Έπειτα από έναν θερμό χειμώνα, μια άνοιξη με αυξημένες θερμοκρασίες, το πιο θερμό έτος της σύγχρονης Ιστορίας (2023) και το περυσινό καλοκαίρι στην Ελλάδα με έναν ακραίο καύσωνα και καταστροφικές, εκτεταμένες πυρκαγιές, η ανησυχία για το επερχόμενο καλοκαίρι είναι μεγάλη και όχι χωρίς λόγο. Μάλιστα, τα δεδομένα που δημοσιοποίησε προ ολίγων ημερών το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεσοπρόθεσμων Μετεωρολογικών Προγνώσεων (ECMWF) για την πορεία της θερμοκρασίας τους θερινούς μήνες στην Ευρώπη εντείνουν τον προβληματισμό.
«Το ECMWF εξέτασε περίπου 50 προγνωστικά μοντέλα και όλα δείχνουν αυξημένες θερμοκρασιακές τιμές για τον επερχόμενο Ιούνιο – Ιούλιο – Αύγουστο, σε σχέση με την κλιματική τιμή της περιόδου 1993-2016, η οποία ήταν ήδη μια πολύ θερμή περίοδος», λέει στην «Κ» ο Σταύρος Ντάφης, ερευνητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Διευκρινίζοντας πως οι προγνώσεις αυτές αφορούν το σύνολο της Ευρώπης και δεν είναι εξειδικευμένες για την περιοχή μας, ο κ. Ντάφης αναφέρει πως «προβλέπεται ένα από τα πιο θερμά καλοκαίρια των τελευταίων ετών, με τον μέσο όρο να είναι κοντά στους +0,6 °C πάνω από την κλιματική τιμή, ενώ το πιο δυσμενές σενάριο καταγράφει πρόγνωση απόκλισης +2,5 ºC. Συνολικά, το 17% των σεναρίων δείχνει ακραία υψηλές τιμές. Αξιοσημείωτο είναι πως φέτος είναι η πρώτη φορά που κανένα από τα διαθέσιμα προγνωστικά σενάρια δεν δείχνει τον Μάιο αρνητικές αποκλίσεις θερμοκρασίας για τους επόμενους μήνες για το σύνολο της Ευρώπης».
Οι προγνώσεις του ECMWF προεικονίζουν, σύμφωνα με τον κ. Ντάφη, «την πορεία του καιρού κυρίως στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, καθώς και στα Βαλκάνια, που τα τελευταία καλοκαίρια παρουσιάζουν αυξημένες θερμοκρασίες. Την εικόνα αυτή έχουμε δει και στη Βόρεια Ελλάδα. Δεν μας λένε βέβαια κάτι για πιθανά επεισόδια καύσωνα στην Ελλάδα. Θα χρειαστεί πιο συγκεκριμένη ανάλυση». Και βέβαια απαιτεί και συγκεκριμένη προετοιμασία, καθώς το καλοκαίρι έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων και απειλών, που απαιτούν πρόληψη και επαγρύπνηση από την Πολιτική Προστασία και τις Αρχές, αλλά και γνώση και προνοητικότητα από τους πολίτες.
Εδώ και αρκετά χρόνια, και λαμβάνοντας υπόψη την επιτακτική πλέον ανάγκη για μια συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των καιρικών φαινομένων με κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις, η επιχειρησιακή μονάδα Μeteo στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών προχώρησε στην ανάπτυξη και στον συστηματικό εμπλουτισμό μιας βάσης δεδομένων, στην οποία αποθηκεύονται στοιχεία που αφορούν επεισόδια πλημμύρας, κεραυνικής δραστηριότητας, χαλαζόπτωσης, χιονιού/παγετού, ανεμοθύελλας, ανεμοστροβίλου, καθώς και καύσωνες. Δεν περιλαμβάνονται σε αυτά οι πυρκαγιές, καθώς αυτές δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά γεγονότα που οφείλονται σε ανθρώπινη δραστηριότητα, όσο κι αν μετεωρολογικές καταστάσεις (υψηλές θερμοκρασίες, άνεμοι, ξηρασία κ.λπ.) παίζουν ρόλο στην εκδήλωση και την επέκτασή τους.
Η ερευνητική ομάδα, ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα, έχει διαμορφώσει μια κατηγοριοποίηση των καιρικών φαινομένων ανάλογα με την ένταση των ιδίων, καθώς και των συνεπειών που προκαλούν. Ηδη υπάρχει μια βάση δεδομένων από το 2000, που επιτρέπει τη μελέτη και τη σύγκριση. «Για τη διαμόρφωσή της αξιοποιούμε κάθε διαθέσιμη πηγή: τα επίσημα στοιχεία του Meteo, της ΕΜΥ, της Πυροσβεστικής και άλλων υπηρεσιών, αλλά αξιοποιούμε και τα ΜΜΕ, το Διαδίκτυο και τις καταγραφές πολιτών», λέει στην «Κ» η Κατερίνα Παπαγιαννάκη, εκ των συντελεστών της βάσης δεδομένων.
Τι έχει να μας πει η καταγραφή του Αστεροσκοπείου; «Στην Ελλάδα αν και οι μήνες Οκτώβριος και Νοέμβριος είναι εκείνοι όπου εκδηλώνονται τα πιο έντονα καιρικά φαινόμενα, το καλοκαίρι δεν είναι μια περίοδος ανεμελιάς, θέλει προσοχή. Η πιο συχνή εμφάνιση των καυσώνων τα τελευταία χρόνια, που προκαλούν σοβαρή καταπόνηση στον ανθρώπινο οργανισμό, συνέπειες στη δημόσια υγεία, αλλά και δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, είναι ένας βασικός παράγοντας, αλλά όχι ο μόνος», σχολιάζει ο Κώστας Λαγουβάρδος, επιστημονικά υπεύθυνος του meteo.gr και διευθυντής Ερευνών στο Αστεροσκοπείο.
Οπως φαίνεται από τη βάση δεδομένων του Αστεροσκοπείου, τους καλοκαιρινούς μήνες το 2000-2023 έχουν σημειωθεί 193 έντονα καιρικά φαινόμενα (με σημαντικές κοινωνικές συνέπειες) και πιο συγκεκριμένα: 113 πλημμύρες, 26 ανεμοθύελλες, 8 ανεμοστρόβιλοι, 23 επεισόδια με κεραυνούς (με ανθρώπινες απώλειες), 17 χαλαζοπτώσεις, ενώ ως επεισόδια ακραίου καύσωνα έχουν συμπεριληφθεί 6 περιπτώσεις. Εχει σημασία η ποικιλία των απειλών, καθώς για παράδειγμα η μάλλον υποτιμημένη –όσον αφορά την επικινδυνότητά της– κεραυνική δραστηριότητα έχει προκαλέσει 23 νεκρούς από το 2000 σε θερινούς μήνες, ενώ άλλοι 13 άνθρωποι έχουν πνιγεί από πλημμύρες και 10 από ανεμοθύελλα (οι 7 από μια τρομερή καταιγίδα στη Χαλκιδική στις 10 Ιουλίου 2019).
«Στην Ελλάδα οι πλημμύρες είναι το πιο συχνό είδος φυσικών καταστροφών που σχετίζονται με τον καιρό, γεγονός στο οποίο συμβάλλουν δραστικά μεταξύ άλλων η εκτεταμένη καταστροφή της δασικής βλάστησης, η αύξηση του συντελεστή απορροής λόγω ανθρωπογενών παρεμβάσεων στις λεκάνες απορροής και η έλλειψη τεχνικών έργων για την αντιμετώπιση του προβλήματος», σημειώνει η κ. Παπαγιαννάκη. Οι πλημμύρες εμφανίζονται και τους θερινούς μήνες, αν και μετά τον Οκτώβριο κάνουν πιο έντονη την παρουσία τους. Οπως σημειώνουν οι ερευνητές του Αστεροσκοπείου, «τους καλοκαιρινούς μήνες αναπτύσσονται καταιγίδες τοπικού χαρακτήρα, οι οποίες όμως μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνες όταν συνοδεύονται από έντονο ρυθμό βροχόπτωσης και σημαντική κεραυνική δραστηριότητα». Μάλιστα, όσο περνούν τα χρόνια εμφανίζονται πιο συχνά και το καλοκαίρι. Χαρακτηριστικά, το 2000-2009 καταγράφηκαν 27 πλημμυρικά φαινόμενα. Το 2010-2019 έφτασαν τα 62 και μέσα σε τέσσερα χρόνια, το 2020-2023, καταγράφηκαν κιόλας 24. Η πορεία της κλιματικής αλλαγής φαίνεται πως οδηγεί σε πύκνωση των έντονων καιρικών καταστάσεων και σε επίπεδο έτους. «Το 2000-2009 καταγράφηκαν 167 έντονα καιρικά γεγονότα. Τη δεκαετία 2010-2019 ο αριθμός ανέβηκε στα 295! Επίσης, όσον αφορά αυτά με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις, το 2000-2009 καταγράφηκαν 60 καιρικά γεγονότα, το 2010-2019 υπήρξαν 90, μια σημαντική άνοδος», σχολιάζει ο κ. Λαγουβάρδος.