ΦΩΤΟ: Στέλιος Ματσάγγος // LarissaPress
Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Παπουτσή
Μέσα στην ηρεμία του τοπίου των καταπράσινων κοιλάδων του Ινδικού Καυκάσου (Hindu Kush), στα βορειοδυτικά σύνορα του Πακιστάν με το πάντα «ανήσυχο» Αφγανιστάν, ξεπροβάλουν τα χωριουδάκια μιας φυλής, τελευταίο κατάλοιπο ενός μύθου που ανάγεται στα βάθη των αιώνων: των Καλάς (Kalash).
Μειονότητα και ένας αινιγματικός και απομονωμένος πληθυσμός – στέκεται επιφυλακτικά απέναντι στον ξένο που θα τολμήσει την περιπέτεια του ταξιδιού στην ξεχασμένη αυτή γωνιά του πλανήτη – ωστόσο τα πρόσωπα των μελών της φυλής φωτίζονται από ένα πλατύ χαμόγελο στο άκουσμα ότι ο επισκέπτης τους είναι Έλληνας (Γιουνάν).
Ένας μικρόκοσμος κυριολεκτικά αποκομμένος και ξεχασμένος που επιβιώνει για αιώνες μέσα στα πανύψηλα βουνά, στις υπώρειες των Ιμαλάιων, που έχει διαφυλάξει μέχρι τις μέρες μας θρύλους αιώνων, πάνω στους οποίους γαντζώνεται η ύπαρξή του. Στα χωριά αυτών των ανθρώπων, στις ορεινές κοιλάδες του Ινδικού Καυκάσου, τραγουδιούνται ακόμα τα κατορθώματα του ημίθεου Σικαντέρ (Αλέξανδρου).
Ήταν περί τα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Άγγλος συνταγματάρχης G.Robertson επέστρεψε από το Καφιριστάν (τον τόπο των απίστων σύμφωνα με τους μουσουλμάνους) φέρνοντας το άγγελμα της ανακάλυψης μια άγνωστης μέχρι τότε φυλής, που διατείνονταν πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Ελληνιστικών βασιλείων που δημιούργησαν οι στρατηγοί του μετά τον θάνατό του.
Τα νέα, όπως ήταν επόμενο, κυκλοφόρησαν γρήγορα και έκαναν πολύ μεγάλη αίσθηση στους Ευρωπαϊκούς κύκλους των διανοούμενων και των καλλιτεχνών. Το ενδιαφέρον αυτό οδήγησε μάλιστα τον συγγραφέα Ρ. Κίπλινγκ στη συγγραφή του μυθιστορήματος ‘’Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς’’.
Το ενδιαφέρον χάθηκε μέσα στη δίνη των γεγονότων της αρχής του 20ου αιώνα και έτσι οι Καλάς καλύφθηκαν από την λήθη. Εκείνη την εποχή υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 100.000 και τα χωριά τους ήταν απλωμένα μέσα στο σημερινό Αφγανιστάν και στο Πακιστάν.
Οι Καλάς ήταν χωρισμένοι σε δυο φατρίες: τους Κόκκινους Καλάς, που ήταν η άρχουσα τάξη, έμποροι και πολεμιστές και τους Μαύρους Καλάς, που ήταν οι βοσκοί και οι λοιποί χειρώνακτες.
Οι Κόκκινοι Καλάς δεν υπάρχουν πλέον. Στον Αγγλο – Αφγανικό πόλεμο (1907) πήραν το μέρος των Άγγλων και μετά την ήττα αυτών χιλιάδες Καλάς σφαγιάστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι εξισλαμίστηκαν και η περιοχή τους από τότε ονομάζεται Νουριστάν (Χώρα του Φωτός).
Οι λίγες χιλιάδες Μαύρων Καλάς που διασώθηκαν από τη συμφορά αποτραβήχτηκαν στη δυσπρόσιτη περιοχή του Ινδικού Καυκάσου, στα σύνορα Πακιστάν – Αφγανιστάν, όπου ζουν μέχρι και σήμερα. Στα τέσσερα χωριά (Μπουμπουρέτ, Κρακάλ, Μπιρίρ και Ρουμπούρ) όπου και κατοικούν είναι ζήτημα αν ξεπερνούν τις 3.000 ψυχές.
Οι εναπομείναντες της φυλής διατηρούν με ευλάβεια τα παγανιστικά τους έθιμα και την αφοσίωσή τους στο… Δωδεκάθεο. Βρετανοί εθνολόγοι επιστήμονες πιστεύουν ότι είναι τα τελευταία απομεινάρια Κασπιανών φυλών που στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. έφτασαν μέχρι τη Βαλκανική ενώ εκείνοι που έμειναν στις κοιτίδες τους αποτέλεσαν πολύ αργότερα τον εξελληνισμένο πληθυσμό της Βακτριανής (Το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής ιδρύθηκε το 250 π.Χ. από τον Έλληνα σατράπη της Βακτριανής Διόδοτο Α’ τον Σωτήρα, ο οποίος αποσχίστηκε από τους Σελευκιδείς), που υποδέχθηκε τον Μακεδόνα κοσμοκράτορα και στήριξε επί τρεις αιώνες τις ανατολικές επαρχίες του Ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών.