Άκουσα σήμερα πως Ιταλοί κτηνοτρόφοι αναγκαστήκανε να σφάξουν τις αγελάδες τους λόγω λειψυδρίας. Κι αυτό έγινε σε έναν τόπο που απ’ ότι φαίνεται προτεραιότητα έχει η κάλυψη των αναγκών του υπερ-τουρισμού. Οι τουρίστες μας δίνουν να φάμε, είναι ο συλλογισμός από πίσω, πρώτα πρέπει να ποτίσουμε αυτούς κι έπειτα τις αγελάδες. Από την «ανεπτυγμένη» Ολλανδία έρχεται μάλιστα μια άλλη είδηση πως για την τρύπα του όζοντος ευθύνεται (και) η πορδή της αγελάδας και γι’ αυτό καλούνται οι κτηνοτρόφοι εκεί να πληρώσουν ένα περιβαλλοντικό τέλος.
Ο υπερ-τουρισμός είναι ένα φαινόμενο που σταδιακά όλα τα τελευταία χρόνια επηρεάζει την οικονομία και την κουλτούρα και του δικού μας τόπου. Πρόσφατα ο τοπικός πρόεδρος της κοινότητας Θήρας (στην Σαντορίνη), με αφορμή την έλευση τριών κρουαζιερόπλοιων ανέβασε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την οποία προέτρεπε τους Σαντορινιούς να μην βγαίνουν άσκοπα τις ώρες που θα κινούνταν στο νησί οι τουρίστες κι αφού τον «κράξανε» αναγκάστηκε να κατεβάσει την ανάρτηση. Η είδηση έβγαλε και μια χιουμοριστική ανάρτηση που κυκλοφορεί ευρέως «παιδί μου σήκω να καθίσει ο τουρίστας».
Στην Ισπανία οι διαδηλώσεις κατά του υπερ-τουρισμού είναι συχνές και τα αιτήματα από πίσω αφορούν την διόρθωση πολλαπλών στρεβλώσεων στην οικονομία της χώρας που έχει άμεσες συνέπειες και στην κοινωνική διάρθρωση της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον τόπο μας.
Θυμήθηκα όσο τα γράφω πως όταν ήρθα πρώτη φορά αντιμέτωπος στα 17 μου χρόνια με την ερώτηση «που θα πας διακοπές» σάστισα, γιατί αυτή η λέξη δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας. Εμείς παραθερίζαμε το καλοκαίρι στο ορεινό χωριό, όπου μεταφερόταν όλη η οικογένεια μαζί με το κοπάδι των προβάτων. Ο νεοπλουτισμός εκείνης της εποχής διαμόρφωνε μια νέα κουλτούρα στην οποία μεταξύ άλλων οι άνθρωποι σχεδιάζανε και τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Έτσι το που θα πας διακοπές συμβόλιζε τον νέο κόσμο κι αν ήθελες να ανήκεις σε αυτόν έπρεπε να έχεις έναν τόπο διακοπών, να σχεδιάζεις κάποιες μέρες σε ένα νησί ή σε κάποιο βουνό, κ.ο.κ.
Σήμερα διαισθάνομαι πως η ερώτηση που θα πας διακοπές είναι άκαιρη και άτοπη. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται το ουσιαστικό ερώτημα είναι πως θες να ξεκουραστείς από την ανάπαυλα της εργασίας ή τι δημιουργικό θα κάνεις όσο δεν εργάζεσαι ή ακόμη καλύτερα πως θα χορτάσεις να βαριέσαι όσο διαρκούν οι διακοπές.
Βαριέμαι αξία ανεκτίμητη για ένα καλοκαίρι που πλέον χάνει την ανεμελιά του, για ένα καλοκαίρι που δεν μετράμε μπάνια και παγωτά, αλλά για ένα καλοκαίρι αγχωτικό, ένα καλοκαίρι που παραδίδεται στον τουρισμό, στην ακρίβεια, στην αβεβαιότητα. Για ένα καλοκαίρι που δεν μυρίζει χώμα, φρούτα, βουνιά ζώων, μουσκεμένο χώμα από τη βροχή, αλμύρα από τη θάλασσα, αλλά καυσαέριο, ηχορύπανση, στρυμωγμένες ομπρέλες στις αμμουδιές, αντιηλιακές κρέμες, ζέστη αφόρητη στις πόλεις και «κατασκευασμένο» μικροκλίμα από τα κλιματιστικά…
Είναι μάλλον καιρός να αλλάξουμε το μοντέλο ανάπτυξης και κοινωνικότητας. Ο τουρισμός μοιάζει να βρίσκεται στην κορωνίδα του καταναλωτικού μοντέλου ζωής, καθορίζει τις ανάγκες μας, ωστόσο βέβαια δεν είμαι σίγουρος εάν προάγει την βελτίωση της ποιότητας ζωής και τις ανθρώπινες σχέσεις. Τόσο ως μέγεθος της οικονομίας, όσο κι ως μέγεθος της ποιότητας ζωής έχει φτάσει στα όρια του και χρειάζεται διάφορες μανούβρες για να έρθει στην θέση του. Γιατί καλό είναι να έχουμε την δυνατότητα να επισκεπτόμαστε κάποια μέρη, καλύτερο είναι όμως να μπορούμε να ξεκουραζόμαστε δίχως το αγχωτικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε τις ζωές μας στον σύγχρονο μετα-πανδημικό κόσμο.
Ο ευφυής Μάνος Χατζιδάκις έλεγε από τότε ακόμη πως «ο τουρισμός είναι η πραγματική ρύπανση, είναι χειρότερος κι από τον πόλεμο» και πως «ήρθε η εποχή της πλασματικής ευμάρειας, του Τουρισμού με την ερωτική εκπόρνευση, ήρθε η εποχή των εργολάβων που κατέστρεψαν “χτίζοντας” ό,τι είχε απομείνει» κι ακόμη πως «ο τουρισμός είναι η εθνική μας πορνεία, ανακαλύψαμε σαν κοινές γυναίκες τον εύκολο πλουτισμό μας κι ευθύς βιομηχανοποιήσαμε το γραφικό και το μετατρέψαμε σε Εθνικό, προστατευόμενο από Νόμους και Ιερά Διατάγματα, χάνοντας έτσι τη μοναδική ευκαιρία που μας έδωσε ο Πόλεμος: να υπάρξουμε έστω για λίγο σοβαροί και με δικό μας περιεχόμενο. Ο τουρισμός έγινε η μόνη μας επιδίωξη, το κράτος βρήκε έναν εύκολο τρόπο να καλύψει την ανικανότητά του στα οικονομικά προβλήματα του τόπου, ενώ συγχρόνως άρχισε η δίωξη του σοβαρού και η άνθιση χασάπικων και βαλκανικών συρτακίων, προς άγραν χρημάτων κι εραστών!».
Μάνος Χατζιδάκις «ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδόσεις Ίκαρος.