Βιόλα Αρντόνε
Η ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο
Εκδόσεις Πατάκη
«Η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει, έτσι λέει η μάνα μου. Θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη αν γεννιόμουν αγόρι, όπως ο Κοζιμίνο, αλλά όταν μ’ έκαναν κανείς δε με ρώτησε. Ήμασταν μαζί στην κοιλιά της μάνας μας και ήμασταν ίδιοι, γεννηθήκαμε όμως κι αρχίσαμε να είμαστε διαφορετικοί: Εγώ με ροζ φανελάκι και αυτός με γαλάζιο, εγώ με πάνινη κούκλα και αυτός με ξύλινο σπαθί, εγώ με λουλουδάτο φορμάκι κι αυτός με ριγέ…»
1960, σε κάποιο χωριό της Σικελίας. Η ιστορία της Ολίβα Ντενάρο ξεκινά. Η Βιόλα Αρντόνε, με την πρώτη της κιόλας πρόταση, οριοθετεί το περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε. «Η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει, έτσι λέει η μάνα μου». Ο άντρας και η γυναίκα. Σε μια διαδικασία ενηλικίωσης εντελώς διαφορετική για το αγόρι από το κορίτσι.
Στην πενταμελή οικογένεια με τα δίδυμα και μια ακόμη αδερφή μεγαλύτερη σε ηλικία, η μοδίστρα μητέρα καθορίζει τη συμπεριφορά και αυτής της κόρης. Είναι εκείνη που «δείχνει» τον δρόμο τον σωστό. «Τα κορίτσια από μια ηλικία και μετά πρέπει να μένουν κλεισμένα στο σπίτι. Εδώ το αγόρι είναι ληστής και το κορίτσι στάμνα- όποιος τη σπάει την παίρνει», τονίζει ξανά η μητέρα Αμάλια. Φροντίζει να στείλει το μήνυμα και στον αδερφό της: «Κοζιμίνο, εσύ θα έπαιρνες μια σπασμένη στάμνα;».
Η ηρωίδα μας, «η ασχημούλα κόρη της Αμάλια και του Σάλβο Ντενάρο, έλεγε ο κόσμος, στεγνή και κοκαλιάρα, με μάτια σαν δυο ελιές και μικρό στόμα στο φαρδύ, μελαμψό πρόσωπο, μαλλιά μαύρα κορακίσια, κακότυχη και γρουσούζα. Πάντα μονάχη της και πάντα αναμαλλιασμένη, να κάνει παρέα μόνο με τον Σάρο, τον κουτσό γιο του ντον Βίτο Μουζουμέτσι, η μάνα να κεντά προικιά και η θυγατέρα να μένει γεροντοκόρη», γοητεύεται από την δασκάλα Ροζάρια και παρέα με το μοναδικό κορίτσι που κάνει παρέα, τη Λιλιάνα, την κόρη του κομμουνιστή Σάλο, ζει το δράμα της μεγαλύτερης αδερφής, η οποία ατιμασμένη και χωρισμένη, μαυροφορεμένη δεν βγαίνει καθόλου από το σπίτι.
Σε αυτές τις συνθήκες μεγαλώνει η Ολίβα, δουλεύοντας το μυαλό και την φαντασία της, γνωρίζοντας σιγά σιγά το σώμα της, κάνοντας όνειρα. Μέχρι τη στιγμή που η ζωή της θα μετατραπεί σε εφιάλτη. Ο Πίνο Πατερνό, ένα όμορφο αγόρι του χωριού, θα την ερωτευτεί και είναι πολλοί οι κάτοικοι του χωριού που θα δουν τα σημάδια του έρωτα. Όταν λοιπόν η Ολίβα θα βιαστεί από τον νεαρό, τότε το φταίξιμο θα πέσει πάνω της.
«Η μάνα μου μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, κάθε φορά ανοίγει το στόμα της, αλλά δεν λέει λέξη, σα να φορούσε μάσκα για να μην μολυνθεί. Κοίταξε με, μαμά, θα ήθελα να της πω, είμαι ακόμα η ίδια στάμνα, ίδια χέρια, ίδιοι γοφοί, ίδια χείλη, δεν έκανα κάτι για να καταλήξω κομματιασμένη. Ακολούθησα όλους τους κανόνες σου: Δεν έχω κοιτάξει άντρα, δεν περπάτησα καμαρωτή μπροστά στα αγόρια, δεν έχω βάλει κραγιόν, δεν επιβράδυνα το βήμα μου ενώ περνούσα μπροστά από την εκκλησία για να προκαλέσω κάποιον να με ακολουθήσει, δεν πήγα κρυφά στον κινηματογράφο. Θα παντρευόμουν τον άντρα που είχες διαλέξει για μένα. Δε σε παράκουσα ποτέ, έλεγα πάντα ναι,. Είμαι η κόρη σου –μια άγνωστη που σου μοιάζει και ίσως σου αρέσει…».
Ο μοναδικός δρόμος είναι αυτός του υποχρεωτικού γάμου. Τι θα συμβεί όμως αν αντί γι’ αυτόν τον μοναδικό δρόμο, η μικρή επιλέξει να προσφύγει στη δικαιοσύνη; Υπενθυμίζω πως οι δείκτες του χρόνου που έχει επιλέξει η συγγραφέας να οριοθετήσει την ιστορία της –μια ιστορία που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα- δείχνουν μισό αιώνα πριν. Ποια στάση θα κρατήσει ο πατέρας, ένας μαχητής της γης που δεν μιλάει συχνά, ωστόσο, όταν χρειάζεται, κάνει την κίνηση, έστω κι αν αυτή μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα στο σπιτικό του;
Δυο δεκαετίες αργότερα, η Ολίβα, δασκάλα πλέον η ίδια, επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος». Οι πρωταγωνιστές έχουν μεγαλώσει και οι περιγραφές της συγγραφέως ανοίγουν συνεχώς παράθυρα και πόρτες σε κάθε αναγνώστη που ρουφάει την ιστορία. Η κολλητή φίλη, η αδερφή, ο κουτσός –κάποτε- κολλητός, προσωπικότητες που έπαιξαν και μικρότερο ρόλο στην προσωπική ιστορία της πρωταγωνίστριας «ακολουθούν» , ο καθένας με τον τρόπο του, την επιστροφή της.
Το βιβλίο της Βιόλα Αρντόνε θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα είδους μανιφέστου. Μανιφέστο ζωής που επανέρχεται μπροστά στα μάτια μας ακόμη και σήμερα, δεκαετίες και χιλιάδες χιλιόμετρα πιο μακριά από το μικρό χωριό της Σικελίας, όταν ανοίγει ξανά και ξανά η κουβέντα περί «γυναικοκτονιών».
Το βιβλίο θα έπρεπε να δίνεται ως απαραίτητο ανάγνωσμα στο σχολείο και να ξεκινάει η κουβέντα, σκάβοντας όλοι μαζί, κάτω από το υπόστρωμα της ιστορίας. Η συγγραφέας το κάνει με τρόπο εξαιρετικό, αφήνοντας τον αναγνώστη να χρησιμοποιήσει κι αυτός με τη σειρά του τα δικά του σκαπτικά εργαλεία.
Μια υπέροχη ιστορία, δουλεμένη με ταλέντο, είναι νομίζω ένα από τα καλύτερα δώρα για την κόρη και τον γιο μου. Για τις κόρες και τους γιους…