φτώχεια, πέρα από την αποστέρηση δυνατοτήτων και ευκαιριών αλλά και τον κοινωνικό εθισμό στα επιδόματα που έχει προκαλέσει, γεγονός που βεβαίως ενεργεί άκρως αντιαναπτυξιακά, αποτελεί μια σαφέστατη παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ισότιμη συμμετοχή στις ευκαιρίες εργασίας, στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη, στην ενέργεια, στην επικοινωνία, στην πρόσβαση στην πληροφορία κλπ. πρέπει απαραιτήτως να διασφαλίζεται με επάρκεια για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες στο πλαίσιο λειτουργίας του κράτους δικαίου και της Δημοκρατίας. Σε μια φτωχοποιημένη κοινωνία όμως, όπως η σημερινή, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εξασφαλισμένο με ίσους όρους για όλους. Η μη εκπλήρωση αυτής της κρατικής υποχρέωσης, πέρα από παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του γεγονότος ότι δημιουργεί πολίτες πολλών ταχυτήτων μέσα στην ίδια κοινωνία, καθιστά «νόμιμες» τις κοινωνικές διακρίσεις, τους αποκλεισμούς αλλά και τις ανισότητες. Η φτώχεια άλλωστε δεν είναι μια τυχαία κατάσταση, είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων.
Η έλλειψη ικανότητας διασφάλισης των απαραιτήτων πόρων, υλικών και μέσων για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών και για την επιβίωση αλλά και η αδυναμία εκπλήρωσης κοινωνικών καθημερινών αναγκών και θεμελιωδών επιθυμιών, συντελεί στην αποδόμηση της προσωπικότητας, στην εξαΰλωση της αξιοπρέπειας και τελικά στην απώλεια αυτοσεβασμού του πολίτη με αποτέλεσμα αυτός να καθίσταται ατομικά αλλά κυρίως κοινωνικά μη λειτουργικός. Μέσα από αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέφτη της παντελούς έλλειψης αυτοβεβαιότητας, ο Έλληνας των ημερών μας παλινδρομεί συνειδησιακά και ψυχικά ανάμεσα στη ρεαλιστική σκληρότητα της οικονομικής του ανέχειας και αβεβαιότητας και στην απροσδιοριστία ύπαρξης ελπίδας, έστω και ισχνής. Το τσουνάμι της ακρίβειας τον παρασέρνει σε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα παρακμή, την οποία δεν την είχε βιώσει με τόση ένταση ούτε στον καιρό των μνημονίων.
Δυστυχώς, η (ηθελημένη ίσως;) ατολμία της πολιτικής να απαγκιστρώσει την κοινωνία από τη φτωχοποίηση στην οποία έχει εισέλθει, οδηγεί στον ηθικό και παρακμιακό εκπεσμό των πολιτών της χώρας μας αλλά και σε έναν ιδιότυπο κοινωνικό θάνατο. Ήθη, έθιμα, παραδόσεις και πολιτισμός κινδυνεύουν να αποσυντεθούν αποστραγγιζόμενα και κονιορτοποιούμενα μέσα στην πρέσα της ανάγκης του ζην. Του ζην όχι αξιοπρεπώς, αλλά στοιχειωδώς! Του ζην υστερηματικώς και ελαχίστως. Του ζην όχι κοινωνικώς αλλά κατά μόνας και κατ’ ιδίαν αφού είναι αδύνατον να ζήσει κανείς αλλιώς στις μέρες μας. Του ζην σχεδόν λαθραίως δηλαδή… Από τη φτώχεια στην ένδεια άλλωστε η απόσταση είναι μικρή, σχεδόν αδιάφορα αυτονόητη για τους άπληστα κρατούντες την εξουσία.